ΧΟΡΟΣ
Σαν τί κακό, γυναίκα,
να γεύτηκες βοτάνι από τη γη θρεμμένο,
ή τί φαρμάκι από τη θάλασσα βγαλμένο,
και πήρες τέτοια λύσσα και λαού κατάρα;
1410δίκασες κι έκοψες, μα τώρα απάτριδη
βδέλυγμα θα ᾽σαι της χώρας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τώρ᾽ απ᾽ την πόλη μού δικάζεις εξορία,
μίσος των πολιτών και του λαού κατάρες,
ενώ κανένα φταίξιμο σ᾽ αυτόν δε βρήκες,
π᾽ ούτε σα να ᾽τανε σφαχτό λογιάζοντάς την,
— όταν με γέννες καρπερές φτουρούν οι στάνες —
την κόρη του, τον πιο ακριβό μου πόνο εμένα,
για τους ανέμους τη θυσίασε της Θράκης.
Δεν είν᾽ αυτός που του ᾽πρεπε μακριά απ᾽ τη χώρα
να διώχτεις για το κρίμα του; και συ δικάζεις
1420σκληρά τα έργα που μ᾽ άκουσες· μα σου το λέω:
φοβέριζε κι είμ᾽ έτοιμη, μια σου και μια μου,
να ᾽μαι στην εξουσία σου, σαν με νικήσεις·
μ᾽ αν πάλι αλλιώς κάμει ο θεός κι αποφασίσει,
θενα σου μάθω, αν και αργά, να βάλεις γνώση.
ΧΟΡΟΣ
Ψηλά το παίρνει ο νους σου
κι άρρητα κλώθ᾽ η γλώσσα, σα να τάραξε
τα φρένα το χυμένο το αίμα και σου φάνταξε
πως πρέπει σου στην όψη η βούλα η κόκκινη·
Μα θα ᾽ρθει η μέρα, δίχως φίλους, καταφρονεμένη,
1430μάχαιραν έδωσες, μάχαιρα να λάβεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μ᾽ άκου τώρα κι αυτούς τους όρκους που θα βάλω·
Έτσι ναι, μα της κόρης μου την τέλεια Δίκη
και μά την Άτη και την Ερινύα, που τούτον
έσφαξα εγώ και τους τον πρόσφερα θυσία,
ούτ᾽ έγνοια φόβου μες στο σπίτι μου δε θά ᾽μπει
όσο που τη φωτιά θ᾽ ανάβει της γωνιάς μου
ο Αίγιστος σαν πρώτα καλοθελητής μου,
γιατ᾽ είν᾽ αυτός του θάρρους μας μεγάλη ασπίδα.
Νά τον! νεκρός ο ατιμαστής της γυναικός του
και των Χρυσηίδων ο καλός κάτω στην Τροία.
1440Νά την! και τούτη εδώ η αιχμάλωτη, η μαγίστρα,
η χρησμολόγα και παρακοιμάμενή του,
πιστή γυναίκα, πὄτριβαν μαζί την ίδια
στρώση του καραβιού·— μα ό,τι άξιζαν το βρήκαν.
αυτός από τη μεριά κι αυτή, αφού είπε
σαν κύκνος το στερνό θανάτου μοιρολόι,
κείται στο πλάι του φίλου της που ᾽χε τη φέρει
προσφάγι γλιχουδιάρικο του κοιμηθιού μας.
|