Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (75.1-76.9)


[75.1] Ὁ δ᾽ οὖν Ἀλέξανδρος ὡς ἐνέδωκε τότε πρὸς τὰ θεῖα, ταραχώδης γενόμενος καὶ περίφοβος τὴν διάνοιαν, οὐδὲν ἦν μικρὸν οὕτως τῶν ἀήθων καὶ ἀτόπων, ὃ μὴ τέρας ἐποιεῖτο καὶ σημεῖον, ἀλλὰ θυομένων καὶ καθαιρόντων καὶ μαντευόντων μεστὸν ἦν τὸ βασίλειον ‹καὶ ἀναπληρούντων ἀβελτερίας καὶ φόβου τὸν Ἀλέξανδρον›. [75.2] οὕτως ἄρα δεινὸν μὲν ‹ἡ› ἀπιστία πρὸς τὰ θεῖα καὶ περιφρόνησις αὐτῶν, δεινὴ δ᾽ αὖθις ἡ δεισιδαιμονία, δίκην ὕδατος ἀεὶ πρὸς τὸ ταπεινούμενον [καὶ ἀναπληροῦν ἀβελτερίας καὶ φόβου τὸν Ἀλέξανδρον] † γενόμενον.
[75.3] Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ χρησμῶν γε τῶν περὶ Ἡφαιστίωνος ἐκ θεοῦ κομισθέντων, ἀποθέμενος τὸ πένθος αὖθις ἦν ἐν θυσίαις καὶ πότοις. [75.4] ἑστιάσας δὲ λαμπρῶς τοὺς περὶ Νέαρχον, εἶτα λουσάμενος ὥσπερ εἰώθει μέλλων καθεύδειν, Μηδίου δεηθέντος ᾤχετο κωμασόμενος πρὸς αὐτόν· [75.5] κἀκεῖ πιὼν ὅλην τὴν ‹νύκτα καὶ τὴν› ἐπιοῦσαν ἡμέραν, ἤρξατο πυρέττειν, οὔτε σκύφον Ἡρακλέους ἐκπιὼν οὔτ᾽ ἄφνω διαλγὴς γενόμενος τὸ μετάφρενον ὥσπερ λόγχῃ πεπληγώς, ἀλλὰ ταῦτά τινες ᾤοντο δεῖν γράφειν, ὥσπερ δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον καὶ περιπαθὲς πλάσαντες. [75.6] Ἀριστόβουλος δέ φησιν αὐτὸν πυρέττοντα νεανικῶς, διψήσαντα δὲ σφόδρα, πιεῖν οἶνον· ἐκ τούτου δὲ φρενιτιᾶσαι καὶ τελευτῆσαι τριακάδι Δαισίου μηνός.
[76.1] Ἐν δὲ ταῖς ἐφημερίσιν οὕτως γέγραπται ‹τὰ› περὶ τὴν νόσον. ὀγδόῃ ἐπὶ δεκάτῃ Δαισίου μηνὸς ἐκάθευδεν ἐν τῷ λουτρῶνι διὰ τὸ πυρέξαι. [76.2] τῇ δ᾽ ἑξῆς λουσάμενος εἰς τὸν θάλαμον μετῆλθε, καὶ διημέρευε πρὸς Μήδιον κυβεύων. εἶτ᾽ ὀψὲ λουσάμενος, καὶ τὰ ἱερὰ τοῖς θεοῖς ἐπιθείς, ἐμφαγὼν διὰ νυκτὸς ἐπύρεξε. [76.3] τῇ εἰκάδι λουσάμενος πάλιν ἔθυσε τὴν εἰθισμένην θυσίαν, καὶ κατακείμενος ἐν τῷ λουτρῶνι τοῖς περὶ Νέαρχον ἐσχόλαζεν, ἀκροώμενος τὰ περὶ τὸν πλοῦν καὶ τὴν μεγάλην θάλατταν. [76.4] τῇ δεκάτῃ φθίνοντος ταὐτὰ ποιήσας, μᾶλλον ἀνεφλέχθη, καὶ τὴν νύκτα βαρέως ἔσχε, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἐπύρεττε σφόδρα. [76.5] καὶ μεταρθεὶς κατέκειτο παρὰ τὴν μεγάλην κολυμβήθραν, ὅτε δὴ τοῖς ἡγεμόσι διελέχθη περὶ τῶν ἐρήμων ἡγεμονίας τάξεων, ὅπως καταστήσωσι δοκιμάσαντες. [76.6] ἑβδόμῃ σφόδρα πυρέττων, ἔθυσεν ἐξαρθεὶς πρὸς τὰ ἱερά· τῶν δ᾽ ἡγεμόνων ἐκέλευε τοὺς μεγίστους διατρίβειν ἐν τῇ αὐλῇ, ταξιάρχους δὲ καὶ πεντακοσιάρχους ἔξω νυκτερεύειν. [76.7] εἰς δὲ τὰ πέραν βασίλεια διακομισθείς, τῇ ἕκτῃ μικρὸν ὕπνωσεν, ὁ δὲ πυρετὸς οὐκ ἀνῆκεν· ἐπελθόντων δὲ τῶν ἡγεμόνων ἦν ἄφωνος, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν πέμπτην. [76.8] διὸ καὶ τοῖς Μακεδόσιν ἔδοξε τεθνάναι, καὶ κατεβόων ἐλθόντες ἐπὶ τὰς θύρας, καὶ διηπειλοῦντο τοῖς ἑταίροις, ἕως ἐβιάσαντο, καὶ τῶν θυρῶν αὐτοῖς ἀνοιχθεισῶν, ἐν τοῖς χιτῶσι καθ᾽ ἕνα πάντες παρὰ τὴν κλίνην παρεξῆλθον. [76.9] ταύτης δὲ τῆς ἡμέρας οἱ περὶ Πύθωνα καὶ Σέλευκον εἰς τὸ Σεραπεῖον ἀποσταλέντες, ἠρώτων εἰ κομίσωσιν ἐκεῖ τὸν Ἀλέξανδρον, ὁ δὲ θεὸς κατὰ χώραν ἐᾶν ἀνεῖλε. τῇ δὲ τρίτῃ φθίνοντος πρὸς δείλην ἀπέθανε.


[75.1] Ο Αλέξανδρος λοιπόν, μόλις ενέδωσε τότε στα θεία, έπαθε διανοητική ταραχή και φοβία και δεν υπήρχε τίποτε, έστω και μικρό, από τα ασυνήθιστα και παράξενα που να μην το θεωρούσε ως θαύμα και θεϊκό σημάδι. Η βασιλική σκηνή ήταν γεμάτη από ανθρώπους που πρόσφεραν θυσίες, έκαναν εξαγνισμούς, έλεγαν μαντείες και από ανθρώπους που γέμιζαν τον Αλέξανδρο με ανοησίες και φόβο. [75.2] Τόσο φοβερό πράγμα λοιπόν είναι το να μην πιστεύει κανείς στα θεία και να τα περιφρονεί! Φοβερό πράγμα, εξάλλου, και η δεισιδαιμονία, που σαν το νερό ρέει πάντα προς τα κάτω. [75.3] Αλλ᾽ όμως, όταν ήρθαν από τον θεό χρησμοί σχετικά με τον Ηφαιστίωνα, σταμάτησε το πένθος και άρχισε πάλι τις θυσίες και τα συμπόσια. [75.4] Παρέθεσε λαμπρό τραπέζι στον Νέαρχο και τους άνδρες του και στη συνέχεια, αφού λούστηκε, όπως συνήθιζε όταν επρόκειτο να κοιμηθεί, πήγε στον Μήδιο ύστερα από πρόσκλησή του για να διασκεδάσει. [75.5] Εκεί, πίνοντας όλη τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, άρχισε να κάνει πυρετό, χωρίς να πιει τον σκύφο του Ηρακλή ούτε να νιώσει πόνο στην πλάτη, σαν να είχε πληγωθεί με λόγχη. Κάποιοι όμως έκριναν πως έπρεπε να γράψουν αυτά, σαν να έπλαθαν έναν τραγικό επίλογο δράματος όλο πάθος. [75.6] Ο Αριστόβουλος όμως λέει ότι, επειδή είχε υψηλό πυρετό και είχε διψάσει πάρα πολύ, ήπιε κρασί. Από αυτό έπαθε φρενίτιδα και πέθανε στις τριάντα του μηνός Δαισίου.
[76.1] Και στα στρατιωτικά ημερολόγια τα σχετικά με την αρρώστια του έχουν γραφτεί ως εξής: στις 18 του μηνός Δαισίου, λόγω του πυρετού κοιμόταν στο λουτρό. [76.2] Την άλλην ημέρα, αφού λούστηκε, γύρισε στον θάλαμο και πέρασε όλες τις ώρες παίζοντας κύβους με τον Μήδιο. Εν συνεχεία, αργά το βράδυ, αφού λούστηκε και πρόσφερε θυσία στους θεούς, έφαγε, αλλά σε όλη τη διάρκεια της νύχτας ανέβασε πυρετό. [76.3] Στις 20 του μήνα λούστηκε πάλι και πρόσφερε την καθιερωμένη θυσία και, ξαπλωμένος στο λουτρό, αφιέρωσε τον χρόνο του στο Νέαρχο και τους ανθρώπους του, ακούγοντας με μεγάλη προσοχή τα σχετικά με το ταξίδι και τη μεγάλη θάλασσα. [76.4] Στις 21 του μήνα, αφού έκανε τα ίδια, έκαιγε ακόμη περισσότερο από τον πυρετό· τη νύχτα ήταν πολύ άσχημα και την επόμενη ημέρα είχε πολύ υψηλό πυρετό. [76.5] Μεταφέρθηκε από εκεί και ήταν ξαπλωμένος κοντά στη μεγάλη κολυμβήθρα και συζήτησε με τους αρχηγούς για τις κενές θέσεις στη διοίκηση του στρατού, με σκοπό να τις συμπληρώσουν, αφού δοκιμάσουν τους επικεφαλής. [76.6] Στις 24 του μήνα, αν και ψηνόταν στον πυρετό, σηκώθηκε πάλι και πρόσφερε θυσία. Διέταξε τους ανώτατους αξιωματικούς να βρίσκονται στην αυλή, ενώ οι ταξίαρχοι και οι πεντακοσίαρχοι να διανυκτερεύσουν έξω. [76.7] Στις 25 του μήνα μεταφέρθηκε στο απέναντι παλάτι και κοιμήθηκε για λίγο· ο πυρετός όμως δεν υποχώρησε. Όταν τον επισκέφτηκαν οι αρχηγοί, δεν μιλούσε καθόλου· το ίδιο και στις 26 του μήνα. [76.8] Γι᾽ αυτό οι Μακεδόνες νόμισαν ότι είχε πεθάνει. Μαζεμένοι έξω από τις πύλες διαμαρτύρονταν και απειλούσαν τους εταίρους, ώσπου τις παραβίασαν. Και όταν άνοιξαν, πέρασαν από το κρεβάτι του ένας ένας όλοι μόνο με τους χιτώνες. [76.9] Στη διάρκεια αυτής της ημέρας άνθρωποι του Πύθωνα και του Σέλευκου στάλθηκαν στο Σεραπείο και ρωτούσαν αν έπρεπε να φέρουν εκεί τον Αλέξανδρο. Ο θεός όμως απάντησε να τον αφήσουν εκεί που ήταν. Στις 28 προς το βράδυ πέθανε.