Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (404a-406b)

[404a] Ἆρ᾽ οὖν ἡ τῶνδε τῶν ἀσκητῶν ἕξις προσήκουσ᾽ ἂν εἴη τούτοις;
Ἴσως.
Ἀλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὑπνώδης αὕτη γέ τις καὶ σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν. ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅτι καθεύδουσί τε τὸν βίον καί, ἐὰν σμικρὰ ἐκβῶσιν τῆς τεταγμένης διαίτης, μεγάλα καὶ σφόδρα νοσοῦσιν οὗτοι οἱ ἀσκηταί;
Ὁρῶ.
Κομψοτέρας δή τινος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀσκήσεως δεῖ τοῖς πολεμικοῖς ἀθληταῖς, οὕς γε ὥσπερ κύνας ἀγρύπνους τε ἀνάγκη εἶναι καὶ ὅτι μάλιστα ὀξὺ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν καὶ πολλὰς μεταβολὰς ἐν ταῖς στρατείαις μεταβάλλοντας ὑδάτων [404b] τε καὶ τῶν ἄλλων σίτων καὶ εἱλήσεων καὶ χειμώνων μὴ ἀκροσφαλεῖς εἶναι πρὸς ὑγίειαν.
Φαίνεταί μοι.
Ἆρ᾽ οὖν ἡ βελτίστη γυμναστικὴ ἀδελφή τις ἂν εἴη τῆς ἁπλῆς μουσικῆς ἣν ὀλίγον πρότερον διῇμεν;
Πῶς λέγεις;
Ἁπλῆ που καὶ ἐπιεικὴς γυμναστική, καὶ μάλιστα ἡ τῶν περὶ τὸν πόλεμον.
Πῇ δή;
Καὶ παρ᾽ Ὁμήρου, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά γε τοιαῦτα μάθοι ἄν τις. οἶσθα γὰρ ὅτι ἐπὶ στρατιᾶς ἐν ταῖς τῶν ἡρώων ἑστιάσεσιν οὔτε ἰχθύσιν αὐτοὺς ἑστιᾷ, καὶ ταῦτα ἐπὶ [404c] θαλάττῃ ἐν Ἑλλησπόντῳ ὄντας, οὔτε ἑφθοῖς κρέασιν ἀλλὰ μόνον ὀπτοῖς, ἃ δὴ μάλιστ᾽ ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα· πανταχοῦ γὰρ ὡς ἔπος εἰπεῖν αὐτῷ τῷ πυρὶ χρῆσθαι εὐπορώτερον ἢ ἀγγεῖα συμπεριφέρειν.
Καὶ μάλα.
Οὐδὲ μὴν ἡδυσμάτων, ὡς ἐγᾦμαι, Ὅμηρος πώποτε ἐμνήσθη. ἢ τοῦτο μὲν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἴσασιν, ὅτι τῷ μέλλοντι σώματι εὖ ἕξειν ἀφεκτέον τῶν τοιούτων ἁπάντων;
Καὶ ὀρθῶς γε, ἔφη, ἴσασί τε καὶ ἀπέχονται.
[404d] Συρακοσίαν δέ, ὦ φίλε, τράπεζαν καὶ Σικελικὴν ποικιλίαν ὄψου, ὡς ἔοικας, οὐκ αἰνεῖς, εἴπερ σοι ταῦτα δοκεῖ ὀρθῶς ἔχειν.
Οὔ μοι δοκῶ.
Ψέγεις ἄρα καὶ Κορινθίαν κόρην φίλην εἶναι ἀνδράσιν μέλλουσιν εὖ σώματος ἕξειν.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Οὐκοῦν καὶ Ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εἶναι εὐπαθείας;
Ἀνάγκη.
Ὅλην γὰρ οἶμαι τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν τῇ μελοποιίᾳ τε καὶ ᾠδῇ τῇ ἐν τῷ παναρμονίῳ καὶ ἐν πᾶσι [404e] ῥυθμοῖς πεποιημένῃ ἀπεικάζοντες ὀρθῶς ἂν ἀπεικάζοιμεν.
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐκοῦν ἐκεῖ μὲν ἀκολασίαν ἡ ποικιλία ἐνέτικτεν, ἐνταῦθα δὲ νόσον, ἡ δὲ ἁπλότης κατὰ μὲν μουσικὴν ἐν ψυχαῖς σωφροσύνην, κατὰ δὲ γυμναστικὴν ἐν σώμασιν ὑγίειαν;
Ἀληθέστατα, ἔφη.
[405a] Ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθυουσῶν ἐν πόλει ἆρ᾽ οὐ δικαστήριά τε καὶ ἰατρεῖα πολλὰ ἀνοίγεται, καὶ δικανική τε καὶ ἰατρικὴ σεμνύνονται, ὅταν δὴ καὶ ἐλεύθεροι πολλοὶ καὶ σφόδρα περὶ αὐτὰ σπουδάζωσιν;
Τί γὰρ οὐ μέλλει;
Τῆς δὲ κακῆς τε καὶ αἰσχρᾶς παιδείας ἐν πόλει ἆρα μή τι μεῖζον ἕξεις λαβεῖν τεκμήριον ἢ τὸ δεῖσθαι ἰατρῶν καὶ δικαστῶν ἄκρων μὴ μόνον τοὺς φαύλους τε καὶ χειροτέχνας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν ἐλευθέρῳ σχήματι προσποιουμένους [405b] τεθράφθαι; ἢ οὐκ αἰσχρὸν δοκεῖ καὶ ἀπαιδευσίας μέγα τεκμήριον τὸ ἐπακτῷ παρ᾽ ἄλλων, ὡς δεσποτῶν τε καὶ κριτῶν, τῷ δικαίῳ ἀναγκάζεσθαι χρῆσθαι, καὶ ἀπορίᾳ οἰκείων;
Πάντων μὲν οὖν, ἔφη, αἴσχιστον.
Ἦ δοκεῖ σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, τούτου αἴσχιον εἶναι τοῦτο, ὅταν δή τις μὴ μόνον τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβηται, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ ἀπειροκαλίας ἐπ᾽ αὐτῷ δὴ τούτῳ πεισθῇ καλλωπίζεσθαι, ὡς δεινὸς [405c] ὢν περὶ τὸ ἀδικεῖν καὶ ἱκανὸς πάσας μὲν στροφὰς στρέφεσθαι, πάσας δὲ διεξόδους διεξελθὼν ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος, ὥστε μὴ παρασχεῖν δίκην, καὶ ταῦτα σμικρῶν τε καὶ οὐδενὸς ἀξίων ἕνεκα, ἀγνοῶν ὅσῳ κάλλιον καὶ ἄμεινον τὸ παρασκευάζειν τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαι νυστάζοντος δικαστοῦ;
Οὔκ, ἀλλὰ τοῦτ᾽, ἔφη, ἐκείνου ἔτι αἴσχιον.
Τὸ δὲ ἰατρικῆς, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεῖσθαι ὅτι μὴ τραυμάτων ἕνεκα ἤ τινων ἐπετείων νοσημάτων ἐπιπεσόντων, ἀλλὰ δι᾽ [405d] ἀργίαν τε καὶ δίαιταν οἵαν διήλθομεν, ῥευμάτων τε καὶ πνευμάτων ὥσπερ λίμνας ἐμπιμπλαμένους φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας, οὐκ αἰσχρὸν δοκεῖ;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη· ὡς ἀληθῶς καινὰ ταῦτα καὶ ἄτοπα νοσημάτων ὀνόματα.
Οἷα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὡς οἶμαι, οὐκ ἦν ἐπ᾽ Ἀσκληπιοῦ. [405e] τεκμαίρομαι δέ, ὅτι αὐτοῦ οἱ ὑεῖς ἐν Τροίᾳ Εὐρυπύλῳ τετρωμένῳ ἐπ᾽ οἶνον Πράμνειον ἄλφιτα πολλὰ ἐπιπασθέντα [406a] καὶ τυρὸν ἐπιξυσθέντα, ἃ δὴ δοκεῖ φλεγματώδη εἶναι, οὐκ ἐμέμψαντο τῇ δούσῃ πιεῖν, οὐδὲ Πατρόκλῳ τῷ ἰωμένῳ ἐπετίμησαν.
Καὶ μὲν δή, ἔφη, ἄτοπόν γε τὸ πῶμα οὕτως ἔχοντι.
Οὔκ, εἴ γ᾽ ἐννοεῖς, εἶπον, ὅτι τῇ παιδαγωγικῇ τῶν νοσημάτων ταύτῃ τῇ νῦν ἰατρικῇ πρὸ τοῦ Ἀσκληπιάδαι οὐκ ἐχρῶντο, ὥς φασι, πρὶν Ἡρόδικον γενέσθαι· Ἡρόδικος δὲ παιδοτρίβης ὢν καὶ νοσώδης γενόμενος, μείξας γυμναστικὴν [406b] ἰατρικῇ, ἀπέκναισε πρῶτον μὲν καὶ μάλιστα ἑαυτόν, ἔπειτ᾽ ἄλλους ὕστερον πολλούς.
Πῇ δή; ἔφη.
Μακρόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν θάνατον αὑτῷ ποιήσας. παρακολουθῶν γὰρ τῷ νοσήματι θανασίμῳ ὄντι οὔτε ἰάσασθαι οἶμαι οἷός τ᾽ ἦν ἑαυτόν, ἐν ἀσχολίᾳ τε πάντων ἰατρευόμενος διὰ βίου ἔζη, ἀποκναιόμενος εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη, δυσθανατῶν δὲ ὑπὸ σοφίας εἰς γῆρας ἀφίκετο.
Καλὸν ἄρα τὸ γέρας, ἔφη, τῆς τέχνης ἠνέγκατο.

[404a] Θα τους ταίριαζε λοιπόν τάχα η δίαιτα αυτών των συνηθισμένων αθλητών;
Ίσως.
Ναι, μα είναι κάπως πολύ υπνιάρικη αυτή, και δεν τους εξασφαλίζει αρκετά σταθερή υγεία. Ή δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλη τους τη ζωή κι, αν βγούνε λιγάκι έξω από την ορισμένη τους δίαιτα, προσβάλλονται από μεγάλες και σοβαρές αρρώστιες οι αθληταί;
Το βλέπω.
Θα χρειάζεται λοιπόν κάποια ελαφρότερη δίαιτα για τους πολεμικούς μας αθλητάς, που ανάγκη σαν τα σκυλιά να είναι άγρυπνοι, να ᾽χουν όσο μπορεί πιο λεπτή την ακοή και την όραση, και, επειδή συχνά θ᾽ αλλάζουν στις εκστρατείες [404b] και το είδος της τροφής και του νερού και τη θερμοκρασία του τόπου, να μην έχουν ακροσφαλή υγεία.
Έτσι μου φαίνεται.
Δεν πρέπει λοιπόν η πιο καλή γυμναστική να είναι αδελφή, για να πούμε έτσι, της μουσικής που εξετάσαμε λίγο πριν;
Πώς δηλαδή;
Να, μια γυμναστική απλούστερη, πιο μετρημένη, τέτοια που πρέπει να ᾽ναι προπάντων για τους πολεμιστάς.
Και πώς λοιπόν θα είναι;
Όσο γι᾽ αυτά τουλάχιστο μπορεί να πάρει κανείς μαθήματα κι από τον Όμηρο. Γιατί ξέρεις βέβαια πως σε καιρό εκστρατείας στα γεύματα των ηρώων δεν τους δειπνά ούτε με ψάρια, αν και είναι στρατοπεδευμένοι στον [404c] Ελλήσποντο πάνω σε γιαλό, ούτε με μαγερεμένα κρέατα, αλλά μόνο με ψητά, που η ετοιμασία των είναι πολύ ευκολότερη σε στρατιώτες· γιατί και παντού αλλού εν γένει είναι πιο εύκολο να ψήνει κανείς στην ίδια τη φωτιά επάνω, παρά να παίρνει μαζί του μαγειρικά σκεύη.
Πολύ σωστά.
Και αρτυμένα φαγιά όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος. Ή αυτό τουλάχιστο το γνωρίζουν και οι κοινοί αθληταί, πως όποιος θέλει να είναι καλά στο σώμα πρέπει να τα αποφεύγει αυτά;
Πραγματικώς το γνωρίζουν και καλά κάνουν που τ᾽ αποφεύγουν.
[404d] Ώστε τα τραπέζια, φίλε μου, των Συρακουσίων και τα πολυποίκιλα Σικελικά αρτύματα δεν θα τα εγκρίνεις, καθώς φαίνεται, αφού παραδέχεσαι πως είναι σωστά αυτά που λέμε.
Δεν πιστεύω.
Ώστε δεν θα εγκρίνεις να ᾽χει και καμιά φιλενάδα από την Κόρινθο ένας που θέλει να στέκει καλά και γερά το κορμί του.
Καθόλου βέβαια.
Ούτε ακόμη και τα τόσα φημισμένα γλυκίσματα της Αττικής λιχουδιάς.
Ούτε.
Γιατί νομίζω πως όλη αυτή την ποικιλία στην τροφή και στη δίαιτα δεν θα είχαμε άδικο [404e] να την παραβάλομε με τη μελωδία εκείνη που μεταχειρίζεται όλα μαζί τα είδη της αρμονίας και του ρυθμού.
Και πώς όχι;
Όπως λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε τη διαφθορά, δεν θα έχει κι εδώ την αρρώστια; Και όπως η απλότης στη μουσική γεννά μέσα στις ψυχές τη σωφροσύνη, έτσι και στη γυμναστική δεν θα γεννά την υγεία του σώματος;
Βεβαιότατα.
[405a] Όταν όμως πλεονάσουν μέσα σε μια πόλη η διαφθορά και οι αρρώστιες, δεν ανοίγουν τότε εκεί πολλά δικαστήρια και νοσοκομεία και δεν θα έχει μεγάλη υπόληψη η δικηγορική και η ιατρική, όταν δα πολλοί κι από την ανώτερη τάξη θα τις καλλιεργούν με μεγάλο ζήλο;
Πώς μπορεί να είναι αλλιώς;
Και μπορείς να βρεις άλλη μεγαλύτερη απόδειξη κακής και αχρείας ανατροφής σε μια πόλη από την ανάγκη που θα έχει για τέλειους γιατρούς και δικαστές, όχι μόνο για την κατώτερη τάξη του λαού και τους τεχνίτες, μα και για κείνους που καμώνονται πως έχουν λάβει ανώτερη [405b] ανατροφή; Ή δεν νομίζεις πως είναι ντροπή και μεγάλη απόδειξη απαιδευσίας να είναι κανείς αναγκασμένος να καταφεύγει σε δικαιοσύνη που του επιβάλλεται από άλλους, σαν να του ήταν αυτοί κύριοι και κριταί του, επειδή ο ίδιος δεν έχει δική του δικαιοσύνη;
Δεν υπάρχει πραγματικώς μεγαλύτερη άλλη ντροπή.
Δε σου φαίνεται όμως πολύ πιο μεγάλη ακόμα ντροπή, όταν κανείς όχι μόνο περνά ολόκληρη τη ζωή του στα δικαστήρια, είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος, αλλά και από αναισθησία καταντήσει να καμαρώνεται και μονάχος του, πως τάχα δεν έχει το ταίρι του [405c] στην τέχνη της αδικίας και πως σου είναι ικανός να κατορθώσει με τις στρεψοδικίες και τις υπεκφυγές και τα λυγίσματα ν᾽ αποφύγει τις συνέπειες του νόμου; κι όλ᾽ αυτά, ενώ πρόκειται συνήθως για πράγματα μικρά και ολωσδιόλου ασήμαντα, χωρίς να γνωρίζει πόσο καλύτερο και προτιμότερο είναι να παρασκευάζει τη ζωή του με τρόπο ώστε να μην έχει καμιάν ανάγκη από το δικαστή, που αδιάκοπα νυστάζει;
Ναι, αυτό είναι πιο μεγάλη ακόμη ντροπή.
Και μικρότερη τάχα ντροπή το νομίζεις να ᾽χει κανείς την ανάγκη της ιατρικής, όχι όταν πρόκειται για τίποτα πληγές ή για κάτι τυχαίες επιδημικές αρρώστιες, αλλά επειδή από [405d] τη μαλθακή ζωή και τη δίαιτα που αναφέραμε γεμίζει το σώμα του, καθώς οι βάλτοι, από αέρια και αναθυμιάσεις και αναγκάζει τους κομψούς μας τους Ασκληπιάδες να βρίσκουν ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους, για τις αρρώστιες του;
Και πραγματικώς νέα είναι και αλλόκοτα αυτά τα ονόματα για τις αρρώστιες.
Που βέβαια δεν θα υπήρχαν, καθώς φαντάζομαι, στην εποχή του Ασκληπιού. [405e] Και το συμπεραίνω, επειδή οι δυο του γιοι στην πολιορκία της Τροίας δεν μάλωσαν τη γυναίκα που έδωσε στον πληγωμένο Ευρύπυλο να πιει Πραμνιώτικο κρασί με πασπαλισμένο από πάνω άφθονο αλεύρι [406a] και ξυσμένο τυρί, που τα ᾽χουν για φλεγματικά, ούτε έκαμαν καμιά παρατήρηση στον Πάτροκλο, που τον γιάτρευε.
Να πούμε όμως την αλήθεια, δεν ήταν και πολύ κατάλληλο το πιοτό για έναν άνθρωπο σ᾽ αυτή την κατάσταση.
Δεν θα κρίνεις έτσι, αν λάβεις υπόψη σου πως οι Ασκληπιάδαι παλαιότερα, πριν να φανεί ο Ηρόδικος, δε γνώριζαν, καθώς λένε, απ᾽ αυτή την παιδαγωγική ιατρική· ο Ηρόδικος όμως, που ήταν γυμναστής, επειδή έγινε αρρωστιάρης, εσυνδύασε τη γυμναστική [406b] με την ιατρική και μ᾽ αυτό το συνδυασμό εβασάνισε πρώτα και περισσότερο τον εαυτό του, έπειτα κι άλλους πολλούς κατόπι.
Πώς αυτό;
Γιατί καταδίκασε τον εαυτό του σ᾽ έναν αργό θάνατο. Μια που η αρρώστια του ήταν για θάνατο και δεν ημπορούσε να την γιατρέψει, επέμενε να την παρακολουθεί βήμα προς βήμα, χωρίς να ᾽χει καμιά άλλη ασχολία παρά τη φροντίδα της υγείας του και να ζει με το παντοτινό του βασανιστήριο, μην τύχει και βγει έξω από τη συνηθισμένη του δίαιτα· κι έτσι μ᾽ αυτή του τη σοφία έσυρε ως τα γερατειά του μια ζωή κακοθάνατη.
Δεν ήταν, να σου πω, άσχημη αυτή η αμοιβή της σοφίας του.