17. ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΝ Αρχή και τέλος της ωδής ο Ζευς ας είναι, ω Μούσαι,
όταν στον πρώτο απ᾽ τους θεούς πλέκομ᾽ εμείς τραγούδια·
κι ο Πτολεμαίος που δείχνεται πρώτος μες στους ανθρώπους
κι αυτός ας είναι στην αρχή, στη μέση και στο τέλος.
5Οι ήρωες, που γεννήθηκαν από τους ημιθέους,
σοφούς εβρήκαν ποιητάς στ᾽ ανδραγαθήματά των·
κι εγώ, που ξέρω να επαινώ, τον Πτολεμαίο θα ψάλω·
γιατί τους ύμνους κι οι θεοί τους έχουν για καμάρι.
Καθώς μες σε βαθύσκιωτο, πυκνόδεντρο λαγκάδι
10ο ξυλοκόπος που ᾽ρχεται δεν ξέρει πού ν᾽ αρχίσει,
έτσι δεν ξέρω μήδ᾽ εγώ τί να πρωτοδιαλέξω
απ᾽ όσα εδώκαν οι θεοί στο βασιλέα εκείνο.
Ο ξακουστός πατέρας του, ο Πτολεμαίος του Λάγου,
δείχνονταν πάντοτ᾽ άξιος έργα τρανά να κάνει,
15που μήτε να τα στοχασθούν οι άλλοι δεν μπορούσαν.
Εκείνος αξιώθηκεν αθάνατος να γίνει
και στα παλάτια του Διός θρόνος χρυσός τού εστήθη.
Στο πλάγι του ο Αλέξανδρος που οι Πέρσαι τονε τρέμουν·
20αντίκρυ, στέρεος και γερός, διαμαντοστολισμένος,
στέκετ᾽ ο θρόνος του Ηρακλή του αντρείου κενταυροφόνου·
εκεί κι εκείνος χαίρεται μ᾽ όλους μαζί τους άλλους
το φαγοπότι των θεών, και μυριοκαμαρώνει
τ᾽ αγγόνια του, που απόσβησεν ο Ζευς τα γηρατειά των
25κι εγίνηκαν αθάνατοι οι απόγονοί του εκείνοι.
Γιατ᾽ η γενιά των και των δυο κρατά απ᾽ τον Ηρακλείδη
και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα.
Όταν χορτάσει πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ
κι έρχεται στης γυναίκας του να γείρει την αγκάλη,
30στον ένα τη φαρέτρα του δίνει και το δοξάρι,
στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του·
Κι αυτοί κρατώντας τ᾽ άρματα, τον φέρνουνε κι οι δυο των
το γιο του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.
|