(Εμφανίζονται στο θεολογείο οι Διόσκουροι.)
ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ
Της χώρας βασιλιά, Θεοκλύμενε, άκου·
συγκράτησε τον άπρεπο θυμό σου·
οι Διόσκουροι μιλούν, οι γιοι της Λήδας,
τ᾽ αδέρφια της Ελένης που ᾽χει φύγει
απ᾽ το παλάτι σου· γραφτό δεν ήταν
γυναίκα σου να γίνει· μη θυμώνεις.
Η κόρη της Νηρηίδας, η αδερφή σου
Θεονόη δε σ᾽ αδικεί που δείχνει σέβας
στους νόμους των θεών και στου γονιού σου
1650τις δίκαιες εντολές. Όριζε η μοίρα
στο σπίτι σου να μείνει ως τώρα μόνο·
όταν συθέμελα την Τροία γκρεμίσαν,
τ᾽ όνομα της Ελένης δεν χρειαζόταν
στους θεούς άλλο· πρέπει αυτή να ζήσει
με τον παλιό της άντρα και μαζί του
στο σπιτικό της να γυρίσει πίσω.
Λοιπόν, στην αδερφή σου μην υψώσεις
το μαύρο σου σπαθί και να το ξέρεις
πως φρόνιμα έχει πράξει. Την Ελένη,
αφού θεούς μάς έκαμεν ο Δίας,
θα ᾽χαμε σώσει από καιρό· όμως στέκουν
1660άλλοι θεοί κι η Μοίρα πάνωθέ μας
κι έτσι το θέλησαν· αυτά για σένα·
στην αδερφή μας τούτα προφητεύω:
Πήγαινε με τον άντρα σου και πρίμος
αγέρας θα φυσάει· από κοντά σας,
εμείς, τα δυο σου αδέρφια, θα βοηθούμε,
στο κύμα καβαλάρηδες, να φτάσεις
στη Σπάρτη. Κι όταν πια θα τελειώσουν
οι μέρες της ζωής σου και πεθάνεις,
θεά θα ονομαστείς κι απ᾽ τους ανθρώπους,
μαζί με μας, θα δέχεσαι θυσίες
και δώρα, όπως έχει ορίσει ο Δίας.
Και το νησί που απλώνεται σε μάκρος
στην Αττική ξαγνάντια σα φρουρός της,
Ελένη θα το λεν, γιατί σ᾽ εκείνο
1670σε πρωτοπήγ᾽ ο Ερμής, όταν σε πήρε
από το σπίτι σου και στον ουράνιο
δρόμο σ᾽ ανέβασε, για να ξεφύγεις
τον έρωτα του Πάρη. Στων Μακάρων
τα νησιά ο πολυπλάνητος θα πάει
Μενέλαος· οι θεοί τ᾽ αποφασίσαν·
ποτέ για τους καλούς δεν νιώθουν μίσος,
στους ταπεινούς μονάχα στέλνουν πόνους.
1680ΘΕΟ. Τέκνα της Λήδας και του Δία, θα πάψω
την έχθρα μου για την Ελένη κι ούτε
την αδερφή μου θα σκοτώσω. Ας πάει
πίσω στην Σπάρτη, αφού οι θεοί το θέλουν.
Να ξέρετε πως είν᾽ η αδερφή σας
γεμάτη ευγένεια και φρονιμάδα.
Να καμαρώνετε για τους καλούς της
τρόπους, χαρίσματα που λίγες τα ᾽χουν.
(Φεύγουν οι Διόσκουροι.)
ΧΟΡ. Οι γνώμες αλλάζουν ολοένα
των θεών κι απ᾽ τα ανέλπιστα πλήθος
ξετελεύουν αυτοί κι όσα πρόσμενες
1690δεν βρίσκουν τη λύση τους· όμως
στ᾽ αναπάντεχο ο θεός δίνει τέρμα.
Έτσι τέλειωσε τούτ᾽ η ιστορία.
|