Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.131.1-1.135.1)

[1.131.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι αἰσθόμενοι τό τε πρῶτον δι᾽ αὐτὰ ταῦτα ἀνεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ τῇ Ἑρμιονίδι νηὶ τὸ δεύτερον ἐκπλεύσας οὐ κελευσάντων αὐτῶν τοιαῦτα ἐφαίνετο ποιῶν, καὶ ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ὑπ᾽ Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθεὶς ἐς μὲν τὴν Σπάρτην οὐκ ἐπανεχώρει, ἐς δὲ Κολωνὰς τὰς Τρῳάδας ἱδρυθεὶς πράσσων τε ἐσηγγέλλετο αὐτοῖς ἐς τοὺς βαρβάρους καὶ οὐκ ἐπ᾽ ἀγαθῷ τὴν μονὴν ποιούμενος, οὕτω δὴ οὐκέτι ἐπέσχον, ἀλλὰ πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι καὶ σκυτάλην εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, εἰ δὲ μή, πόλεμον αὐτῷ Σπαρτιάτας προαγορεύειν. [1.131.2] ὁ δὲ βουλόμενος ὡς ἥκιστα ὕποπτος εἶναι καὶ πιστεύων χρήμασι διαλύσειν τὴν διαβολὴν ἀνεχώρει τὸ δεύτερον ἐς Σπάρτην. καὶ ἐς μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐφόρων (ἔξεστι δὲ τοῖς ἐφόροις τὸν βασιλέα δρᾶσαι τοῦτο), ἔπειτα διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε καὶ καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν. [1.132.1] καὶ φανερὸν μὲν εἶχον οὐδὲν οἱ Σπαρτιᾶται σημεῖον, οὔτε οἱ ἐχθροὶ οὔτε ἡ πᾶσα πόλις, ὅτῳ ἂν πιστεύσαντες βεβαίως ἐτιμωροῦντο ἄνδρα γένους τε τοῦ βασιλείου ὄντα καὶ ἐν τῷ παρόντι τιμὴν ἔχοντα (Πλείσταρχον γὰρ τὸν Λεωνίδου ὄντα βασιλέα καὶ νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν), [1.132.2] ὑποψίας δὲ πολλὰς παρεῖχε τῇ τε παρανομίᾳ καὶ ζηλώσει τῶν βαρβάρων μὴ ἴσος βούλεσθαι εἶναι τοῖς παροῦσι, τά τε ἄλλα αὐτοῦ ἀνεσκόπουν, εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, καὶ ὅτι ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τῶν Μήδων ἀκροθίνιον, ἠξίωσεν ἐπιγράψασθαι αὐτὸς ἰδίᾳ τὸ ἐλεγεῖον τόδε·
Ἑλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων,
Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ᾽ ἀνέθηκε τόδε.
[1.132.3] τὸ μὲν οὖν ἐλεγεῖον οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα· τοῦ μέντοι Παυσανίου ἀδίκημα καὶ τότ᾽ ἐδόκει εἶναι, καὶ ἐπεί γε δὴ ἐν τούτῳ καθειστήκει, πολλῷ μᾶλλον παρόμοιον πραχθῆναι ἐφαίνετο τῇ παρούσῃ διανοίᾳ. [1.132.4] ἐπυνθάνοντο δὲ καὶ ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, καὶ ἦν δὲ οὕτως· ἐλευθέρωσίν τε γὰρ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς καὶ πολιτείαν, ἢν ξυνεπαναστῶσι καὶ τὸ πᾶν ξυγκατεργάσωνται. [1.132.5] ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς οὐδὲ τῶν Εἱλώτων μηνυταῖς τισὶ πιστεύσαντες ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτόν, χρώμενοι τῷ τρόπῳ ᾧπερ εἰώθασιν ἐς σφᾶς αὐτούς, μὴ ταχεῖς εἶναι περὶ ἀνδρὸς Σπαρτιάτου ἄνευ ἀναμφισβητήτων τεκμηρίων βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον, πρίν γε δὴ αὐτοῖς, ὡς λέγεται, ὁ μέλλων τὰς τελευταίας βασιλεῖ ἐπιστολὰς πρὸς Ἀρτάβαζον κομιεῖν, ἀνὴρ Ἀργίλιος, παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ καὶ πιστότατος ἐκείνῳ, μηνυτὴς γίγνεται, δείσας κατὰ ἐνθύμησίν τινα ὅτι οὐδείς πω τῶν πρὸ ἑαυτοῦ ἀγγέλων πάλιν ἀφίκετο, καὶ παρασημηνάμενος σφραγῖδα, ἵνα, ἢν ψευσθῇ τῆς δόξης ἢ καὶ ἐκεῖνός τι μεταγράψαι αἰτήσῃ, μὴ ἐπιγνῷ, λύει τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς ὑπονοήσας τι τοιοῦτον προσεπεστάλθαι καὶ αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν. [1.133.1] τότε δὴ οἱ ἔφοροι δείξαντος αὐτοῦ τὰ γράμματα μᾶλλον μὲν ἐπίστευσαν, αὐτήκοοι δὲ βουληθέντες ἔτι γενέσθαι αὐτοῦ Παυσανίου τι λέγοντος, ἀπὸ παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ Ταίναρον ἱκέτου οἰχομένου καὶ σκηνησαμένου διπλῆν διαφράγματι καλύβην, ἐς ἣν τῶν [τε] ἐφόρων ἐντός τινας ἔκρυψε, καὶ Παυσανίου ὡς αὐτὸν ἐλθόντος καὶ ἐρωτῶντος τὴν πρόφασιν τῆς ἱκετείας ᾔσθοντο πάντα σαφῶς, αἰτιωμένου τοῦ ἀνθρώπου τά τε περὶ αὐτοῦ γραφέντα καὶ τἆλλ᾽ ἀποφαίνοντος καθ᾽ ἕκαστον, ὡς οὐδὲν πώποτε αὐτὸν ἐν ταῖς πρὸς βασιλέα διακονίαις παραβάλοιτο, προτιμηθείη δ᾽ ἐν ἴσῳ τοῖς πολλοῖς τῶν διακόνων ἀποθανεῖν, κἀκείνου αὐτά τε ταῦτα ξυνομολογοῦντος καὶ περὶ τοῦ παρόντος οὐκ ἐῶντος ὀργίζεσθαι, ἀλλὰ πίστιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διδόντος τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀξιοῦντος ὡς τάχιστα πορεύεσθαι καὶ μὴ τὰ πρασσόμενα διακωλύειν. [1.134.1] ἀκούσαντες δὲ ἀκριβῶς τότε μὲν ἀπῆλθον οἱ ἔφοροι, βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει τὴν ξύλληψιν ἐποιοῦντο. λέγεται δ᾽ αὐτὸν μέλλοντα ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ, ἑνὸς μὲν τῶν ἐφόρων τὸ πρόσωπον προσιόντος ὡς εἶδε, γνῶναι ἐφ᾽ ᾧ ἐχώρει, ἄλλου δὲ νεύματι ἀφανεῖ χρησαμένου καὶ δηλώσαντος εὐνοίᾳ πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι δρόμῳ καὶ προκαταφυγεῖν· ἦν δ᾽ ἐγγὺς τὸ τέμενος. καὶ ἐς οἴκημα οὐ μέγα ὃ ἦν τοῦ ἱεροῦ ἐσελθών, ἵνα μὴ ὑπαίθριος ταλαιπωροίη, ἡσύχαζεν. [1.134.2] οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν, προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς ἀπέθανε παραχρῆμα. [1.134.4] καὶ αὐτὸν ἐμέλλησαν μὲν ἐς τὸν Καιάδαν [οὗπερ τοὺς κακούργους] ἐσβάλλειν· ἔπειτα ἔδοξε πλησίον που κατορύξαι. ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν οὗπερ ἀπέθανε (καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ προτεμενίσματι, ὃ γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι) καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγμένον δύο σώματα ἀνθ᾽ ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι. οἱ δὲ ποιησάμενοι χαλκοῦς ἀνδριάντας δύο ὡς ἀντὶ Παυσανίου ἀνέθεσαν. [1.135.1] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ τοῦ θεοῦ ἄγος κρίναντος, ἀντεπέταξαν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐλαύνειν αὐτό.

[1.131.1] Οι Λακεδαιμόνιοι τα πληροφορήθηκαν όλ᾽ αυτά και για τούτο τον ανακάλεσαν την πρώτη φορά. Όταν για δεύτερη φορά έφυγε χωρίς την άδειά τους με καράβι από την Ερμιόνη και άρχισε πάλι να έχει την ίδια συμπεριφορά και όταν οι Αθηναίοι τον ανάγκασαν, μετά από πολιορκία, να φύγει από το Βυζάντιο, δεν γύρισε στην Σπάρτη, αλλά πήγε κι εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας. Άρχισαν να φτάνουν πληροφορίες ότι βρίσκεται σε συνεννοήσεις με τους βαρβάρους και ότι, παρατείνοντας την διαμονή του εκεί, δεν σχεδίαζε τίποτε καλό. Τότε οι έφοροι δεν δίστασαν πια. Του έστειλαν κήρυκα με «σκυτάλη» και του έδωσαν διαταγή ν᾽ ακολουθήσει τον κήρυκα, αλλιώς θα τον κήρυτταν εχθρό της Σπάρτης. [1.131.2] Ο Παυσανίας, θέλοντας να προκαλέσει όσο το δυνατόν λιγότερες υποψίες και ελπίζοντας ότι με τις δωροδοκίες θα μπορούσε να απαλλαγεί από όσα του καταμαρτυρούσαν, γύρισε στην Σπάρτη για δεύτερη φορά. Στην αρχή οι έφοροι τον έριξαν στην φυλακή —οι έφοροι έχουν το δικαίωμα να φυλακίζουν τον βασιλέα— κι έπειτα κατάφερε να βγει από την φυλακή και δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να παρουσιαστεί σε δικαστήριο για να κριθεί από όποιον ήθελε να ελέγξει την διαγωγή του.
[1.132.1] Αλλά στην Σπάρτη ούτε οι αρχές ούτε οι εχθροί του είχαν καμιά σοβαρή απόδειξη ή στοιχεία αρκετά πειστικά, ώστε να καταδικαστεί πρόσωπο από βασιλικό γένος που ασκούσε μάλιστα τότε βασιλική εξουσία — ο γιoς του Λεωνίδα, Πλείσταρχος, ήταν ανήλικος και ο Παυσανίας, εξάδελφός του, ασκούσε την αντιβασιλεία. [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες, γιατί είχε παρακούσει και είχε μιμηθεί τον τρόπο ζωής των βαρβάρων, δείχνοντας ότι δεν τον ικανοποιούσε η κατάστασή του και ότι είχε άλλες φιλοδοξίες. Γι᾽ αυτό κι ανέτρεχαν στο παρελθόν του αναζητώντας στοιχεία που θα έδειχναν ότι είχε περιφρονήσει τους νόμους και θυμήθηκαν ότι άλλοτε είχε αξιώσει να γράφει επάνω στον τρίποδα που οι Έλληνες είχαν αφιερώσει στους Δελφούς από τα περσικά λάφυρα το ακόλουθο δίστιχο:
Ο αρχηγός των Ελλήνων, νικητών των Περσών,
Παυσανίας, αφιέρωσε το ανάθημα αυτό στον Φοίβο.
[1.132.3] Το δίστιχο αυτό, το είχαν σβήσει αμέσως, τότε, οι Λακεδαιμόνιοι και είχαν χαράξει τα ονόματα όλων των πόλεων που, μετά την κοινή τους νίκη εναντίον των βαρβάρων, είχαν προσφέρει το αφιέρωμα. Και τότε η πράξη αυτή του Παυσανία είχε θεωρηθεί παρανομία και τώρα την συνέδεαν με τη διαγωγή του κι έβλεπαν πως ήταν ανάλογη. Έμαθαν, επίσης, και ήταν αλήθεια, ότι είχε πλησιάσει τους Είλωτες. [1.132.4] Τους υποσχόταν να τους ελευθερώσει και να τους δώσει πολιτικά δικαιώματα αν επαναστατήσουν και τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. [1.132.5] Αλλά ακόμα και όταν μερικοί είλωτες τον καταγγείλαν, δεν το πίστεψαν και δεν θέλησαν να πάρουν μέτρα εναντίον του, ακολουθώντας σ᾽ αυτό τη συνήθειά τους να μην ενεργούν βιαστικά όταν πρόκειται για Σπαρτιάτη και να μην παίρνουν ανέκκλητες αποφάσεις χωρίς να έχουν αναμφισβήτητες αποδείξεις. Έτσι έμειναν τα πράγματα έως ότου, καθώς λέγεται, ο άνθρωπος που επρόκειτο να μεταφέρει στον Αρτάβαζο το τελευταίο γράμμα του Παυσανία προς τον Βασιλέα, ο Αργίλιος, που ήταν παιδικός του φίλος και του ήταν αφοσιωμένος, τον κατάγγειλε. Είχε φοβηθεί, γιατί είχε σκεφτεί ότι κανείς από τους προηγούμενους ταχυδρόμους δεν είχε επιστρέψει. Ξεσήκωσε την σφραγίδα ώστε να μην καταλάβει τίποτε ο Παυσανίας (για την περίπτωση που η υποψία του ήταν λανθασμένη ή για την περίπτωση που ο Παυσανίας θα ήθελε να αλλάξει κάτι στο κείμενο) και άνοιξε το γράμμα. Βρήκε, όπως το υποψιαζόταν, ότι μαζί με άλλα, υπήρχε διαταγή να τον σκοτώσουν.
[1.133.1] Όταν ο Αργίλιος έδειξε το γράμμα στους εφόρους, πείστηκαν για την ενοχή του Παυσανία, αλλά θέλησαν να τον ακούσουν τον ίδιο με τα αυτιά τους. Συμφώνησαν, λοιπόν, με τον Αργίλιο να πάει να προσπέσει ικέτης στον ιερό περίβολο του Ταινάρου όπου έστησε μια καλύβα χωρισμένη στα δύο μ᾽ ένα χώρισμα, πίσω απ᾽ το οποίο κρύφτηκαν μερικοί έφοροι. Και όταν ο Παυσανίας πήγε και τον βρήκε και τον ρώτησε γιατί είχε καταφύγει εκεί ικέτης, οι έφοροι τ᾽ άκουσαν όλα καθαρά. Ο Αργίλιος διαμαρτυρήθηκε στον Παυσανία για τα όσα είχε γράψει στο γράμμα, λέγοντάς τα όλα καταλεπτώς και θυμίζοντάς του ότι, ενώ τον είχε εξυπηρετήσει πιστά σ᾽ όλες του τις σχέσεις του με τον Βασιλέα, για αμοιβή τού όριζε την κοινή τύχη των άλλων ταχυδρόμων, δηλαδή τον θάνατο. Ο Παυσανίας τα παραδεχόταν όλα αυτά και ήθελε να κατευνάσει τον θυμό του. Του υποσχόταν κάθε ασφάλεια αν έφευγε απ᾽ τον ναό και τον πίεζε να ξεκινήσει αμέσως για να μην σταθεί εμπόδιο στις ενέργειές του.
[1.134.1] Αφού τα άκουσαν όλα, οι έφοροι αποσύρθηκαν. Ήσαν πια βέβαιοι κι ετοιμάστηκαν να τον συλλάβουν μέσα στην πόλη. Λέγεται ότι επρόκειτο να τον συλλάβουν στον δρόμο, αλλά ότι αυτός, βλέποντας έναν έφορο να πλησιάζει, κατάλαβε, από την έκφραση του προσώπου του, ποιός ήταν ο σκοπός του, και κάποιος άλλος έφορος, που τον συμπαθούσε, του έκανε κρυφό νόημα. Έτρεξε προς τον ναό της Χαλκιοίκου και πρόφτασε να καταφύγει εκεί, επειδή το ιερό δεν ήταν μακριά. Μπήκε σ᾽ ένα μικρό κτίριο, μέσα στον ιερό περίβολο, για να μην ταλαιπωρηθεί στο ύπαιθρο, κι έμεινε εκεί. [1.134.2] Οι έφοροι δεν τον πρόφτασαν για να τον πιάσουν και όταν βεβαιώθηκαν ότι βρισκόταν μέσα στο κτίριο, αφαίρεσαν την στέγη, έχτισαν τις πόρτες κι έβαλαν φρουρά, για να πεθάνει από πείνα. [1.134.3] Όταν κόντευε να ξεψυχήσει, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό ενώ ανέπνεε ακόμα, αλλά μόλις τον έβγαλαν πέθανε. [1.134.4] Στην αρχή αποφάσισαν να τον ρίξουν στον Καιάδα, όπου ρίχνουν τους κακούργους, αλλά έπειτα αποφάσισαν να τον θάψουν εκεί κοντά. Όμως ο θεός των Δελφών παράγγειλε με χρησμό στους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφο του εκεί που πέθανε. Βρίσκεται πάντα στην είσοδο του ιερού χώρου καθώς το μαρτυράει μια επιγραφή επάνω σε στήλη. Επειδή τα όσα είχαν κάνει ήσαν άγος, ο θεός τούς παράγγειλε ν᾽ αποδώσουν στην Χαλκίοικο θεά δύο σώματα αντί ένα. Οι Λακεδαιμόνιοι κατασκεύασαν δύο ανδριάντες από χαλκό και τους αφιέρωσαν στον ναό σαν εξαγορά για τον θάνατο του Παυσανία.
[1.135.1] Οι Αθηναίοι, με την δικαιολογία ότι και ο θεός το είχε θεωρήσει άγος, ζήτησαν κι εκείνοι από τους Λακεδαιμονίους να το εξαγνίσουν.