[73.1] Ενώ προχωρούσε προς τη Βαβυλώνα, ο Νέαρχος —είχε επιστρέψει και είχε μπει στον Ευφράτη από τη μεγάλη θάλασσα— του είπε πως τον συνάντησαν κάποιοι Χαλδαίοι, οι οποίοι τον συμβούλευαν να κρατηθεί ο Αλέξανδρος μακριά από τη Βαβυλώνα. [73.2] Αυτός όμως δεν έδωσε σημασία και συνέχισε την πορεία. Όταν έφτασε κοντά στα τείχη, είδε πολλά κοράκια εδώ και εκεί να ραμφίζει το ένα το άλλο, ορισμένα από τα οποία έπεσαν δίπλα του. [73.3] Στη συνέχεια, όταν έγινε καταγγελία εναντίον του Απολλόδωρου, του στρατηγού της Βαβυλώνας, ότι είχε θυσιάσει για λογαριασμό του, κάλεσε τον μάντη Πυθαγόρα. [73.4] Και, καθώς εκείνος δεν αρνήθηκε τη συγκεκριμένη ενέργεια, τον ρώτησε για τον χαρακτήρα των σφαγίων. Και, όταν αυτός απάντησε ότι το συκώτι ήταν χωρίς λοβό, είπε: «αλίμονο, αυτό το σημάδι είναι τρομερό». [73.5] Δεν πείραξε όμως καθόλου τον Πυθαγόρα· ωστόσο, δυσανασχετούσε που δεν πίστεψε στα λόγια του Νέαρχου. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε κατασκηνώνοντας έξω από τη Βαβυλώνα και πλέοντας τον Ευφράτη. [73.6] Τον ενοχλούσαν, όμως και άλλα πολλά σημάδια. Για παράδειγμα, στο πιο μεγάλο και πιο ωραίο από τα λιοντάρια που έτρεφε επιτέθηκε ένα ήμερο γαϊδούρι και το σκότωσε· [73.7] εξάλλου, όταν ξεντύθηκε για να αλειφθεί και έπαιζε σφαίρα, καθώς ήταν η ώρα να πάρει πάλι τα ρούχα του, οι νεαροί συμπαίκτες του είδαν να κάθεται σιωπηλός στον θρόνο ένας άνθρωπος με το διάδημα και τη βασιλική στολή. [73.8] Όταν κατά την ανάκριση ρωτήθηκε ποιός ήταν, για πολλήν ώρα δεν μιλούσε καθόλου· και μόλις και μετά βίας συνήλθε, είπε πως ονομαζόταν Διονύσιος, καταγόταν από τη Μεσσηνία, είχε μεταφερθεί εδώ από τα παράλια εξαιτίας κάποιας κατηγορίας και καταγγελίας και ήταν φυλακισμένος για πολύν καιρό. Πριν από λίγο παρουσιάστηκε σ᾽ αυτόν ο Σάραπις, του έλυσε τα δεσμά, τον οδήγησε εδώ και τον διέταξε να φορέσει τη στολή και το διάδημα και να καθίσει στον θρόνο σιωπηλός. [74.1] Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, σκότωσε τον άνθρωπο, όπως τον προέτρεπαν οι μάντεις. Ο ίδιος όμως είχε χάσει το κέφι του, δεν έλπιζε πια στους θεούς και αντιμετώπιζε με καχυποψία τους φίλους. [74.2] Περισσότερο από όλους όμως φοβόταν τον Αντίπατρο και τους γιους του, από τους οποίους ο Ιόλας ήταν αρχιοινοχόος, ενώ ο Κάσσανδρος είχε φτάσει πρόσφατα. Όταν είδε κάποιους βαρβάρους να προσκυνούν, καθώς είχε ανατραφεί με τον ελληνικό τρόπο και δεν είχε δει πιο μπροστά κάτι τέτοιο, γέλασε πολύ προκλητικά. [74.3] Ο Αλέξανδρος οργίστηκε, τον άρπαξε από τα μαλλιά με πολλή δύναμη με τα δυο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. [74.4] Εξάλλου, όταν ο Κάσσανδρος θέλησε να πει κάτι σ᾽ αυτούς που κατηγορούσαν τον Αντίπατρο, τον διέκοψε και είπε: «τι λες; Έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς κανέναν λόγο, απλώς για να συκοφαντήσουν;» [74.5] Και όταν ο Κάσσανδρος είπε ότι απόδειξη της συκοφαντίας είναι ακριβώς αυτό, το ότι έχουν έρθει από τόσο μακριά από τον χώρο όπου θα μπορούσαν να ελεγχθούν οι κατηγορίες τους, ο Αλέξανδρος, γελώντας ειρωνικά, είπε: «αυτά είναι από τα σοφίσματα του Αριστοτέλη με τη διπλή ερμηνεία, που θα σας κάνουν όμως να κλάψετε με λυγμούς, αν αποδειχτεί ότι αδικείτε τους ανθρώπους έστω και κατ᾽ ελάχιστον». [74.6] Λένε, γενικά, ότι τόσο μεγάλος και μόνιμος ήταν ο φόβος που φώλιασε στην ψυχή του Κάσσανδρου, ώστε ύστερα από πολλά χρόνια, όταν ήταν ήδη βασιλιάς των Μακεδόνων και κυρίαρχος της Ελλάδος, καθώς περπατούσε στους Δελφούς και κοίταζε τους ανδριάντες, μόλις παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του το άγαλμα του Αλέξανδρου, έπαθε κρίση, άρχισε να τρέμει σύγκορμος, ζαλίστηκε στη θέα του αγάλματος και τρόμαξε να συνέλθει.
|