201. Ο γάιδαρος και τα βατράχια. [201.1] Μια φορά ο γάιδαρος καταγινόταν να περάσει τη λίμνη, κουβαλώντας ένα φορτίο ξύλα. Γλίστρησε όμως και έπεσε κάτω, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ξανασηκωθεί. Ξέσπασε λοιπόν σε λυγμούς και βογκητά, τόσο που τον άκουσαν τα βατράχια της λίμνης, και αυτόν και τους γόους του. Του φώναξαν λοιπόν: «Βρε κακομοίρη, έτσι χαλάς τον κόσμο από το κλάμα, επειδή έπεσες για λίγο μέσα στο νερό; Για φαντάσου, τί θα έκανες αν έπρεπε να μένεις εδώ πέρα τόσο πολύ καιρό όσο εμείς;». Ο μύθος αυτός ταιριάζει στο στόμα κάποιου που υφίσταται αγόγγυστα πλήθος κακουχίες· τούτος μπορεί να τον απευθύνει σε κανέναν μαλθακό, ο οποίος δυσανασχετεί με την παραμικρή ταλαιπωρία. 202. Ο γάιδαρος, το κοράκι και ο λύκος. [202.1] Ήταν ένας γάιδαρος με πληγιασμένη ράχη και έβοσκε στο λιβάδι. Ήλθε τότε το κοράκι, κούρνιασε πάνω του και βάλθηκε να τσιμπολογάει την πληγή του. Φυσικά, ο γάιδαρος γκάριζε σαν τρελός και τιναζόταν σύγκορμος. Ο αγωγιάτης όμως, ο οποίος στεκόταν και έβλεπε από μακριά, έβαλε τα γέλια. Τώρα, όλα αυτά τα πρόσεξε ο λύκος, που έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά, και συλλογίστηκε μέσα του: «Τί γκαντεμιά και αυτή! Εμάς, μόνο και μόνο αν μας πάρει το μάτι τους κάπου τριγύρω, μας διώχνουν μακριά. Τούτο το κερατένιο το πουλί, όμως, πάει ευθύς καταπάνω του, και τούτοι γελάνε!». Το δίδαγμα του μύθου: Ο εγκληματίας ξεχωρίζει από μακριά. 203. Ο γάιδαρος, η αλεπού και ο σκύλος. [203.1] Μια φορά ο γάιδαρος και η αλεπού σύναψαν συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους και έτσι βγήκαν μαζί για κυνήγι. Έλα όμως που βρήκαν ξάφνου στον δρόμο τους το λιοντάρι. Μόλις αντιλήφθηκε η αλεπού τί κίνδυνος κρεμόταν από πάνω τους, αμέσως σίμωσε το θηρίο και του έταξε να του παραδώσει τον γάιδαρο, αρκεί να της εγγυηθεί εκείνο για τη δική της ασφάλεια. Το λιοντάρι φυσικά τη διαβεβαίωσε πως θα την αφήσει να φύγει. Έτσι, η αλεπού οδήγησε τον γάιδαρο κοντά σε μια παγίδα και τον παρέσυρε να πέσει μέσα. Ξέρετε όμως τί έκανε τότε ο λέοντας; Βλέποντας πως ο παγιδευμένος δεν ήταν πλέον σε θέση να ξεφύγει, κοίταξε να τσακώσει πρώτα την αλεπού, και μετά κανόνισε και τον γάιδαρο με την άνεσή του. Έτσι είναι: Όποιος συνωμοτεί ενάντια στους συνεργάτες του τις πιο πολλές φορές καταστρέφει άθελά του και τον ίδιο τον εαυτό του. 204. Ο γάιδαρος και η μουλάρα. [204.1] Ήταν ένας γάιδαρος και μια μουλάρα, που πορεύονταν μαζί στον ίδιο δρόμο. Ο γάιδαρος, που λέτε, διαπίστωσε ότι τα φορτία και των δυο τους ήσαν λίγο-πολύ ισοδύναμα. Τούτο, φυσικά, τον έκανε να αγανακτήσει και να διαμαρτύρεται: «Ακούς εκεί, η μουλάρα, να σου έχει την απαίτηση να κατεβάζει διπλάσιο φαΐ, και παρ᾽ όλα αυτά να μη σηκώνει καθόλου παραπανίσιο βάρος!». Δείτε όμως τί έγινε καθώς βάδιζαν σιγά-σιγά στη δημοσιά: Ο αγωγιάτης αντιλήφθηκε σε κάποια στιγμή πως ο γάιδαρος δεν μπορούσε να βαστάξει πλέον. Γι᾽ αυτό τον ξαλάφρωσε από λιγάκι φορτίο και το απόθεσε πάνω στη μουλάρα. Ύστερα, όταν προχώρησαν και άλλο, ήταν φανερό ότι ο γάιδαρος εξαντλούνταν όλο και περισσότερο. Συνεπώς, ο άνθρωπος μετέφερε πάλι λίγο από το βάρος στο άλλο υποζύγιο. Έτσι λοιπόν, συνεχίζοντας λίγο-λίγο αυτήν την τακτική, ο χωρικός στο τέλος ξεφόρτωσε πια ολότελα τον γάιδαρο και τα πήρε και τα στοίβαξε όλα στη ράχη της μουλάρας. Εκείνη τότε στραβοκοίταξε τον συνοδοιπόρο της και του σφύριξε: «Τί έχεις να πεις τώρα, βρε χαμένε; Δεν σου φαίνεται πως μου αξίζει και με το δίκιο μου η διπλάσια μερίδα φαΐ;». Λοιπόν, το ίδιο ισχύει και για εμάς: Αν είναι να κρίνουμε την κατάσταση κάποιου άλλου, δεν πρέπει να κοιτάζουμε πώς ξεκινάει, αλλά πώς καταλήγει στο τέλος. 205. Ο κυνηγός και η πέρδικα. [205.1] Μια φορά ένας κυνηγός δέχτηκε μουσαφίρη στο σπίτι του. Όμως η ώρα ήταν περασμένη και ο άνθρωπός μας δεν είχε τί να φιλέψει τον ξένο. Γι᾽ αυτό άπλωσε χέρι πάνω στην εξημερωμένη πέρδικα, που την εξέτρεφε για δόλωμα, και ετοιμαζόταν να τη σφάξει. Η πέρδικα, βέβαια, έβγαλε φωνή και κακό, κατηγορώντας τον για αχαριστία: «Εμένα, βρε, βάλθηκες να σκοτώσεις; Εμένα που σου φέρνω τόσα κέρδη; Πόσες φορές έχω προσελκύσει τα άλλα πουλιά της φάρας μου για να σου τα φέρω στα χέρια σου, το ξέχασες;». Όμως ο κυνηγός είχε έτοιμη την απάντηση: «Σκάσε μωρή. Γι᾽ αυτό ακριβώς σου αξίζει ο θάνατος: είσαι προδότρα της ίδιας της φυλής σου!». Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προδίδει δικούς του ανθρώπους δεν τον απεχθάνονται μόνο τα θύματά του, αλλά ακόμη και εκείνοι που καρπώνονται την προδοσία του.
|