Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (16.82-16.109)


αἲ γάρ, Ζεῦ κύδιστε πάτερ καὶ πότνι᾽ Ἀθάνα
κούρη θ᾽ ἣ σὺν μητρὶ πολυκλήρων Ἐφυραίων
εἴληχας μέγα ἄστυ παρ᾽ ὕδασι Λυσιμελείας,
85 ἐχθροὺς ἐκ νάσοιο κακαὶ πέμψειαν ἀνάγκαι
Σαρδόνιον κατὰ κῦμα φίλων μόρον ἀγγέλλοντας
τέκνοις ἠδ᾽ ἀλόχοισιν, ἀριθμητοὺς ἀπὸ πολλῶν.
ἄστεα δὲ προτέροισι πάλιν ναίοιτο πολίταις,
δυσμενέων ὅσα χεῖρες ἐλωβήσαντο κατ᾽ ἄκρας·
90 ἀγροὺς δ᾽ ἐργάζοιντο τεθαλότας· αἱ δ᾽ ἀνάριθμοι
μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ διαπιανθεῖσαι
ἂμ πεδίον βληχῷντο, βόες δ᾽ ἀγεληδὸν ἐς αὖλιν
ἐρχόμεναι σκνιφαῖον ἐπισπεύδοιεν ὁδίταν·
νειοὶ δ᾽ ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον, ἁνίκα τέττιξ
95 ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος ὑψόθι δένδρων
ἀχεῖ ἐν ἀκρεμόνεσσιν· ἀράχνια δ᾽ εἰς ὅπλ᾽ ἀράχναι
λεπτὰ διαστήσαιντο, βοᾶς δ᾽ ἔτι μηδ᾽ ὄνομ᾽ εἴη.
ὑψηλὸν δ᾽ Ἱέρωνι κλέος φορέοιεν ἀοιδοί
καὶ πόντου Σκυθικοῖο πέραν καὶ ὅθι πλατὺ τεῖχος
100 ἀσφάλτῳ δήσασα Σεμίραμις ἐμβασίλευεν.
εἷς μὲν ἐγώ, πολλοὺς δὲ Διὸς φιλέοντι καὶ ἄλλους
θυγατέρες, τοῖς πᾶσι μέλοι Σικελὴν Ἀρέθοισαν
ὑμνεῖν σὺν λαοῖσι καὶ αἰχμητὴν Ἱέρωνα.
ὦ Ἐτεόκλειοι Χάριτες θεαί, ὦ Μινύειον
105 Ὀρχομενὸν φιλέοισαι ἀπεχθόμενόν ποτε Θήβαις,
ἄκλητος μὲν ἔγωγε μένοιμί κεν, ἐς δὲ καλεύντων
θαρσήσας Μοίσαισι σὺν ἁμετέραισιν ἴοιμ᾽ ἄν.
καλλείψω δ᾽ οὐδ᾽ ὔμμε· τί γὰρ Χαρίτων ἀγαπητόν
ἀνθρώποις ἀπάνευθεν; ἀεὶ Χαρίτεσσιν ἅμ᾽ εἴην.


Πατέρα Δία, κι Αθηνά θεά, και Περσεφόνη
όπου με τη μητέρα σου μαζί σας έχει λάχει
η πλούσια και πολύκαρπη των Εφυραίων χώρα,
85είθε από τούτο το νησί κακήν κακώς να φύγουν
οι εχθροί, κι όσοι γλιτώσουνε, το μήνυμα του ολέθρου
να φέρουν στην πατρίδα των και σ᾽ όλους τους δικούς των·
κι οι χώρες μας που οι βάρβαροι τις έχουνε ρημάξει,
σαν μάνες να καλοδεχτούν και πάλι τα παιδιά των·
90ν᾽ αρχίσουν να δουλεύονται τα έρημα χωράφια·
καλοθρεμμένα πρόβατα στους κάμπους να βελάζουν·
τα βόδια να γυρίζουνε το βραδινό στις στάνες
στον οδοιπόρο δείχνοντας το βήμα του να βιάσει·
τ᾽ αλέτρι για το σπόρισμα τη γη να ξανανιώνει
95μες στον καιρό που ο τζίτζικας, κρυμμένος στ᾽ ακροκλώνια
να μην τον έβρουν οι βοσκοί, δεν παύει το τραγούδι·
ν᾽ απλώνουν γύρω στ᾽ άρματα τα υφάδια των οι αράχνες
κι ο πόλεμος να ξεχαστεί και τ᾽ όνομά του ακόμα·
οι ωδές να φέρουν άφταστη του Ιέρωνος τη δόξα
πέρα και πέρα, πιο μακριά κι απ᾽ της Σκυθίας τον πόντο,
στα κάστρα που η Σεμίραμις με πίσσα τα ᾽χει στρώσει
100και μέσα εκεί εβασίλευε — κάστρα πλατιά, μεγάλα.
Δεν είμαι μόνος μου, πολλούς οι Μούσες αγαπούνε
κι όλοι μας στην Αρέθουσα θα πλέξομε τραγούδια,
θα πλέξομ᾽ ύμνους στο λαό, στου Ιέρωνος τις νίκες.
Ω Χάριτες του Ετεοκλή, Χάριτες, που αγαπάτε
105τον ξακουσμένο Ορχομενό κάποτ᾽ εχθρό της Θήβας,
εγώ δεν πάω ακάλεστος, μα σ᾽ όσους με καλέσουν,
παίρνω τις Μούσες συντροφιά και θαρρετά θα δράμω.
Όμως και σας, ω Χάριτες, μαζί μου θα σας πάρω,
γιατί χωρίς τις Χάριτες τίποτε δεν αρέσει.
Άμποτε, Χάριτες, εγώ πάντα μαζί σας να ᾽μαι.