Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (99-11)

11

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

[9] Ἤδη δ᾽ οὖν ὑπέφαινεν ἡμέρα, καὶ κατελθόντες ἐπὶ τὸν ποταμὸν περὶ ἀναγωγὴν ἐγιγνόμεθα. παρεσκεύαστο δ᾽ αὐτῷ καὶ σκάφος καὶ ἱερεῖα καὶ μελίκρατον καὶ ἄλλα ὅσα πρὸς τὴν τελετὴν χρήσιμα. ἐμβαλόμενοι οὖν ἅπαντα τὰ παρεσκευασμένα οὕτω δὴ καὶ αὐτοὶ
βαίνομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες.
Καὶ μέχρι μέν τινος ὑπεφερόμεθα ἐν τῷ ποταμῷ, εἶτα δὲ εἰσεπλεύσαμεν εἰς τὸ ἕλος καὶ τὴν λίμνην εἰς ἣν ὁ Εὐφράτης ἀφανίζεται. περαιωθέντες δὲ καὶ ταύτην ἀφικνούμεθα εἰς τι χωρίον ἔρημον καὶ ὑλῶδες καὶ ἀνήλιον, εἰς ὃ καὶ δὴ ἀποβάντες —ἡγεῖτο δὲ ὁ Μιθροβαρζάνης— βόθρον τε ὠρυξάμεθα καὶ τὰ μῆλα κατεσφάξαμεν καὶ τὸ αἷμα περὶ αὐτὸν ἐσπείσαμεν. ὁ δὲ μάγος ἐν τοσούτῳ δᾷδα καιομένην ἔχων οὐκέτ᾽ ἠρεμαίᾳ τῇ φωνῇ, παμμέγεθες δέ, ὡς οἷός τε ἦν, ἀνακραγὼν δαίμονάς τε ὁμοῦ πάντας ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας
καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν,
παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ πολυσύλλαβα.
[10] Εὐθὺς οὖν ἅπαντα ἐκεῖνα ἐσαλεύετο καὶ ὑπὸ τῆς ἐπῳδῆς τοὔδαφος ἀνερρήγνυτο καὶ ὑλακὴ τοῦ Κερβέρου πόρρωθεν ἠκούετο καὶ τὸ πρᾶγμα ὑπερκατηφὲς ἦν καὶ σκυθρωπόν.
ἔδδεισεν δ᾽ ὑπένερθεν ἄναξ ἐνέρων Ἀϊδωνεύς—
κατεφαίνετο γὰρ ἤδη τὰ πλεῖστα, καὶ ἡ λίμνη καὶ ὁ Πυριφλεγέθων καὶ τοῦ Πλούτωνος τὰ βασίλεια. κατελθόντες δ᾽ ὅμως διὰ τοῦ χάσματος τὸν μὲν Ῥαδάμανθυν εὕρομεν τεθνεῶτα μικροῦ δεῖν ὑπὸ τοῦ δέους· ὁ δὲ Κέρβερος ὑλάκτησε μέν τι καὶ παρεκίνησε, ταχὺ δέ μου κρούσαντος τὴν λύραν παραχρῆμα ἐκηλήθη ὑπὸ τοῦ μέλους. ἐπεὶ δὲ πρὸς τὴν λίμνην ἀφικόμεθα, μικροῦ μὲν οὐδὲ ἐπεραιώθημεν· ἦν γὰρ πλῆρες ἤδη τὸ πορθμεῖον καὶ οἰμωγῆς ἀνάπλεων, τραυματίαι δὲ πάντες ἐπέπλεον, ὁ μὲν τὸ σκέλος, ὁ δὲ τὴν κεφαλήν, ὁ δὲ ἄλλο τι συντετριμμένος, ἐμοὶ δοκεῖν, ἔκ τινος πολέμου παρόντες.
Ὅμως δ᾽ οὖν ὁ βέλτιστος Χάρων ὡς εἶδε τὴν λεοντῆν, οἰηθείς με τὸν Ἡρακλέα εἶναι, εἰσεδέξατο καὶ διεπόρθμευσέν τε ἄσμενος καὶ ἀποβᾶσι διεσήμηνε τὴν ἀτραπόν. [11] ἐπεὶ δὲ ἦμεν ἐν τῷ σκότῳ, προῄει μὲν ὁ Μιθροβαρζάνης, εἱπόμην δὲ ἐγὼ κατόπιν ἐχόμενος αὐτοῦ, ἕως πρὸς λειμῶνα μέγιστον ἀφικνούμεθα τῷ ἀσφοδέλῳ κατάφυτον, ἔνθα δὴ περιεπέτοντο ἡμᾶς τετριγυῖαι τῶν νεκρῶν αἱ σκιαί. κατ᾽ ὀλίγον δὲ προϊόντες παραγιγνόμεθα πρὸς τὸ τοῦ Μίνωος δικαστήριον· ἐτύγχανε δὲ ὁ μὲν ἐπὶ θρόνου τινὸς ὑψηλοῦ καθήμενος, παρειστήκεσαν δὲ αὐτῷ Ποιναὶ καὶ Ἐρινύες καὶ Ἀλάστορες. ἑτέρωθεν δὲ προσήγοντο πολλοί τινες ἐφεξῆς, ἁλύσει μακρᾷ δεδεμένοι· ἐλέγοντο δὲ εἶναι μοιχοὶ καὶ πορνοβοσκοὶ καὶ τελῶναι καὶ κόλακες καὶ συκοφάνται καὶ τοιοῦτος ὅμιλος τῶν πάντα κυκώντων ἐν τῷ βίῳ. χωρὶς δὲ οἵ τε πλούσιοι καὶ τοκογλύφοι προσῄεσαν ὠχροὶ καὶ προγάστορες καὶ ποδαγροί, κλοιὸν ἕκαστος αὐτῶν καὶ κόρακα διτάλαντον ἐπικείμενος. ἐφεστῶτες οὖν ἡμεῖς ἑωρῶμέν τε τὰ γιγνόμενα καὶ ἠκούομεν τῶν ἀπολογουμένων· κατηγόρουν δὲ αὐτῶν καινοί τινες καὶ παράδοξοι ῥήτορες.
ΦΙΛΟΣ
Τίνες οὗτοι, πρὸς Διός; μὴ γὰρ ὀκνήσῃς καὶ τοῦτο εἰπεῖν.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Οἶσθά που ταυτασὶ τὰς πρὸς τὸν ἥλιον ἀποτελουμένας σκιὰς ὑπὸ τῶν σωμάτων;
ΦΙΛΟΣ
Πάνυ μὲν οὖν.
Αὗται τοίνυν, ἐπειδὰν ἀποθάνωμεν, κατηγοροῦσί τε καὶ καταμαρτυροῦσι καὶ διελέγχουσι τὰ πεπραγμένα ἡμῖν παρὰ τὸν βίον, καὶ σφόδρα τινὲς ἀξιόπιστοι δοκοῦσιν ἅτε ἀεὶ συνοῦσαι καὶ μηδέποτε ἀφιστάμεναι τῶν σωμάτων.


[9] Ήδη λοιπόν είχε αρχίσει να χαράζει, κι εμείς κατεβήκαμε στο ποτάμι κι ετοιμαζόμασταν για το ξεκίνημα. Ο Μιθροβαρζάνης είχε προετοιμάσει και το πλεούμενο και τα ζώα για τη θυσία και το νερόμελο και άλλα, όσα θα χρειάζονταν στην τελετή. Βάλαμε λοιπόν μέσα όλες τις προμήθειες, κι έτσι κι εμείς οι ίδιοι
προχωρούσαμε θλίψη γεμάτοι,
με το δάκρυ να τρέχει ποτάμι.
Και ως ένα σημείο παρασυρόμασταν από το ρεύμα του ποταμού, έπειτα όμως το πλεούμενο μπήκε στο έλος και στη λίμνη στην οποία χάνεται ο Ευφράτης. Αφού την περάσαμε κι αυτήν, φτάνουμε σε μια περιοχή έρημη και γεμάτη δέντρα και ανήλιαγη, όπου και αποβιβαστήκαμε —μπροστά πήγαινε ο Μιθροβαρζάνης— και σκάψαμε έναν λάκκο, σφάξαμε τα πρόβατα και κάναμε σπονδή με το αίμα τους γύρω απ᾽ αυτόν. Ο μάγος όλο αυτό το διάστημα, κρατώντας μια αναμμένη δάδα, όχι πια με ήρεμη φωνή, αλλά πάρα πολύ δυνατά, με όλη του τη δύναμη, κραύγαζε επικαλούμενος όλους μαζί τους δαίμονες και τις Ποινές και τις Ερινύες και
την Εκάτη, που δρα μες στη νύχτα,
και μαζί την τρανή Περσεφόνη,
παρεμβάλλοντας συγχρόνως και μερικές βαρβαρικές και ακατανόητες και πολυσύλλαβες λέξεις.
[10] Αμέσως λοιπόν άρχισαν να σείονται τα πάντα, και το έδαφος να σχίζεται από το ξόρκι, και ακουγόταν από μακριά το γάβγισμα του Κερβέρου, και η κατάσταση ήταν υπερβολικά δυσάρεστη και στενόχωρη.
Και φοβήθηκε τότε εκεί κάτω
ο Αιδωνέας, των νεκρών ο αφέντης—
γιατί ήδη φαίνονταν καθαρά τα περισσότερα, και η λίμνη και ο Πυριφλεγέθοντας και τα ανάκτορα του Πλούτωνα. Μπήκαμε λοιπόν στο χάσμα και κατεβήκαμε κάτω, και βρήκαμε τον Ραδάμανθη σχεδόν να έχει πεθάνει από τον φόβο του. Ο Κέρβερος πάλι γάβγισε βέβαια λιγάκι και έκανε μια απότομη κίνηση, αλλά εγώ χτύπησα γρήγορα τις χορδές της λύρας, κι αυτός αμέσως μαγεύτηκε από τη μελωδία. Όταν πια φτάσαμε στη λίμνη, λίγο έλειψε να μην περάσουμε απέναντι, γιατί το καράβι ήταν ήδη γεμάτο και ξεχείλιζε από θρήνους. Ταξίδευαν όλοι γεμάτοι τραύματα, με σπασμένο άλλος το πόδι, άλλος το κεφάλι, άλλος κάτι άλλο, καθώς έρχονταν, όπως μου φάνηκε εμένα τουλάχιστον, από κάποιον πόλεμο.
Ο λεβέντης λοιπόν ο Χάροντας, όταν είδε το δέρμα του λιονταριού, νόμισε ότι ήμουν ο Ηρακλής, γι᾽ αυτό και με δέχτηκε μέσα στο καράβι, με πέρασε ευχαρίστως απέναντι και, όταν πια αποβιβαστήκαμε, μας έδειξε και το μονοπάτι. [11] Καθώς λοιπόν βρισκόμασταν μέσα στο σκοτάδι, προχωρούσε μπροστά ο Μιθροβαρζάνης, και ακολουθούσα εγώ από πίσω κρατώντας τον, ώσπου φτάνουμε σε ένα τεράστιο λιβάδι, γεμάτο με ασφοδέλους, όπου πετούσαν τριγύρω μας τριζοβολώντας διαπεραστικά οι σκιές των νεκρών. Προχωρώντας σιγά σιγά φτάσαμε στο δικαστήριο του Μίνωα, ο οποίος καθόταν εκείνη την ώρα πάνω σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, ενώ γύρω του στέκονταν οι Ποινές και οι Ερινύες και οι Αλάστορες. Από την άλλη μεριά τού έφερναν πολλούς με τη σειρά, δεμένους με μια μακριά αλυσίδα. Λέγανε πως ήτανε τελώνες και μοιχοί και προαγωγοί και συκοφάντες και ένα τέτοιου είδους πλήθος από αυτούς που μέσα στη ζωή προκαλούν αναταραχή σε όλα. Χωριστά πλησίαζαν οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, με χλωμά πρόσωπα, μεγάλες κοιλιές, και πόδια πρησμένα από την ποδάγρα· καθένας τους κουβαλούσε πάνω του ένα περιλαίμιο και έναν γάντζο που ζύγιζε πενήντα κιλά. Εμείς λοιπόν στεκόμασταν εκεί κοντά και βλέπαμε όσα γίνονταν και ακούγαμε όσους απολογούνταν. Κατήγοροί τους ήταν κάποιοι καινούριοι και παράξενοι ρήτορες.
ΦΙΛΟΣ
Για όνομα του Δία, ποιοί ήταν αυτοί; Μη διστάσεις να μου το πεις κι αυτό.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Γνωρίζεις καθόλου αυτές εδώ τις σκιές που σχηματίζονται από τα σώματα μπροστά στον ήλιο;
ΦΙΛΟΣ
Φυσικά.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αυτές λοιπόν, μόλις πεθάνουμε, μας κατηγορούν και καταθέτουν τη μαρτυρία τους εναντίον μας και αποκαλύπτουν όσα κάναμε στη ζωή μας. Θεωρούνται μάλιστα εξαιρετικά αξιόπιστοι μάρτυρες, μια και βρίσκονται πάντα μαζί μας και ποτέ δεν απομακρύνονται από τα σώματά μας.