Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Βίων πρᾶσις (9-11)


ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
[9] Εὖ γε, ὦ προφῆτα· ἢν δὲ πρίωμαί σε, τίνα με τὸν τρόπον διασκήσεις;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Πρῶτον μὲν παραλαβών σε καὶ ἀποδύσας τὴν τρυφὴν καὶ ἀπορίᾳ συγκατακλείσας τριβώνιον περιβαλῶ, μετὰ δὲ πονεῖν καὶ κάμνειν καταναγκάσω χαμαὶ καθεύδοντα καὶ ὕδωρ πίνοντα καὶ ὧν ἔτυχεν ἐμπιμπλάμενον, τὰ δὲ χρήματα, ἢν ἔχῃς, ἐμοὶ πειθόμενος εἰς τὴν θάλατταν φέρων ἐμβαλεῖς, γάμου δὲ ἀμελήσεις καὶ παίδων καὶ πατρίδος, καὶ πάντα σοι ταῦτα λῆρος ἔσται, καὶ τὴν πατρῴαν οἰκίαν ἀπολιπὼν ἢ τάφον οἰκήσεις ἢ πυργίον ἔρημον ἢ καὶ πίθον· ἡ πήρα δέ σοι θέρμων ἔσται μεστὴ καὶ ὀπισθογράφων βιβλίων· καὶ οὕτως ἔχων εὐδαιμονέστερος εἶναι φήσεις τοῦ μεγάλου βασιλέως. ἢν μαστιγοῖ δέ τις ἢ στρεβλοῖ, τούτων οὐδὲν ἀνιαρὸν ἡγήσῃ.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Πῶς τοῦτο φὴς τὸ μὴ ἀλγεῖν μαστιγούμενον; οὐ γὰρ χελώνης ἢ καράβου τὸ δέρμα περιβέβλημαι.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Τὸ Εὐριπίδειον ἐκεῖνο ζηλώσεις μικρὸν ἐναλλάξας.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Τὸ ποῖον;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ἡ φρήν σοι ἀλγήσει, ἡ δὲ γλῶσσα ἔσται ἀνάλγητος. [10] ἃ δὲ μάλιστα δεῖ προσεῖναι, ταῦτά ἐστιν· ἰταμὸν χρὴ εἶναι καὶ θρασὺν καὶ λοιδορεῖσθαι πᾶσιν ἑξῆς καὶ βασιλεῦσι καὶ ἰδιώταις· οὕτω γὰρ ἀποβλέψονταί σε καὶ ἀνδρεῖον ὑπολήψονται. βάρβαρος δὲ ἡ φωνὴ ἔστω καὶ ἀπηχὲς τὸ φθέγμα καὶ ἀτεχνῶς ὅμοιον κυνί, καὶ πρόσωπον δὲ ἐντεταμένον καὶ βάδισμα τοιούτῳ προσώπῳ πρέπον, καὶ ὅλως θηριώδη τὰ πάντα καὶ ἄγρια. αἰδὼς δὲ καὶ ἐπιείκεια καὶ μετριότης ἀπέστω, καὶ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπόξυσον τοῦ προσώπου παντελῶς. δίωκε δὲ τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, καὶ ἐν αὐτοῖς τούτοις μόνος καὶ ἀκοινώνητος εἶναι θέλε μὴ φίλον, μὴ ξένον προσιέμενος· κατάλυσις γὰρ τὰ τοιαῦτα τῆς ἀρχῆς. ἐν ὄψει δὲ πάντων, ἃ μηδὲ ἰδίᾳ ποιήσειεν ἄν τις, θαρρῶν ποίει, καὶ τῶν ἀφροδισίων αἱροῦ τὰ γελοιότερα, καὶ τέλος, ἤν σοι δοκῇ, πολύποδα ὠμὸν ἢ σηπίαν φαγὼν ἀπόθανε. ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῦμεν.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
[11] Ἄπαγε· μιαρὰ γὰρ καὶ οὐκ ἀνθρώπινα λέγεις.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ἀλλὰ ῥᾷστά γε, ὦ οὗτος, καὶ πᾶσιν εὐχερῆ μετελθεῖν· οὐ γάρ σοι δεήσει παιδείας καὶ λόγων καὶ λήρων, ἀλλ᾽ ἐπίτομος αὕτη σοι πρὸς δόξαν ἡ ὁδός· κἂν ἰδιώτης ᾖς, ἤτοι σκυτοδέψης ἢ ταριχοπώλης ἢ τέκτων ἢ τραπεζίτης, οὐδέν σε κωλύσει θαυμαστὸν εἴναι, ἢν μόνον ἡ ἀναίδεια καὶ τὸ θράσος παρῇ καὶ λοιδορεῖσθαι καλῶς ἐκμάθῃς.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Πρὸς ταῦτα μὲν οὐ δέομαί σου. ναύτης δ᾽ ἂν ἴσως ἢ κηπουρὸς ἐν καιρῷ γένοιο, καὶ ταῦτα, ἢν ἐθέλῃ σε ἀποδόσθαι οὑτοσὶ τὸ μέγιστον δύ᾽ ὀβολῶν.
ΕΡΜΗΣ
Ἔχε λαβών· καὶ γὰρ ἄσμενοι ἀπαλλαξόμεθα ἐνοχλοῦντος αὐτοῦ καὶ βοῶντος καὶ ἅπαντας ἁπαξαπλῶς ὑβρίζοντος καὶ ἀγορεύοντος κακῶς.


ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
[9] Μπράβο, κήρυκα. Αν όμως σε αγοράσω, με ποιόν τρόπο θα με εκπαιδεύσεις;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Όταν σε παραλάβω και σε ξεντύσω από την καλοπέραση και σε αναγκάσω να συμβιώσεις με τη στέρηση, πρώτα απ᾽ όλα θα σε ντύσω με ένα τριμμένο πανωφόρι, έπειτα θα σε εξαναγκάσω να κοπιάζεις και να ταλαιπωρείσαι, καθώς θα κοιμάσαι στο έδαφος και θα πίνεις μόνο νερό και θα γεμίζεις την κοιλιά σου με ό,τι βρίσκεις. Όσο για τα χρήματα, αν έχεις, θα τα πάρεις, ακολουθώντας τις οδηγίες μου, και θα τα ρίξεις στη θάλασσα. Θα αδιαφορήσεις για γάμο και παιδιά και πατρίδα, κι όλα αυτά θα τα θεωρήσεις ανοησίες· θα εγκαταλείψεις το πατρικό σου σπίτι, και θα κατοικήσεις ή σε τάφο ή σε έρημο πύργο ή και σε πιθάρι. Το σακούλι σου θα είναι γεμάτο με λούπινα και με παπύρινους κυλίνδρους, γραμμένους και από την πίσω τους πλευρά. Και σ᾽ αυτή την κατάσταση, θα υποστηρίζεις ότι είσαι πιο ευτυχισμένος και από τον μεγάλο βασιλιά των Περσών. Κι αν κάποιος σε μαστιγώνει ή σου συστρέφει τα μέλη, δεν θα θεωρείς δυσάρεστο τίποτε απ᾽ αυτά.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Πώς είναι δυνατό αυτό που λες, να μην πονώ, ενώ με μαστιγώνουν; Δεν διαθέτω περιβολή από δέρμα χελώνας ή αγκαθωτού οστρακόδερμου.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Θα υιοθετήσεις την περίφημη εκείνη φράση του Ευριπίδη, παραλλάζοντάς την κάπως.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Ποιάν δηλαδή;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Το μυαλό σου θα πονά, μα η γλώσσα σου θα μένει δίχως πόνο. [10] Αυτά όμως που είναι απολύτως απαραίτητο να έχεις είναι τα εξής: Πρέπει να είσαι αναίσχυντος και θρασύς, και να κακολογείς τους πάντες αδιακρίτως, και βασιλιάδες και απλούς πολίτες, γιατί έτσι θα σε κοιτάξουν με θαυμασμό και θα σε θεωρήσουν γενναίο. Ο λόγος σου να είναι ακαλλιέργητος και η φωνή σου δυσάρεστη και πραγματικά όμοια με φωνή σκύλου. Το πρόσωπό σου να είναι σφιγμένο, και το βάδισμα σου ταιριαστό με ένα τέτοιο πρόσωπο, και γενικά τα πάντα να είναι κτηνώδη και άγρια. Μακριά από σένα η ντροπή και η ευπρέπεια και η μετριοπάθεια, και να εξαλείψεις εντελώς το κοκκίνισμα από το πρόσωπο σου. Να συχνάζεις σε μέρη όπου υπάρχει πολυκοσμία, και εκεί ακριβώς να προσπαθείς να είσαι μόνος και ακοινώνητος, χωρίς να προσεγγίζεις ούτε φίλο ούτε ξένο, γιατί μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί απάρνηση των αρχών σου. Επίσης να κάνεις θαρραλέα, μπροστά στα μάτια όλων, αυτά που δεν θα έκανε κανείς ούτε μόνος του, και να επιλέγεις από τις ερωτικές επαφές τις πιο γελοίες, και στο τέλος, αν συμφωνείς, να πεθάνεις τρώγοντας ένα ωμό χταπόδι ή μια σουπιά. Αυτή την ευτυχία μπορούμε να σου εξασφαλίσουμε.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
[11] Μακριά από μένα. Αυτά που λες είναι απαίσια και απάνθρωπα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ευκολότατα όμως, φίλε μου, και ο καθένας μπορεί να τα αποκτήσει άνετα. Δεν θα χρειαστείς εκπαίδευση και λόγους και αερολογίες, αλλά αυτός θα είναι για σένα ένας σύντομος δρόμος προς τη δόξα. Ακόμη κι αν είσαι απαίδευτος, είτε βυρσοδέψης είτε έμπορος παστών ψαριών ή ξυλουργός ή τραπεζίτης, τίποτε δεν θα σε εμποδίσει να είσαι αξιοθαύμαστος, αρκεί μόνο να σε συνοδεύουν η αναίδεια και το θράσος, και να καταρτιστείς καλά στην κακολογία.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Γι᾽ αυτά βέβαια δεν σε χρειάζομαι. Ίσως όμως θα μπορούσες στην ανάγκη να γίνεις ναύτης ή κηπουρός· κι αυτό, μόνο αν θέλει αυτός εδώ να σε πουλήσει το πολύ πολύ για δύο οβολούς.
ΕΡΜΗΣ
Πάρ᾽ τον, δικός σου. Με χαρά θα απαλλαγούμε απ᾽ αυτόν, που ενοχλεί και κραυγάζει και τους προσβάλλει όλους ανεξαιρέτως και τους κακολογεί.