Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (73.1-74.6)


[73.1] Εἰς δὲ Βαβυλῶνα προάγοντος αὐτοῦ, Νέαρχος (ἀφίκετο γὰρ αὖθις εἰσπλεύσας εἰς τὸν Εὐφράτην ἐκ τῆς μεγάλης θαλάσσης) ἔφη τινὰς ἐντυχεῖν αὐτῷ Χαλδαίους, παραινοῦντας ἀπέχεσθαι Βαβυλῶνος τὸν Ἀλέξανδρον. [73.2] ὁ δ᾽ οὐκ ἐφρόντισεν, ἀλλ᾽ ἐπορεύετο, καὶ πρὸς τοῖς τείχεσι γενόμενος, ὁρᾷ κόρακας πολλοὺς διαφερομένους καὶ τύπτοντας ἀλλήλους, ὧν ἔνιοι κατέπεσον παρ᾽ αὐτόν. [73.3] ἔπειτα μηνύσεως γενομένης κατ᾽ Ἀπολλοδώρου τοῦ στρατηγοῦ τῆς Βαβυλῶνος, ὡς εἴη περὶ αὐτοῦ τεθυμένος, ἐκάλει Πυθαγόραν τὸν μάντιν. [73.4] οὐκ ἀρνουμένου δὲ τὴν πρᾶξιν, ἠρώτησε τῶν ἱερῶν τὸν τρόπον· φήσαντος δ᾽ ὅτι τὸ ἧπαρ ἦν ἄλοβον, «παπαὶ» εἶπεν, «ἰσχυρὸν τὸ σημεῖον». [73.5] καὶ τὸν Πυθαγόραν οὐδὲν ἠδίκησεν, ἤχθετο δὲ μὴ πεισθεὶς τῷ Νεάρχῳ, καὶ τὰ πολλὰ τῆς Βαβυλῶνος ἔξω κατασκηνῶν καὶ περιπλέων τὸν Εὐφράτην διέτριβεν. [73.6] ἠνώχλει δ᾽ αὐτὸν ‹καὶ ἄλλα› σημεῖα πολλά. καὶ γὰρ λέοντα τῶν τρεφομένων μέγιστον καὶ κάλλιστον ἥμερος ὄνος ἐπελθὼν καὶ λακτίσας ἀνεῖλεν. [73.7] ἀποδυσαμένου δ᾽ ‹αὐτοῦ› πρὸς ἄλειμμα καὶ σφαῖραν [αὐτοῦ] παίζοντος, τῶν νεανίσκων οἱ ‹συ›σφαιρίζοντες, ὡς ἔδει πάλιν λαβεῖν τὰ ἱμάτια, καθορῶσιν ἄνθρωπον ἐν τῷ θρόνῳ καθεζόμενον σιωπῇ, τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν τὴν βασιλικὴν περικείμενον. [73.8] οὗτος ἀνακρινόμενος ὅστις εἴη, πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν· μόλις δὲ συμφρονήσας, Διονύσιος μὲν ἔφη καλεῖσθαι, Μεσσήνιος δ᾽ εἶναι τὸ γένος, ἐκ δέ τινος αἰτίας καὶ κατηγορίας ἐνταῦθα κομισθεὶς ἀπὸ θαλάσσης, πολὺν γεγονέναι χρόνον ἐν δεσμοῖς· [73.9] ἄρτι δ᾽ αὐτῷ τὸν Σάραπιν ἐπιστάντα τοὺς δεσμοὺς ἀνεῖναι καὶ προαγ‹αγ›εῖν δεῦρο, καὶ κελεῦσαι λαβόντα τὴν στολὴν καὶ τὸ διάδημα καθίσαι καὶ σιωπᾶν.
[74.1] Ταῦτ᾽ ἀκούσας ὁ Ἀλέξανδρος, τὸν μὲν ἄνθρωπον, ὥσπερ ἐκέλευον οἱ μάντεις, ἠφάνισεν· αὐτὸς δ᾽ ἠθύμει καὶ δύσελπις ἦν πρὸς τὸ θεῖον ἤδη καὶ πρὸς τοὺς φίλους ὕποπτος.
[74.2] Μάλιστα δ᾽ Ἀντίπατρον ἐφοβεῖτο καὶ τοὺς παῖδας, ὧν Ἰόλας μὲν ἀρχιοινοχόος ἦν, ὁ δὲ Κάσανδρος ἀφῖκτο μὲν νεωστί, θεασάμενος δὲ βαρβάρους τινὰς προσκυνοῦντας, ἅτε δὴ τεθραμμένος Ἑλληνικῶς καὶ τοιοῦτο πρότερον μηδὲν ἑωρακώς, ἐγέλασε προπετέστερον. [74.3] ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ὠργίσθη, καὶ δραξάμενος αὐτοῦ τῶν τριχῶν σφόδρα ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις, ἔπαισε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν τοῖχον. [74.4] αὖθις δὲ πρὸς τοὺς κατηγοροῦντας Ἀντιπάτρου λέγειν τι βουλόμενον τὸν Κάσανδρον ἐκκρούων, «τί λέγεις;» ἔφη· «τοσαύτην ὁδὸν ἀνθρώπους μηδὲν ἀδικουμένους, ἀλλὰ συκοφαντοῦντας ἐλθεῖν;» [74.5] φήσαντος δὲ τοῦ Κασάνδρου τοῦτ᾽ αὐτὸ σημεῖον εἶναι τοῦ συκοφαντεῖν, ὅτι μακρὰν ἥκουσι τῶν ἐλέγχων, ἀναγελάσας ὁ Ἀλέξανδρος «ταῦτ᾽ ἐκεῖνα» ἔφη «σοφίσματα τῶν Ἀριστοτέλους εἰς ἑκάτερον τὸν λόγον, οἰμωξομένων, ἂν καὶ μικρὸν ἀδικοῦντες τοὺς ἀνθρώπους φανῆτε». [74.6] τὸ δ᾽ ὅλον οὕτω φασὶ δεινὸν ἐνδῦναι καὶ δευσοποιὸν ἐγγενέσθαι τῇ ψυχῇ τοῦ Κασάνδρου τὸ δέος, ὥσθ᾽ ὕστερον χρόνοις πολλοῖς, ἤδη Μακεδόνων βασιλεύοντα καὶ κρατοῦντα τῆς Ἑλλάδος, ἐν Δελφοῖς περιπατοῦντα καὶ θεώμενον τοὺς ἀνδριάντας, εἰκόνος Ἀλεξάνδρου φανείσης ἄφνω πληγέντα φρῖξαι καὶ κραδανθῆναι τὸ σῶμα, καὶ μόλις ἀναλαβεῖν ἑαυτόν, ἰλιγγιάσαντα πρὸς τὴν ὄψιν.


[73.1] Ενώ προχωρούσε προς τη Βαβυλώνα, ο Νέαρχος —είχε επιστρέψει και είχε μπει στον Ευφράτη από τη μεγάλη θάλασσα— του είπε πως τον συνάντησαν κάποιοι Χαλδαίοι, οι οποίοι τον συμβούλευαν να κρατηθεί ο Αλέξανδρος μακριά από τη Βαβυλώνα. [73.2] Αυτός όμως δεν έδωσε σημασία και συνέχισε την πορεία. Όταν έφτασε κοντά στα τείχη, είδε πολλά κοράκια εδώ και εκεί να ραμφίζει το ένα το άλλο, ορισμένα από τα οποία έπεσαν δίπλα του. [73.3] Στη συνέχεια, όταν έγινε καταγγελία εναντίον του Απολλόδωρου, του στρατηγού της Βαβυλώνας, ότι είχε θυσιάσει για λογαριασμό του, κάλεσε τον μάντη Πυθαγόρα. [73.4] Και, καθώς εκείνος δεν αρνήθηκε τη συγκεκριμένη ενέργεια, τον ρώτησε για τον χαρακτήρα των σφαγίων. Και, όταν αυτός απάντησε ότι το συκώτι ήταν χωρίς λοβό, είπε: «αλίμονο, αυτό το σημάδι είναι τρομερό». [73.5] Δεν πείραξε όμως καθόλου τον Πυθαγόρα· ωστόσο, δυσανασχετούσε που δεν πίστεψε στα λόγια του Νέαρχου. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε κατασκηνώνοντας έξω από τη Βαβυλώνα και πλέοντας τον Ευφράτη. [73.6] Τον ενοχλούσαν, όμως και άλλα πολλά σημάδια. Για παράδειγμα, στο πιο μεγάλο και πιο ωραίο από τα λιοντάρια που έτρεφε επιτέθηκε ένα ήμερο γαϊδούρι και το σκότωσε· [73.7] εξάλλου, όταν ξεντύθηκε για να αλειφθεί και έπαιζε σφαίρα, καθώς ήταν η ώρα να πάρει πάλι τα ρούχα του, οι νεαροί συμπαίκτες του είδαν να κάθεται σιωπηλός στον θρόνο ένας άνθρωπος με το διάδημα και τη βασιλική στολή. [73.8] Όταν κατά την ανάκριση ρωτήθηκε ποιός ήταν, για πολλήν ώρα δεν μιλούσε καθόλου· και μόλις και μετά βίας συνήλθε, είπε πως ονομαζόταν Διονύσιος, καταγόταν από τη Μεσσηνία, είχε μεταφερθεί εδώ από τα παράλια εξαιτίας κάποιας κατηγορίας και καταγγελίας και ήταν φυλακισμένος για πολύν καιρό. Πριν από λίγο παρουσιάστηκε σ᾽ αυτόν ο Σάραπις, του έλυσε τα δεσμά, τον οδήγησε εδώ και τον διέταξε να φορέσει τη στολή και το διάδημα και να καθίσει στον θρόνο σιωπηλός.
[74.1] Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, σκότωσε τον άνθρωπο, όπως τον προέτρεπαν οι μάντεις. Ο ίδιος όμως είχε χάσει το κέφι του, δεν έλπιζε πια στους θεούς και αντιμετώπιζε με καχυποψία τους φίλους. [74.2] Περισσότερο από όλους όμως φοβόταν τον Αντίπατρο και τους γιους του, από τους οποίους ο Ιόλας ήταν αρχιοινοχόος, ενώ ο Κάσσανδρος είχε φτάσει πρόσφατα. Όταν είδε κάποιους βαρβάρους να προσκυνούν, καθώς είχε ανατραφεί με τον ελληνικό τρόπο και δεν είχε δει πιο μπροστά κάτι τέτοιο, γέλασε πολύ προκλητικά. [74.3] Ο Αλέξανδρος οργίστηκε, τον άρπαξε από τα μαλλιά με πολλή δύναμη με τα δυο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. [74.4] Εξάλλου, όταν ο Κάσσανδρος θέλησε να πει κάτι σ᾽ αυτούς που κατηγορούσαν τον Αντίπατρο, τον διέκοψε και είπε: «τι λες; Έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς κανέναν λόγο, απλώς για να συκοφαντήσουν;» [74.5] Και όταν ο Κάσσανδρος είπε ότι απόδειξη της συκοφαντίας είναι ακριβώς αυτό, το ότι έχουν έρθει από τόσο μακριά από τον χώρο όπου θα μπορούσαν να ελεγχθούν οι κατηγορίες τους, ο Αλέξανδρος, γελώντας ειρωνικά, είπε: «αυτά είναι από τα σοφίσματα του Αριστοτέλη με τη διπλή ερμηνεία, που θα σας κάνουν όμως να κλάψετε με λυγμούς, αν αποδειχτεί ότι αδικείτε τους ανθρώπους έστω και κατ᾽ ελάχιστον». [74.6] Λένε, γενικά, ότι τόσο μεγάλος και μόνιμος ήταν ο φόβος που φώλιασε στην ψυχή του Κάσσανδρου, ώστε ύστερα από πολλά χρόνια, όταν ήταν ήδη βασιλιάς των Μακεδόνων και κυρίαρχος της Ελλάδος, καθώς περπατούσε στους Δελφούς και κοίταζε τους ανδριάντες, μόλις παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του το άγαλμα του Αλέξανδρου, έπαθε κρίση, άρχισε να τρέμει σύγκορμος, ζαλίστηκε στη θέα του αγάλματος και τρόμαξε να συνέλθει.