[9] Ήδη λοιπόν είχε αρχίσει να χαράζει, κι εμείς κατεβήκαμε στο ποτάμι κι ετοιμαζόμασταν για το ξεκίνημα. Ο Μιθροβαρζάνης είχε προετοιμάσει και το πλεούμενο και τα ζώα για τη θυσία και το νερόμελο και άλλα, όσα θα χρειάζονταν στην τελετή. Βάλαμε λοιπόν μέσα όλες τις προμήθειες, κι έτσι κι εμείς οι ίδιοι προχωρούσαμε θλίψη γεμάτοι, με το δάκρυ να τρέχει ποτάμι. Και ως ένα σημείο παρασυρόμασταν από το ρεύμα του ποταμού, έπειτα όμως το πλεούμενο μπήκε στο έλος και στη λίμνη στην οποία χάνεται ο Ευφράτης. Αφού την περάσαμε κι αυτήν, φτάνουμε σε μια περιοχή έρημη και γεμάτη δέντρα και ανήλιαγη, όπου και αποβιβαστήκαμε —μπροστά πήγαινε ο Μιθροβαρζάνης— και σκάψαμε έναν λάκκο, σφάξαμε τα πρόβατα και κάναμε σπονδή με το αίμα τους γύρω απ᾽ αυτόν. Ο μάγος όλο αυτό το διάστημα, κρατώντας μια αναμμένη δάδα, όχι πια με ήρεμη φωνή, αλλά πάρα πολύ δυνατά, με όλη του τη δύναμη, κραύγαζε επικαλούμενος όλους μαζί τους δαίμονες και τις Ποινές και τις Ερινύες και την Εκάτη, που δρα μες στη νύχτα, και μαζί την τρανή Περσεφόνη, παρεμβάλλοντας συγχρόνως και μερικές βαρβαρικές και ακατανόητες και πολυσύλλαβες λέξεις. [10] Αμέσως λοιπόν άρχισαν να σείονται τα πάντα, και το έδαφος να σχίζεται από το ξόρκι, και ακουγόταν από μακριά το γάβγισμα του Κερβέρου, και η κατάσταση ήταν υπερβολικά δυσάρεστη και στενόχωρη. Και φοβήθηκε τότε εκεί κάτω ο Αιδωνέας, των νεκρών ο αφέντης— γιατί ήδη φαίνονταν καθαρά τα περισσότερα, και η λίμνη και ο Πυριφλεγέθοντας και τα ανάκτορα του Πλούτωνα. Μπήκαμε λοιπόν στο χάσμα και κατεβήκαμε κάτω, και βρήκαμε τον Ραδάμανθη σχεδόν να έχει πεθάνει από τον φόβο του. Ο Κέρβερος πάλι γάβγισε βέβαια λιγάκι και έκανε μια απότομη κίνηση, αλλά εγώ χτύπησα γρήγορα τις χορδές της λύρας, κι αυτός αμέσως μαγεύτηκε από τη μελωδία. Όταν πια φτάσαμε στη λίμνη, λίγο έλειψε να μην περάσουμε απέναντι, γιατί το καράβι ήταν ήδη γεμάτο και ξεχείλιζε από θρήνους. Ταξίδευαν όλοι γεμάτοι τραύματα, με σπασμένο άλλος το πόδι, άλλος το κεφάλι, άλλος κάτι άλλο, καθώς έρχονταν, όπως μου φάνηκε εμένα τουλάχιστον, από κάποιον πόλεμο. Ο λεβέντης λοιπόν ο Χάροντας, όταν είδε το δέρμα του λιονταριού, νόμισε ότι ήμουν ο Ηρακλής, γι᾽ αυτό και με δέχτηκε μέσα στο καράβι, με πέρασε ευχαρίστως απέναντι και, όταν πια αποβιβαστήκαμε, μας έδειξε και το μονοπάτι. [11] Καθώς λοιπόν βρισκόμασταν μέσα στο σκοτάδι, προχωρούσε μπροστά ο Μιθροβαρζάνης, και ακολουθούσα εγώ από πίσω κρατώντας τον, ώσπου φτάνουμε σε ένα τεράστιο λιβάδι, γεμάτο με ασφοδέλους, όπου πετούσαν τριγύρω μας τριζοβολώντας διαπεραστικά οι σκιές των νεκρών. Προχωρώντας σιγά σιγά φτάσαμε στο δικαστήριο του Μίνωα, ο οποίος καθόταν εκείνη την ώρα πάνω σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, ενώ γύρω του στέκονταν οι Ποινές και οι Ερινύες και οι Αλάστορες. Από την άλλη μεριά τού έφερναν πολλούς με τη σειρά, δεμένους με μια μακριά αλυσίδα. Λέγανε πως ήτανε τελώνες και μοιχοί και προαγωγοί και συκοφάντες και ένα τέτοιου είδους πλήθος από αυτούς που μέσα στη ζωή προκαλούν αναταραχή σε όλα. Χωριστά πλησίαζαν οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, με χλωμά πρόσωπα, μεγάλες κοιλιές, και πόδια πρησμένα από την ποδάγρα· καθένας τους κουβαλούσε πάνω του ένα περιλαίμιο και έναν γάντζο που ζύγιζε πενήντα κιλά. Εμείς λοιπόν στεκόμασταν εκεί κοντά και βλέπαμε όσα γίνονταν και ακούγαμε όσους απολογούνταν. Κατήγοροί τους ήταν κάποιοι καινούριοι και παράξενοι ρήτορες. ΦΙΛΟΣ Για όνομα του Δία, ποιοί ήταν αυτοί; Μη διστάσεις να μου το πεις κι αυτό. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Γνωρίζεις καθόλου αυτές εδώ τις σκιές που σχηματίζονται από τα σώματα μπροστά στον ήλιο; ΦΙΛΟΣ Φυσικά. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Αυτές λοιπόν, μόλις πεθάνουμε, μας κατηγορούν και καταθέτουν τη μαρτυρία τους εναντίον μας και αποκαλύπτουν όσα κάναμε στη ζωή μας. Θεωρούνται μάλιστα εξαιρετικά αξιόπιστοι μάρτυρες, μια και βρίσκονται πάντα μαζί μας και ποτέ δεν απομακρύνονται από τα σώματά μας.
|