[19.11] «Για όλες τις εργασίες που αναφέραμε», είπε, «συμβαίνει να ξέρεις τα ίδια με μένα. Αλλά εσύ μόνο θα συσσώρευες το χώμα γύρω από το φυτό», είπε, «ή θα το πατούσες πυκνά και σταθερά γύρω απ᾽ το φυτό;» «Θα το πατούσα σταθερά, μά τον Δία», είπα, «γιατί, αν δεν πατηθεί το χώμα, ξέρω καλά ότι η βροχή θα κάνει το απάτητο χώμα λάσπη και ο ήλιος θα το στεγνώσει εντελώς· έτσι, υπάρχει κίνδυνος τα φυτά να σαπίσουν από την υγρασία ή, εάν θερμανθούν πάρα πολύ, οι ρίζες να μαραθούν από την ξηρασία». [19.12] «Για την καλλιέργεια του αμπελιού, επίσης, Σωκράτη», είπε, «συμβαίνει να γνωρίζεις τα ίδια με μένα ακριβώς». «Μπορεί κάποιος να φυτέψει συκιά με τον ίδιο τρόπο;», είπα. «Πιστεύω πως μπορεί», είπε ο Ισχόμαχος, «καθώς κι όλα τα οπωροφόρα. Από όσα είναι σωστά για την καλλιέργεια του αμπελιού τί θα απέρριπτες στις καλλιέργειες των άλλων φυτών;» [19.13] «Πώς θα καλλιεργήσουμε την ελιά, Ισχόμαχε;», είπα. «Με εξετάζεις και σ᾽ αυτό», είπε, «που το ξέρεις καλύτερα απ᾽ όλα. Γιατί σίγουρα βλέπεις ότι σκάβουν βαθύτερο λάκκο για την ελιά, όπως και ότι σκάβουν συχνά κατά μήκος των δρόμων· βλέπεις ότι για στήριγμα πάσσαλοι βρίσκονται κοντά στα φυντάνια. Βλέπεις», είπε, «ότι η λάσπη βρίσκεται πάνω στις κορυφές των φυτών κι ότι το πάνω μέρος κάθε φυτού είναι σκεπασμένο». [19.14] «Τα βλέπω όλα αυτά», είπα. «Αφού το βλέπεις, λοιπόν», είπε, «τί είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις; Αγνοείς, Σωκράτη», είπε, «πώς να τοποθετήσεις το όστρακο πάνω απ᾽ τη λάσπη;» «Μά τον Δία», είπα, «δεν υπάρχει τίποτα απ᾽ όσα είπες που να το αγνοώ, Ισχόμαχε, αλλά σκέφτομαι ξανά γιατί, όταν με ρώτησες πριν από λίγο αν γενικά ξέρω να καλλιεργώ, το αρνήθηκα. Γιατί νόμιζα ότι δεν είχα τίποτα να πω σχετικά με το πώς κανείς φυτεύει· αλλά, αφού επιχείρησες να με ρωτάς καθετί ξεχωριστά, απαντώ σε σένα σε όσα, όπως ισχυρίζεσαι, γνωρίζεις καλά εσύ, ο θεωρούμενος ικανός γεωργός». [19.15] «Είναι η περίπτωση, Ισχόμαχε», είπα, «που με το να ρωτάς διδάσκεις; Γιατί μαθαίνω», είπα, «ήδη με τον τρόπο που με ρώτησες για το κάθε πράγμα. Επειδή, καθοδηγώντας με μέσα απ᾽ ό,τι ξέρω, δείχνοντάς μου πως αυτό που νόμιζα ότι δεν το ήξερα είναι όμοιο με αυτά που γνώριζα, προσπαθείς να με πείσεις, φαντάζομαι, ότι και τα προηγούμενα τα ξέρω». [19.16] «Αν, λοιπόν, για τα νομίσματα», είπε ο Ισχόμαχος, «σε ρωτούσα σχετικά με το αν είναι γνήσια ή όχι, θα μπορούσα να σε πείσω ότι ξέρεις να διακρίνεις τα γνήσια απ᾽ τα κίβδηλα; Ή, αν σε ρωτούσα για τους αυλητές, θα μπορούσα να σε πείσω ότι ξέρεις να παίζεις αυλό ή για τους ζωγράφους ή για κάποιο άλλο θέμα;» «Πιθανόν», είπα, «γιατί μ᾽ έπεισες ότι είμαι γνώστης της γεωργίας, ενώ ξέρω ότι κανείς ποτέ δεν μου δίδαξε αυτήν την τέχνη». [19.17] «Δεν είναι το ίδιο, Σωκράτη», είπε, «αλλά λίγο πριν σου είπα ότι η γεωργία είναι τόσο ανθρώπινη και ευγενική δραστηριότητα, που αρκεί να βλέπουν ή να ακούν γι᾽ αυτήν έστω μια φορά οι άνθρωποι για να μάθουν τα μυστικά της. [19.18] Γιατί η γεωργία διδάσκει πολλά πράγματα από μόνη της», είπε, «για το πώς κάποιος πρέπει να τη χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο. Λόγου χάρη, το κλήμα που αναρριχάται στα δέντρα, όποτε έχει ένα δέντρο κοντά του, αμέσως διδάσκει ότι χρειάζεται να στηριχτεί. Απλώνοντας τα φύλλα του, ενώ τα τσαμπιά του είναι ακόμη τρυφερά, διδάσκει να προφυλάξουμε στη σκιά ό,τι λούζεται στον ήλιο. [19.19] Με την πτώση των φύλλων, όταν είναι καιρός να γλυκάνουν τα σταφύλια από τον ήλιο, μας πληροφορεί ότι πρέπει να μαδήσουμε τα φύλλα για να ωριμάσουν τα σταφύλια του. Και με το να δείχνει, κατά το στάδιο της παραγωγής, μερικά τσαμπιά ώριμα και άλλα ακόμη άγουρα, αποκαλύπτει ότι καθένα πρέπει να το τρυγούμε όταν ωριμάσει, με τον ίδιο τρόπο που συλλέγονται και τα σύκα πάντα όταν είναι ώριμα».
|