Πατέρα Δία, κι Αθηνά θεά, και Περσεφόνη
όπου με τη μητέρα σου μαζί σας έχει λάχει
η πλούσια και πολύκαρπη των Εφυραίων χώρα,
85είθε από τούτο το νησί κακήν κακώς να φύγουν
οι εχθροί, κι όσοι γλιτώσουνε, το μήνυμα του ολέθρου
να φέρουν στην πατρίδα των και σ᾽ όλους τους δικούς των·
κι οι χώρες μας που οι βάρβαροι τις έχουνε ρημάξει,
σαν μάνες να καλοδεχτούν και πάλι τα παιδιά των·
90ν᾽ αρχίσουν να δουλεύονται τα έρημα χωράφια·
καλοθρεμμένα πρόβατα στους κάμπους να βελάζουν·
τα βόδια να γυρίζουνε το βραδινό στις στάνες
στον οδοιπόρο δείχνοντας το βήμα του να βιάσει·
τ᾽ αλέτρι για το σπόρισμα τη γη να ξανανιώνει
95μες στον καιρό που ο τζίτζικας, κρυμμένος στ᾽ ακροκλώνια
να μην τον έβρουν οι βοσκοί, δεν παύει το τραγούδι·
ν᾽ απλώνουν γύρω στ᾽ άρματα τα υφάδια των οι αράχνες
κι ο πόλεμος να ξεχαστεί και τ᾽ όνομά του ακόμα·
οι ωδές να φέρουν άφταστη του Ιέρωνος τη δόξα
πέρα και πέρα, πιο μακριά κι απ᾽ της Σκυθίας τον πόντο,
στα κάστρα που η Σεμίραμις με πίσσα τα ᾽χει στρώσει
100και μέσα εκεί εβασίλευε — κάστρα πλατιά, μεγάλα.
Δεν είμαι μόνος μου, πολλούς οι Μούσες αγαπούνε
κι όλοι μας στην Αρέθουσα θα πλέξομε τραγούδια,
θα πλέξομ᾽ ύμνους στο λαό, στου Ιέρωνος τις νίκες.
Ω Χάριτες του Ετεοκλή, Χάριτες, που αγαπάτε
105τον ξακουσμένο Ορχομενό κάποτ᾽ εχθρό της Θήβας,
εγώ δεν πάω ακάλεστος, μα σ᾽ όσους με καλέσουν,
παίρνω τις Μούσες συντροφιά και θαρρετά θα δράμω.
Όμως και σας, ω Χάριτες, μαζί μου θα σας πάρω,
γιατί χωρίς τις Χάριτες τίποτε δεν αρέσει.
Άμποτε, Χάριτες, εγώ πάντα μαζί σας να ᾽μαι.
|