[1.131.1] Οι Λακεδαιμόνιοι τα πληροφορήθηκαν όλ᾽ αυτά και για τούτο τον ανακάλεσαν την πρώτη φορά. Όταν για δεύτερη φορά έφυγε χωρίς την άδειά τους με καράβι από την Ερμιόνη και άρχισε πάλι να έχει την ίδια συμπεριφορά και όταν οι Αθηναίοι τον ανάγκασαν, μετά από πολιορκία, να φύγει από το Βυζάντιο, δεν γύρισε στην Σπάρτη, αλλά πήγε κι εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας. Άρχισαν να φτάνουν πληροφορίες ότι βρίσκεται σε συνεννοήσεις με τους βαρβάρους και ότι, παρατείνοντας την διαμονή του εκεί, δεν σχεδίαζε τίποτε καλό. Τότε οι έφοροι δεν δίστασαν πια. Του έστειλαν κήρυκα με «σκυτάλη» και του έδωσαν διαταγή ν᾽ ακολουθήσει τον κήρυκα, αλλιώς θα τον κήρυτταν εχθρό της Σπάρτης. [1.131.2] Ο Παυσανίας, θέλοντας να προκαλέσει όσο το δυνατόν λιγότερες υποψίες και ελπίζοντας ότι με τις δωροδοκίες θα μπορούσε να απαλλαγεί από όσα του καταμαρτυρούσαν, γύρισε στην Σπάρτη για δεύτερη φορά. Στην αρχή οι έφοροι τον έριξαν στην φυλακή —οι έφοροι έχουν το δικαίωμα να φυλακίζουν τον βασιλέα— κι έπειτα κατάφερε να βγει από την φυλακή και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να παρουσιαστεί σε δικαστήριο για να κριθεί από όποιον ήθελε να ελέγξει την διαγωγή του. [1.132.1] Αλλά στην Σπάρτη ούτε οι αρχές ούτε οι εχθροί του είχαν καμιά σοβαρή απόδειξη ή στοιχεία αρκετά πειστικά, ώστε να καταδικαστεί πρόσωπο από βασιλικό γένος που ασκούσε μάλιστα τότε βασιλική εξουσία — ο γιoς του Λεωνίδα, Πλείσταρχος, ήταν ανήλικος και ο Παυσανίας, εξάδελφός του, ασκούσε την αντιβασιλεία. [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες, γιατί είχε παρακούσει και είχε μιμηθεί τον τρόπο ζωής των βαρβάρων, δείχνοντας ότι δεν τον ικανοποιούσε η κατάστασή του και ότι είχε άλλες φιλοδοξίες. Γι᾽ αυτό κι ανέτρεχαν στο παρελθόν του αναζητώντας στοιχεία που θα έδειχναν ότι είχε περιφρονήσει τους νόμους και θυμήθηκαν ότι άλλοτε είχε αξιώσει να γράφει επάνω στον τρίποδα που οι Έλληνες είχαν αφιερώσει στους Δελφούς από τα περσικά λάφυρα το ακόλουθο δίστιχο: Ο αρχηγός των Ελλήνων, νικητών των Περσών, Παυσανίας, αφιέρωσε το ανάθημα αυτό στον Φοίβο. [1.132.3] Το δίστιχο αυτό, το είχαν σβήσει αμέσως, τότε, οι Λακεδαιμόνιοι και είχαν χαράξει τα ονόματα όλων των πόλεων που, μετά την κοινή τους νίκη εναντίον των βαρβάρων, είχαν προσφέρει το αφιέρωμα. Και τότε η πράξη αυτή του Παυσανία είχε θεωρηθεί παρανομία και τώρα την συνέδεαν με τη διαγωγή του κι έβλεπαν πως ήταν ανάλογη. Έμαθαν, επίσης, και ήταν αλήθεια, ότι είχε πλησιάσει τους Είλωτες. [1.132.4] Τους υποσχόταν να τους ελευθερώσει και να τους δώσει πολιτικά δικαιώματα αν επαναστατήσουν και τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. [1.132.5] Αλλά ακόμα και όταν μερικοί είλωτες τον καταγγείλαν, δεν το πίστεψαν και δεν θέλησαν να πάρουν μέτρα εναντίον του, ακολουθώντας σ᾽ αυτό τη συνήθειά τους να μην ενεργούν βιαστικά όταν πρόκειται για Σπαρτιάτη και να μην παίρνουν ανέκκλητες αποφάσεις χωρίς να έχουν αναμφισβήτητες αποδείξεις. Έτσι έμειναν τα πράγματα έως ότου, καθώς λέγεται, ο άνθρωπος που επρόκειτο να μεταφέρει στον Αρτάβαζο το τελευταίο γράμμα του Παυσανία προς τον Βασιλέα, ο Αργίλιος, που ήταν παιδικός του φίλος και του ήταν αφοσιωμένος, τον κατάγγειλε. Είχε φοβηθεί, γιατί είχε σκεφτεί ότι κανείς από τους προηγούμενους ταχυδρόμους δεν είχε επιστρέψει. Ξεσήκωσε την σφραγίδα ώστε να μην καταλάβει τίποτε ο Παυσανίας (για την περίπτωση που η υποψία του ήταν λανθασμένη ή για την περίπτωση που ο Παυσανίας θα ήθελε να αλλάξει κάτι στο κείμενο) και άνοιξε το γράμμα. Βρήκε, όπως το υποψιαζόταν, ότι μαζί με άλλα, υπήρχε διαταγή να τον σκοτώσουν. [1.133.1] Όταν ο Αργίλιος έδειξε το γράμμα στους εφόρους, πείστηκαν για την ενοχή του Παυσανία, αλλά θέλησαν να τον ακούσουν τον ίδιο με τα αυτιά τους. Συμφώνησαν, λοιπόν, με τον Αργίλιο να πάει να προσπέσει ικέτης στον ιερό περίβολο του Ταινάρου όπου έστησε μια καλύβα χωρισμένη στα δύο μ᾽ ένα χώρισμα, πίσω απ᾽ το οποίο κρύφτηκαν μερικοί έφοροι. Και όταν ο Παυσανίας πήγε και τον βρήκε και τον ρώτησε γιατί είχε καταφύγει εκεί ικέτης, οι έφοροι τ᾽ άκουσαν όλα καθαρά. Ο Αργίλιος διαμαρτυρήθηκε στον Παυσανία για τα όσα είχε γράψει στο γράμμα, λέγοντάς τα όλα καταλεπτώς και θυμίζοντάς του ότι, ενώ τον είχε εξυπηρετήσει πιστά σ᾽ όλες του τις σχέσεις του με τον Βασιλέα, για αμοιβή τού όριζε την κοινή τύχη των άλλων ταχυδρόμων, δηλαδή τον θάνατο. Ο Παυσανίας τα παραδεχόταν όλα αυτά και ήθελε να κατευνάσει τον θυμό του. Του υποσχόταν κάθε ασφάλεια αν έφευγε απ᾽ τον ναό και τον πίεζε να ξεκινήσει αμέσως για να μην σταθεί εμπόδιο στις ενέργειές του. [1.134.1] Αφού τα άκουσαν όλα, οι έφοροι αποσύρθηκαν. Ήσαν πια βέβαιοι κι ετοιμάστηκαν να τον συλλάβουν μέσα στην πόλη. Λέγεται ότι επρόκειτο να τον συλλάβουν στον δρόμο, αλλά ότι αυτός, βλέποντας έναν έφορο να πλησιάζει, κατάλαβε, από την έκφραση του προσώπου του, ποιός ήταν ο σκοπός του, και κάποιος άλλος έφορος, που τον συμπαθούσε, του έκανε κρυφό νόημα. Έτρεξε προς τον ναό της Χαλκιοίκου και πρόφτασε να καταφύγει εκεί, επειδή το ιερό δεν ήταν μακριά. Μπήκε σ᾽ ένα μικρό κτίριο, μέσα στον ιερό περίβολο, για να μην ταλαιπωρηθεί στο ύπαιθρο, κι έμεινε εκεί. [1.134.2] Οι έφοροι δεν τον πρόφτασαν για να τον πιάσουν και όταν βεβαιώθηκαν ότι βρισκόταν μέσα στο κτίριο, αφαίρεσαν την στέγη, έχτισαν τις πόρτες κι έβαλαν φρουρά, για να πεθάνει από πείνα. [1.134.3] Όταν κόντευε να ξεψυχήσει, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό ενώ ανέπνεε ακόμα, αλλά μόλις τον έβγαλαν πέθανε. [1.134.4] Στην αρχή αποφάσισαν να τον ρίξουν στον Καιάδα, όπου ρίχνουν τους κακούργους, αλλά έπειτα αποφάσισαν να τον θάψουν εκεί κοντά. Όμως ο θεός των Δελφών παράγγειλε με χρησμό στους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφο του εκεί που πέθανε. Βρίσκεται πάντα στην είσοδο του ιερού χώρου καθώς το μαρτυράει μια επιγραφή επάνω σε στήλη. Επειδή τα όσα είχαν κάνει ήσαν άγος, ο θεός τούς παράγγειλε ν᾽ αποδώσουν στην Χαλκίοικο θεά δύο σώματα αντί ένα. Οι Λακεδαιμόνιοι κατασκεύασαν δύο ανδριάντες από χαλκό και τους αφιέρωσαν στον ναό σαν εξαγορά για τον θάνατο του Παυσανία. [1.135.1] Οι Αθηναίοι, με την δικαιολογία ότι και ο θεός το είχε θεωρήσει άγος, ζήτησαν κι εκείνοι από τους Λακεδαιμονίους να το εξαγνίσουν. |