Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (19.11-19.19)


[19.11] Κατὰ ταὐτὰ τοίνυν, ἔφη, καὶ περὶ τούτων γιγνώσκων ἐμοὶ τυγχάνεις. ἐπαμήσαιο δ᾽ ἂν μόνον, ἔφη, τὴν γῆν, ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν;
Σάττοιμ᾽ ἄν, ἔφην, νὴ Δί᾽ ἐγώ. εἰ μὲν γὰρ μὴ σεσαγμένον εἴη, ὑπὸ μὲν τοῦ ὕδατος εὖ οἶδ᾽ ὅτι πηλὸς ἂν γίγνοιτο ἡ ἄσακτος γῆ, ὑπὸ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρὰ μέχρι βυθοῦ, ὥστε τὰ φυτὰ κίνδυνος [ὑπὸ μὲν τοῦ ὕδατος] σήπεσθαι μὲν δι᾽ ὑγρότητα, αὐαίνεσθαι δὲ διὰ ξηρότητα, [ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς,] θερμαινομένων τῶν ῥιζῶν.
[19.12] Καὶ περὶ ἀμπέλων ἄρα σύγε, ἔφη, φυτείας, ὦ Σώκρατες, τὰ αὐτὰ ἐμοὶ πάντα γιγνώσκων τυγχάνεις.
Ἦ καὶ συκῆν, ἔφην ἐγώ, οὕτω δεῖ φυτεύειν;
Οἶμαι δ᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ τἆλλα ἀκρόδρυα πάντα. τῶν γὰρ ἐν τῇ τῆς ἀμπέλου φυτείᾳ καλῶς ἐχόντων τί ἂν ἀποδοκιμάσαις εἰς τὰς ἄλλας φυτείας;
[19.13] Ἐλαίαν δὲ πῶς, ἔφην ἐγώ, φυτεύσομεν, ὦ Ἰσχόμαχε;
Ἀποπειρᾷ μου καὶ τοῦτο, ἔφη, μάλιστα πάντων ἐπιστάμενος. ὁρᾷς μὲν γὰρ δὴ ὅτι βαθύτερος ὀρύττεται τῇ ἐλαίᾳ βόθρος· καὶ γὰρ παρὰ τὰς ὁδοὺς μάλιστα ὀρύττεται· ὁρᾷς δ᾽ ὅτι πρέμνα πᾶσι τοῖς φυτευτηρίοις πρόσεστιν· ὁρᾷς δ᾽, ἔφη, τῶν φυτῶν πηλὸν ταῖς κεφαλαῖς πάσαις ἐπικείμενον καὶ πάντων τῶν φυτῶν ἐστεγασμένον τὸ ἄνω.
[19.14] Ὁρῶ, ἔφην ἐγώ, ταῦτα πάντα.
Καὶ ὁρῶν δή, ἔφη, τί αὐτῶν οὐ γιγνώσκεις; ἢ τὸ ὄστρακον ἀγνοεῖς, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πῶς ἂν ἐπὶ τοῦ πηλοῦ ἄνω καταθείης;
Μὰ τὸν Δί᾽, ἔφην ἐγώ, οὐδὲν ὧν εἶπας, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀγνοῶ, ἀλλὰ πάλιν ἐννοῶ τί ποτε, ὅτε πάλαι ἤρου με συλλήβδην εἰ ἐπίσταμαι φυτεύειν, οὐκ ἔφην. οὐ γὰρ ἐδόκουν ἔχειν ἂν εἰπεῖν οὐδὲν ᾗ δεῖ φυτεύειν· ἐπεὶ δέ με καθ᾽ ἓν ἕκαστον ἐπεχείρησας ἐρωτᾶν, ἀποκρίνομαί σοι, ὡς σὺ φῄς, ἅπερ σὺ γιγνώσκεις ὁ δεινὸς λεγόμενος γεωργός.
[19.15] Ἆρα, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἡ ἐρώτησις διδασκαλία ἐστίν; ἄρτι γὰρ δή, ἔφην ἐγώ, καταμανθάνω ᾗ με ἐπηρώτησας ἕκαστα· ἄγων γάρ με δι᾽ ὧν ἐγὼ ἐπίσταμαι, ὅμοια τούτοις ἐπιδεικνὺς ἃ οὐκ ἐνόμιζον ἐπίστασθαι ἀναπείθεις, οἶμαι, ὡς καὶ ταῦτα ἐπίσταμαι.
[19.16] Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ περὶ ἀργυρίου ἐρωτῶν ἄν σε, πότερον καλὸν ἢ οὔ, δυναίμην ἄν σε πεῖσαι ὡς ἐπίστασαι διαδοκιμάζειν τὰ καλὰ καὶ τὰ κίβδηλα ἀργύρια; καὶ περὶ αὐλητῶν ἂν δυναίμην ἀναπεῖσαι ὡς ἐπίστασαι αὐλεῖν, καὶ περὶ ζωγράφων καὶ περὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων;
Ἴσως ἄν, ἔφην ἐγώ, ἐπειδὴ καὶ γεωργεῖν ἀνέπεισάς με ὡς ἐπιστήμων εἴην, καίπερ εἰδότα ὅτι οὐδεὶς πώποτε ἐδίδαξέ με ταύτην τὴν τέχνην.
[19.17] Οὐκ ἔστι ταῦτ᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες· ἀλλ᾽ ἐγὼ καὶ πάλαι σοι ἔλεγον ὅτι ἡ γεωργία οὕτω φιλάνθρωπός ἐστι καὶ πραεῖα τέχνη ὥστε καὶ ὁρῶντας καὶ ἀκούοντας ἐπιστήμονας εὐθὺς ἑαυτῆς ποιεῖν. [19.18] πολλὰ δ᾽, ἔφη, καὶ αὐτὴ διδάσκει ὡς ἂν κάλλιστά τις αὐτῇ χρῷτο. αὐτίκα ἄμπελος ἀναβαίνουσα μὲν ἐπὶ τὰ δένδρα, ὅταν ἔχῃ τι πλησίον δένδρον, διδάσκει ἱστάναι αὑτήν· περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα, ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι, διδάσκει σκιάζειν τὰ ἡλιούμενα ταύτην τὴν ὥραν· [19.19] ὅταν δὲ καιρὸς ᾖ ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἤδη γλυκαίνεσθαι τὰς σταφυλάς, φυλλορροοῦσα διδάσκει ἑαυτὴν ψιλοῦν καὶ πεπαίνειν τὴν ὀπώραν, διὰ πολυφορίαν δὲ τοὺς μὲν πέπονας δεικνύουσα βότρυς, τοὺς δὲ ἔτι ὠμοτέρους φέρουσα, διδάσκει τρυγᾶν ἑαυτήν, ὥσπερ τὰ σῦκα συκάζουσι, τὸ ὀργῶν ἀεί.


[19.11] «Για όλες τις εργασίες που αναφέραμε», είπε, «συμβαίνει να ξέρεις τα ίδια με μένα. Αλλά εσύ μόνο θα συσσώρευες το χώμα γύρω από το φυτό», είπε, «ή θα το πατούσες πυκνά και σταθερά γύρω απ᾽ το φυτό;»
«Θα το πατούσα σταθερά, μά τον Δία», είπα, «γιατί, αν δεν πατηθεί το χώμα, ξέρω καλά ότι η βροχή θα κάνει το απάτητο χώμα λάσπη και ο ήλιος θα το στεγνώσει εντελώς· έτσι, υπάρχει κίνδυνος τα φυτά να σαπίσουν από την υγρασία ή, εάν θερμανθούν πάρα πολύ, οι ρίζες να μαραθούν από την ξηρασία».
[19.12] «Για την καλλιέργεια του αμπελιού, επίσης, Σωκράτη», είπε, «συμβαίνει να γνωρίζεις τα ίδια με μένα ακριβώς».
«Μπορεί κάποιος να φυτέψει συκιά με τον ίδιο τρόπο;», είπα.
«Πιστεύω πως μπορεί», είπε ο Ισχόμαχος, «καθώς κι όλα τα οπωροφόρα. Από όσα είναι σωστά για την καλλιέργεια του αμπελιού τί θα απέρριπτες στις καλλιέργειες των άλλων φυτών;»
[19.13] «Πώς θα καλλιεργήσουμε την ελιά, Ισχόμαχε;», είπα.
«Με εξετάζεις και σ᾽ αυτό», είπε, «που το ξέρεις καλύτερα απ᾽ όλα. Γιατί σίγουρα βλέπεις ότι σκάβουν βαθύτερο λάκκο για την ελιά, όπως και ότι σκάβουν συχνά κατά μήκος των δρόμων· βλέπεις ότι για στήριγμα πάσσαλοι βρίσκονται κοντά στα φυντάνια. Βλέπεις», είπε, «ότι η λάσπη βρίσκεται πάνω στις κορυφές των φυτών κι ότι το πάνω μέρος κάθε φυτού είναι σκεπασμένο».
[19.14] «Τα βλέπω όλα αυτά», είπα.
«Αφού το βλέπεις, λοιπόν», είπε, «τί είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις; Αγνοείς, Σωκράτη», είπε, «πώς να τοποθετήσεις το όστρακο πάνω απ᾽ τη λάσπη;»
«Μά τον Δία», είπα, «δεν υπάρχει τίποτα απ᾽ όσα είπες που να το αγνοώ, Ισχόμαχε, αλλά σκέφτομαι ξανά γιατί, όταν με ρώτησες πριν από λίγο αν γενικά ξέρω να καλλιεργώ, το αρνήθηκα. Γιατί νόμιζα ότι δεν είχα τίποτα να πω σχετικά με το πώς κανείς φυτεύει· αλλά, αφού επιχείρησες να με ρωτάς καθετί ξεχωριστά, απαντώ σε σένα σε όσα, όπως ισχυρίζεσαι, γνωρίζεις καλά εσύ, ο θεωρούμενος ικανός γεωργός».
[19.15] «Είναι η περίπτωση, Ισχόμαχε», είπα, «που με το να ρωτάς διδάσκεις; Γιατί μαθαίνω», είπα, «ήδη με τον τρόπο που με ρώτησες για το κάθε πράγμα. Επειδή, καθοδηγώντας με μέσα απ᾽ ό,τι ξέρω, δείχνοντάς μου πως αυτό που νόμιζα ότι δεν το ήξερα είναι όμοιο με αυτά που γνώριζα, προσπαθείς να με πείσεις, φαντάζομαι, ότι και τα προηγούμενα τα ξέρω».
[19.16] «Αν, λοιπόν, για τα νομίσματα», είπε ο Ισχόμαχος, «σε ρωτούσα σχετικά με το αν είναι γνήσια ή όχι, θα μπορούσα να σε πείσω ότι ξέρεις να διακρίνεις τα γνήσια απ᾽ τα κίβδηλα; Ή, αν σε ρωτούσα για τους αυλητές, θα μπορούσα να σε πείσω ότι ξέρεις να παίζεις αυλό ή για τους ζωγράφους ή για κάποιο άλλο θέμα;»
«Πιθανόν», είπα, «γιατί μ᾽ έπεισες ότι είμαι γνώστης της γεωργίας, ενώ ξέρω ότι κανείς ποτέ δεν μου δίδαξε αυτήν την τέχνη».
[19.17] «Δεν είναι το ίδιο, Σωκράτη», είπε, «αλλά λίγο πριν σου είπα ότι η γεωργία είναι τόσο ανθρώπινη και ευγενική δραστηριότητα, που αρκεί να βλέπουν ή να ακούν γι᾽ αυτήν έστω μια φορά οι άνθρωποι για να μάθουν τα μυστικά της. [19.18] Γιατί η γεωργία διδάσκει πολλά πράγματα από μόνη της», είπε, «για το πώς κάποιος πρέπει να τη χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο. Λόγου χάρη, το κλήμα που αναρριχάται στα δέντρα, όποτε έχει ένα δέντρο κοντά του, αμέσως διδάσκει ότι χρειάζεται να στηριχτεί. Απλώνοντας τα φύλλα του, ενώ τα τσαμπιά του είναι ακόμη τρυφερά, διδάσκει να προφυλάξουμε στη σκιά ό,τι λούζεται στον ήλιο. [19.19] Με την πτώση των φύλλων, όταν είναι καιρός να γλυκάνουν τα σταφύλια από τον ήλιο, μας πληροφορεί ότι πρέπει να μαδήσουμε τα φύλλα για να ωριμάσουν τα σταφύλια του. Και με το να δείχνει, κατά το στάδιο της παραγωγής, μερικά τσαμπιά ώριμα και άλλα ακόμη άγουρα, αποκαλύπτει ότι καθένα πρέπει να το τρυγούμε όταν ωριμάσει, με τον ίδιο τρόπο που συλλέγονται και τα σύκα πάντα όταν είναι ώριμα».