Μόλις επήρε να χαράζει, φάνηκε ροδοδάχτυλη η Αυγή.
Εκείνος φόρεσε αμέσως χλαμύδα και χιτώνα, ο Οδυσσέας·
230εκείνη, η νεράιδα, ντύθηκε ρούχο κάτασπρο, μακρύ, χαριτωμένο,
αραχνοΰφαντο, και ζώστηκε στη μέση της ζώνη χρυσή
κι ωραία, ρίχνοντας στο κεφάλι της μαντίλα.
Κι ευθύς πήρε να σκέφτεται τον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Του δίνει ένα διπλό πελέκι κοφτερό, χάλκινο και μεγάλο,
καλάρμοστο στο χέρι, οπλισμένο μ᾽ όμορφο στειλιάρι,
τέλεια στεριωμένο, από ξύλο ελιάς.
Του ᾽δωσε και σκερπάνι ακονισμένο, και πρώτη
βγήκε στον δρόμο που τραβά στην άκρη του νησιού,
όπου και τα μεγάλα δέντρα υψώνονταν:
σκλήθρες και λεύκες, ουρανομήκη έλατα — στεγνά, κατάξερα,
240για να μπορούν ανάλαφρα να πλέουν.
Τα δέντρα τα ψηλά τού δείχνει, και ξαναγύρισε
προς τη σπηλιά η Καλυψώ θεόμορφη.
Εκείνος άρχισε να κόβει τους κορμούς (γρήγορα πήγαινε η δουλειά),
συμπλήρωσε τους είκοσι κομμένους
και τους πελέκησε με τον χαλκό τους κλώνους,
τους έξυσε μετά και τους εστάθμισε, για να ᾽ναι ίσοι.
Στην ώρα της, θεόμορφη κι η Καλυψώ φέρνει τα τρύπανα.
Κι αυτός τα ξύλα τρύπησε και τα σοφίλιασε,
ταιριάζοντάς τα με ξύλινα καρφιά κι αρμούς.
Όσο φαρδύ τορνεύει μάστορης που κατέχει την τέχνη του άριστα
250τον πάτο καραβιού για φόρτωμα,
τόσο φαρδιά κι ο Οδυσσέας την έφτιαξε την πλάβα,
στεριώνοντας τα ίκρια με πολλά στραβόξυλα,
ώσπου απλώνοντας μακριές σανίδες τέλειωσε την κουβέρτα.
Τότε και το κατάρτι το έμπηξε στη μέση μ᾽ αντένα ταιριασμένη,
και το τιμόνι το μαστόρεψε, να ᾽ναι ο κυβερνήτης του.
Ύστερα τη σχεδία περίφραξε, στο κύμα για ν᾽ αντέχει,
με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
Και ξαναφτάνει η Καλυψώ θεόμορφη με το λινό για τα πανιά·
καλά κι αυτά τα μαστορεύει.
260Τα ξάρτια και τα κάτω καραβόσχοινα της έδεσε,
και με φαλάγγια τη σχεδία τη σέρνει και τη ρίχνει
στο θείο κύμα της θαλάσσης.
Είχε πια συμπληρώσει μέρες τέσσερις, ώσπου τα τέλειωσε όλα.
Στην πέμπτη μέρα η Καλυψώ θεόμορφη τον ξεπροβόδισε
απ᾽ το νησί της, αφού τον έλουσε η ίδια και του φόρεσε
ρούχα που μοσχομύριζαν.
Του έβαλε μέσα κι ένα ασκί, μαύρο κρασί γιομάτο·
και δεύτερο, ακόμη πιο μεγάλο, με νερό· κι ένα δισάκι
με τα τρόφιμα και τα προσφάγια, νόστιμα όλα και πολλά.
Του στέλνει και τον ούριο άνεμο, άβλαβο και γλυκό.
Όλος χαρά ο θείος Οδυσσέας κι αγαλλίαση,
με πρίμο αγέρι σήκωσε τα πανιά, κάθησε στο τιμόνι
270και το κυβέρνησε με τέχνη.
Ύπνος δεν έπεσε στα βλέφαρά του, αλλά κοιτούσε συνεχώς την Πούλια,
τον Βουκόλο που δύει αργά, την Άρκτο που τη λεν κι Αμάξι·
δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει
τον Ωρίωνα, και μόνη αυτή δεν λέει να πέσει στα λουτρά του Ωκεανού.
Η Καλυψώ η θεόμορφη τον είχε ορμηνέψει,
αυτό το αστέρι πάντοτε να το ᾽χει ποντοπορώντας
στο ζερβό του χέρι.
Και ποντοπόρησε μέρες δεκαεφτά· στη δέκατη όγδοη
πήραν να φαίνονται, στο μέρος του νησιού που πρόβλεψε,
280βαθύσκιωτα της Φαιακίδας τα βουνά·
έμοιαζαν σαν ασπίδα, στο πέλαγο το αχνό αφημένη.
Όμως τον είδε ανεβαίνοντας απ᾽ τους Αιθίοπες
ο μέγας Ποσειδών που σείει τη γη· από μακριά το μάτι του τον πήρε,
από τα όρη των Σολύμων, ν᾽ αρμενίζει στο ανοιχτό το πέλαγος·
χολώθηκε βαριά, και το κεφάλι του κουνώντας είπε μόνος του:
«Αλίμονο. Έτσι λοιπόν και τόσο οι θεοί άλλαξαν γνώμη,
όσο εγώ βρισκόμουν στους Αιθίοπες;
Και να τος τώρα ο Οδυσσέας, τόσο κοντά
στη χώρα των Φαιάκων, όπου του μέλλεται πως θα ξεφύγει
από το δίχτυ της μεγάλης που τον βρήκε συμφοράς.
290Όμως κι εγώ το λέω, θα χορτάσει για καλά τη μαύρη μοίρα του.»
|