ΖΕΥΣ Κόρη μου, δεν είναι όλοι όπως τους λες. Και λίγους καλούς να βρεις, πάλι αρκετό είναι. Πηγαίνετε τώρα, με την ευχή μου, για να προφθάσουν να δικασθούν μερικές. ΕΡΜΗΣ [8] Έλα, Δίκη, πάμε ίσα απ᾽ εδώ προς το Σούνιο, λίγο κάτω από τον Υμηττό, προς τ᾽ αριστερά της Πάρνηθος, όπου προβάλλουν εκείνα τα δυο βουναλάκια. Συ όμως φαίνεται πως από καιρό έχεις ξεχάσει τον δρόμο. Μα τί έχεις και κλαις κι απελπίζεσαι; Μη φοβάσαι, κι άλλαξαν τώρα οι καιροί. Πάνε, πέθαναν πια εκείνοι οι Σκείρωνες κι οι Πιτυοκάμπτες κι οι Βουσίριδες κι οι Φαλάριδες, που τόσο τους φοβόσουν τότε. Τώρα πια κυριαρχούν η Σοφία κι η Ακαδημία κι η Στοά, κι όλοι για σένα μιλούν, κι όλοι περιμένουν, μ᾽ ανοιχτό το στόμα, να ξεπροβάλεις από τον ουρανό και να πετάξεις στη γη. ΔΙΚΗ Συ μόνο μπορείς να μου πεις την αλήθεια, Ερμή, γιατί συ περνάς τον περισσότερο καιρό σου μαζί τους, είτε στα γυμνάσια είτε στις συνελεύσεις τους, όπου κάνεις τον κήρυκα. Λοιπόν, με θέλουν πραγματικά; Μπορώ να μείνω μαζί τους; ΕΡΜΗΣ Ναι, Δίκη, είσαι αδελφή μου και θα ήταν άδικο να μη σου πω την καθαρή αλήθεια. Πολλοί απ᾽ αυτούς ωφελήθηκαν αρκετά από τη φιλοσοφία. Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον από σεβασμό προς τον τίτλο του φιλοσόφου, κάνουν τώρα λιγότερα αμαρτήματα. Αλλά θα βρεις και μερικούς απ᾽ αυτούς —να μη σου τα κρύβω— αχρείους και ημιμαθείς και μισοδιεφθαρμένους. Σ᾽ αυτούς, βλέπεις, η φιλοσοφία ήταν σαν αλλαγή χρώματος. Όσοι απορρόφησαν άφθονα τη βαφή, έγιναν χρηστοί, χωρίς να διατηρήσουν το παλιό χρώμα, κι είν᾽ έτοιμοι να σε υποδεχθούνε πρόθυμα. Σ᾽ άλλους όμως, η παλιά ακαθαρσία δεν άφησε το φάρμακο να τους επηρεάσει, κι αυτοί έγιναν μεν καλύτεροι από τους άλλους, αλλά ατελείς και παρδαλοί και γεμάτοι στίγματα χρωματιστά. Υπάρχουν δε και μερικοί που άγγιξαν μόνον απέξω το καζάνι και πήραν λίγη καπνιά και νόμισαν πως αρκετά βάφτηκαν κι αυτοί. Συ όμως, φυσικά, θα έχεις να κάμεις με τους πιο καλούς. [9] Όπως να ᾽ναι, με την κουβέντα φτάσαμε στην Αττική. Ας αφήσουμε στα δεξιά το Σούνιο κι ας πάμε προς την Ακρόπολη. Κι αφού κατεβήκαμε τώρα, κάθισε συ κάπου εδώ στον βράχο και περίμενε κοιτάζοντας προς την Πνύκα, ώσπου να κηρύξω το θέλημα του Διός. Θ᾽ ανεβώ μάλιστα στην Ακρόπολη, για να μ᾽ ακούσουν όλοι καλύτερα. ΔΙΚΗ Μη φύγεις, Ερμή, πριν μου πεις ποιός είν᾽ αυτός που έρχεται, με τα κέρατα, με τα τριχωτά πόδια και με τη φλογέρα στο χέρι. ΕΡΜΗΣ Τί λες; Δεν ξέρεις τον Πάνα, τον πιο εύθυμο από τους ακολούθους του Διόνυσου; Πρώτα κατοικούσε στο Παρθένιο όρος. Αλλ᾽ από τον καιρό που ο Δάτης με τους βαρβάρους του έκαμε την απόβαση στον Μαραθώνα, ήρθε απρόσκλητος σύμμαχος των Αθηναίων, κι από τότε πήρε αυτή τη σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και μένει εδώ, πληρώνοντας κι αυτός τον φόρο των μετοίκων. Μας είδε, φαίνεται, τώρα, και σαν καλός γείτονας έρχεται να μας καλωσορίσει.
|