Ύπατε συ, που την Ολυμπία απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη εξουσιάζεις, [στρ. β]
25στα χρόνια που θα ᾽ρθουν
μη δείξεις φθόνο για τα τραγούδια μου, πατέρα Δία.
Άβλαφτο κράτησε τούτο τον λαό
και κάνε συ του Ξενοφώντα η μοίρα με άνεμο ούριο ν᾽ αρμενίζει
και δέξου για τα στεφάνια που κέρδισε το καθιερωμένο
γιορταστικό τραγούδι που από της Πίσας τα πεδία τον φέρνει
30αντάμα για του πένταθλου τη νίκη
και του σταδίου τον δρόμο· κατάφερε
ό,τι άλλος θνητός δεν πέτυχε ως τώρα.
Σελίνου δυο τον έστεψαν πλεξίδες, [αντ. β]
όταν στα Ίσθμια
εφάνη, αλλ᾽ ούτε κι η Νεμέα τού εναντιώθη,
35και στου Αλφειού τις όχθες ο πατέρας του, ο Θεσσαλός,
αφιέρωσε τη λάμψη των ποδιών του.
Και στην Πυθώνα την ίδια μέρα ο ήλιος φώτισε
τις νίκες του στον δρόμο του σταδίου και του διαύλου,
και μες στην κακοτράχαλη Αθήνα,
τον ίδιο μήνα, μια μέρα γοργοφτέρουγη
έστεψε την κόμη του με τρία λαμπρά στεφάνια·
40και οι αγώνες οι Ελλώτιοι μ᾽ εφτά. [επωδ. β]
Και για τις τελετές του Ποσειδώνα ανάμεσα στις δύο θάλασσες,
θα χρειαζόταν μεγαλύτερο τραγούδι, για να υμνήσω
τον πατέρα του, τον Πτοιόδωρο, τον Τερψία και τον Ερίτιμο.
Και όσο για τους Δελφούς, όπου αριστέψατε,
και για του λιονταριού τη λόχμη, με πολλούς παραβγαίνω
45τραγουδώντας το πλήθος των επιτυχιών,
γιατί κι εγώ δεν θα ᾽ξερα
πώς της θάλασσας την άμμο να μετρήσω.
|