Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.14.1-4.16.4)
[4.14.1] Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν ὕλην ἔφυγεν, ὄχλον τοσοῦτον αἰδεσθεῖσα καὶ φοβηθεῖσα· ὁ δὲ Δάφνις εἱστήκει δέρμα λάσιον αἰγὸς ἐζωσμένος, πήραν νεορραφῆ κατὰ τῶν ὤμων ἐξηρτημένος, κρατῶν ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις τῇ μὲν ἀρτιπαγεῖς τυρούς, τῇ δὲ ἐρίφους ἔτι γαλαθηνούς. [4.14.2] Εἴ ποτε Ἀπόλλων Λαομέδοντι θητεύων ἐβουκόλησε, τοιόσδε ἦν, οἷος τότε ὤφθη Δάφνις. Αὐτὸς μὲν οὖν εἶπεν οὐδέν, ἀλλὰ ἐρυθήματος πλησθεὶς ἔνευσε κάτω, προτείνας τὰ δῶρα· ὁ δὲ Λάμων «οὗτος» εἶπε «σοί, δέσποτα, τῶν αἰγῶν αἰπόλος. [4.14.3] Σὺ μὲν ἐμοὶ πεντήκοντα νέμειν δέδωκας καὶ δύο τράγους, οὗτος δέ σοι πεποίηκεν ἑκατὸν καὶ δέκα τράγους. Ὁρᾷς ὡς λιπαραὶ καὶ τὰς τρίχας λάσιαι καὶ τὰ κέρατα ἄθραυστοι. Πεποίηκε δὲ αὐτὰς καὶ μουσικάς· σύριγγος γοῦν ἀκούουσαι ποιοῦσι πάντα.» |
[4.14.1] Η Χλόη, ντροπαλή και τρομαγμένη από τον τόσο κόσμο, έφυγε για το δάσος. Ο Δάφνης ωστόσο στεκόταν εκεί φορώντας τριχωτή γιδοπροβιά, με καινούριο ταγάρι στον ώμο, κρατώντας στο ένα χέρι φρεσκοπηγμένα τυριά και στο άλλο γίδια του γάλακτος. [4.14.2] Αν ο Απόλλων υπηρέτησε στ᾽ αλήθεια το Λαομέδοντα σα γελαδάρης, τέτοια θα ᾽ταν η όψη του όπως τότε του Δάφνη. Ο ίδιος μιλιά δεν έβγαλε, παρά υποκλίθηκε κοκκινίζοντας κι έδωσε τα δώρα. Ο Λάμων είπε: «Τούτος, αφέντη, είν᾽ ο γιδοβοσκός σου. [4.14.3] Εσύ μου είχες παραδώσει πενήντα γίδες και δυο τράγους να βόσκω, κι αυτός σου έχει τώρα εκατό γίδες και δέκα τράγους. Τις βλέπεις τί παχιές που είναι, τί τριχωτές, πόσο γερά τα κέρατά τους; Τις έχει μάθει και μουσική — ακούγοντας τη φλογέρα τα κάνουν όλα». |