Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (20.1-20.12)


[20.1] Ἐνταῦθα δὴ ἐγὼ εἶπον· Πῶς οὖν, ὦ Ἰσχόμαχε, εἰ οὕτω γε καὶ ῥᾴδιά ἐστι μαθεῖν τὰ περὶ τὴν γεωργίαν καὶ πάντες ὁμοίως ἴσασιν ἃ δεῖ ποιεῖν, οὐχὶ καὶ πάντες πράττουσιν ὁμοίως, ἀλλ᾽ οἱ μὲν αὐτῶν ἀφθόνως τε ζῶσι καὶ περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δ᾽ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα δύνανται πορίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ προσοφείλουσιν;
[20.2] Ἐγὼ δή σοι λέξω, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος. οὐ γὰρ ἡ ἐπιστήμη οὐδ᾽ ἡ ἀνεπιστημοσύνη τῶν γεωργῶν ἐστιν ἡ ποιοῦσα τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι· [20.3] οὐδ᾽ ἂν ἀκούσαις, ἔφη, λόγου οὕτω διαθέοντος ὅτι διέφθαρται ὁ οἶκος, διότι οὐχ ὁμαλῶς ὁ σπορεὺς ἔσπειρεν, οὐδ᾽ ὅτι οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄρχους ἐφύτευσεν, οὐδ᾽ ὅτι ἀγνοήσας τις τὴν [γῆν] φέρουσαν ἀμπέλους ἐν ἀφόρῳ ἐφύτευσεν, οὐδ᾽ ὅτι ἠγνόησέ τις ὅτι ἀγαθόν ἐστι τῷ σπόρῳ νεὸν προεργάζεσθαι, οὐδ᾽ ὅτι ἠγνόησέ τις ὡς ἀγαθόν ἐστι τῇ γῇ κόπρον μιγνύναι· [20.4] ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔστιν ἀκοῦσαι, ἁνὴρ οὐ λαμβάνει σῖτον ἐκ τοῦ ἀγροῦ· οὐ γὰρ ἐπιμελεῖται ὡς αὐτῷ σπείρηται ἢ ὡς κόπρος γίγνηται. οὐδ᾽ οἶνον ἔχει ἁνήρ· οὐ γὰρ ἐπιμελεῖται ὡς φυτεύσῃ ἀμπέλους οὐδὲ αἱ οὖσαι ὅπως φέρωσιν αὐτῷ. οὐδὲ ἔλαιον οὐδὲ σῦκα ἔχει ἁνήρ· οὐ γὰρ ἐπιμελεῖται οὐδὲ ποιεῖ ὅπως ταῦτα ἔχῃ. [20.5] τοιαῦτ᾽, ἔφη, ἐστίν, ὦ Σώκρατες, ἃ διαφέροντες ἀλλήλων οἱ γεωργοὶ διαφερόντως καὶ πράττουσι πολὺ μᾶλλον ἢ [οἱ] δοκοῦντες σοφόν τι ηὑρηκέναι εἰς τὰ ἔργα. [20.6] καὶ οἱ στρατηγοὶ ἔστιν ἐν οἷς τῶν στρατηγικῶν ἔργων οὐ γνώμῃ διαφέροντες ἀλλήλων οἱ μὲν βελτίονες οἱ δὲ χείρονές εἰσιν, ἀλλὰ σαφῶς ἐπιμελείᾳ. ἃ γὰρ καὶ οἱ στρατηγοὶ γιγνώσκουσι πάντες καὶ τῶν ἰδιωτῶν οἱ πλεῖστοι, ταῦτα οἱ μὲν ποιοῦσι τῶν ἀρχόντων οἱ δ᾽ οὔ. [20.7] οἷον καὶ τόδε γιγνώσκουσιν ἅπαντες ὅτι διὰ πολεμίας πορευομένους βέλτιόν ἐστι τεταγμένους πορεύεσθαι οὕτως ὡς ἂν ἄριστα μάχοιντο, εἰ δέοι. τοῦτο τοίνυν γιγνώσκοντες οἱ μὲν ποιοῦσιν οὕτως οἱ δ᾽ οὐ ποιοῦσι. [20.8] φυλακὰς ἅπαντες ἴσασιν ὅτι βέλτιόν ἐστι καθιστάναι καὶ ἡμερινὰς καὶ νυκτερινὰς πρὸ τοῦ στρατοπέδου. ἀλλὰ καὶ τούτου οἱ μὲν ἐπιμελοῦνται ὡς ἔχῃ οὕτως, οἱ δ᾽ οὐκ ἐπιμελοῦνται. [20.9] ὅταν τε αὖ διὰ στενοπόρων ἴωσιν, οὐ πάνυ χαλεπὸν εὑρεῖν ὅστις οὐ γιγνώσκει ὅτι προκαταλαμβάνειν τὰ ἐπίκαιρα κρεῖττον ἢ μή; ἀλλὰ καὶ τούτου οἱ μὲν ἐπιμελοῦνται οὕτω ποιεῖν, οἱ δ᾽ οὔ. [20.10] ἀλλὰ καὶ κόπρον λέγουσι μὲν πάντες ὅτι ἄριστον εἰς γεωργίαν ἐστὶ καὶ ὁρῶσι δὲ αὐτομάτην γιγνομένην· ὅμως δὲ καὶ ἀκριβοῦντες ὡς γίγνεται, καὶ ῥᾴδιον ὂν πολλὴν ποιεῖν, οἱ μὲν καὶ τούτου ἐπιμελοῦνται ὅπως ἁθροίζηται, οἱ δὲ παραμελοῦσι. [20.11] καίτοι ὕδωρ μὲν ὁ ἄνω θεὸς παρέχει, τὰ δὲ κοῖλα πάντα τέλματα γίγνεται, ἡ γῆ δὲ ὕλην παντοίαν παρέχει, καθαίρειν δὲ δεῖ τὴν γῆν τὸν μέλλοντα σπείρειν· ἃ δ᾽ ἐκποδὼν ἀναιρεῖται, ταῦτα εἴ τις ἐμβάλλοι εἰς τὸ ὕδωρ, ὁ χρόνος ἤδη αὐτὸς ἂν ποιοίη οἷς ἡ γῆ ἥδεται. ποία μὲν γὰρ ὕλη, ποία δὲ γῆ ἐν ὕδατι στασίμῳ οὐ κόπρος γίγνεται; [20.12] καὶ ὁπόσα δὲ θεραπείας δεῖται ἡ γῆ, ὑγροτέρα γε οὖσα πρὸς τὸν σπόρον ἢ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, καὶ ταῦτα γιγνώσκουσι μὲν πάντες καὶ ὡς τὸ ὕδωρ ἐξάγεται τάφροις καὶ ὡς ἡ ἅλμη κολάζεται μιγνυμένη πᾶσι τοῖς ἀνάλμοις, καὶ ὑγροῖς [τε] καὶ ξηροῖς· ἀλλὰ καὶ τούτων ἐπιμελοῦνται οἱ μὲν οἱ δ᾽ οὔ.


[20.1] Τότε πια εγώ είπα: «Πώς λοιπόν, Ισχόμαχε, αν είναι τόσο εύκολο να μάθουν οι άνθρωποι τις γεωργικές εργασίες και όλοι ξέρουν το ίδιο όσα πρέπει να κάνουν, δεν βρίσκονται όλοι στην ίδια οικονομική κατάσταση, αλλά άλλοι από αυτούς ζουν με άφθονα αγαθά και έχουν και περισσεύματα, ενώ άλλοι δεν μπορούν να προσπορίζονται από τη γεωργία ούτε και τα απαραίτητα, και επιπλέον έχουν χρέη;»
[20.2] «Θα σου εξηγήσω αμέσως, Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος. «Δεν είναι η εμπειρία ούτε και η απειρία των γεωργών αυτή που κάνει άλλους να ευπορούν και άλλους να δυστυχούν· [20.3] δεν θα ακούσεις, είπε, να διαδίδεται π.χ. αυτή η φήμη, ότι καταστράφηκε το νοικοκυριό ενός γεωργού γιατί ο σπορέας δεν έσπειρε κανονικά τον σπόρο, ούτε και γιατί ο γεωργός δεν φύτεψε κανονικά τις σειρές των φυτών· ούτε γιατί από άγνοια της γης όπου ευδοκιμεί το αμπέλι το φύτεψε σε άγονο έδαφος· ούτε γιατί κάποιος αγνόησε ότι είναι καλό να οργώνει από πριν το ακαλλιέργητο χωράφι για να το σπείρει· ούτε κάποιος αγνόησε ότι είναι καλό να ανακατεύει κοπριά με το χώμα· [20.4] αλλά πολύ περισσότερο είναι δυνατό να ακούσεις: ο άνθρωπος αυτός δεν έχει παραγωγή σταριού από το χωράφι του, γιατί δεν φροντίζει πώς να το σπέρνει ή να το λιπαίνει για το καλό του· ή ο τάδε γεωργός δεν έχει κρασί, γιατί δεν φροντίζει πώς να φυτέψει αμπέλια, ούτε και αυτά που έχει πώς να του φέρουν ωφέλιμο καρπό. Ή να ο άλλος, δεν έχει ούτε λάδι ούτε και σύκα, γιατί δεν φροντίζει ούτε εργάζεται για να τα έχει αυτά. [20.5] Σε αυτά περισσότερο διαφέρουν μεταξύ τους οι γεωργοί, με αποτέλεσμα να διαφέρουν και στην ευπορία, παρά στο να φαίνονται μερικοί ότι έχουν βρει κάποια σοφή μέθοδο για την εργασία τους. [20.6] Και οι στρατηγοί δεν είναι ότι διαφέρουν μεταξύ τους: άλλοι δηλαδή είναι καλύτεροι, άλλοι χειρότεροι, αλλά διαφέρουν σαφώς στην επιμέλεια σε μερικά στρατιωτικά έργα. Γιατί όσα ξέρουν όλοι οι στρατηγοί τα ξέρουν και οι πιο πολλοί ιδιώτες, αλλά αυτά άλλοι από τους αρχηγούς του στρατού τα εφαρμόζουν, ενώ άλλοι όχι. [20.7] Για παράδειγμα, αυτό το ξέρουν όλοι, ότι είναι καλύτερο να προχωρούν συντεταγμένοι, όταν βαδίζουν σε εχθρική περιοχή, ούτως ώστε να μάχονται με τον πιο σωστό τρόπο, αν θα χρειαστεί. Αυτό, παρόλο που το ξέρουν, άλλοι το εφαρμόζουν στην πράξη, ενώ άλλοι όχι. [20.8] Όλοι ξέρουν ότι είναι καλύτερο να εγκαθιστούν φρουρούς την ημέρα και τη νύκτα μπροστά από το στρατόπεδο· αλλά ακόμη και αυτό, άλλοι το φροντίζουν για να γίνεται έτσι, ενώ άλλοι δεν το φροντίζουν. [20.9] Όταν πάλι προχωρούν σε στενά περάσματα, δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς άνθρωπο που να μη γνωρίζει ότι είναι καλύτερο να καταλάβουν από πριν τις επίκαιρες θέσεις, ή μήπως όχι; Αλλά και αυτό, άλλοι φροντίζουν έτσι να το κάνουν και άλλοι όχι. [20.10] Επίσης, για την κοπριά όλοι συμφωνούν ότι είναι ό,τι καλύτερο για τη γεωργία και βλέπουν ότι γίνεται από μόνη της· όμως, αν και έχουν εξακριβώσει πώς γίνεται, και αν και είναι εύκολο να κάνουν πολλή, άλλοι φροντίζουν πώς θα συγκεντρωθεί, ενώ άλλοι το παραμελούν. [20.11] Και βέβαια ο θεός από πάνω ρίχνει νερό, ώστε όλα τα κοιλώματα γίνονται τέλματα και το χώμα γεμίζει από κάθε είδος αγριόχορτα και πρασινάδα, πρέπει μόνο να καθαρίσει τη γη αυτός που θα σπείρει. Και όσα παραμερίζει από το χωράφι, αυτά, αν τα ρίξει μέσα στο νερό, ο χρόνος πια ο ίδιος θα κάνει το χόρτο λίπασμα, με το οποίο η γη ευχαριστιέται. Γιατί ποιό χόρτο και ποιό χώμα δεν γίνεται λίπασμα σε στάσιμο νερό; [20.12] Και πόση περιποίηση χρειάζεται το χώμα, όταν είναι πιο υγρό για τη σπορά ή πιο αλμυρό για το φύτεμα, και αυτά τα ξέρουν όλοι· και πώς βγαίνει το νερό με χαντάκια, και πώς μετριάζεται η αλμύρα, αν αναμειχθεί με όλα τα μη αλμυρά και τα υγρά και τα ξερά. Αλλά ακόμη και γι᾽ αυτά άλλοι φροντίζουν, ενώ άλλοι όχι.