Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (4.1-4.2)


4. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΒΕΡΟΥ


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[4.1] Ὦ Κέρβερε—συγγενὴς γάρ εἰμί σοι κύων καὶ αὐτὸς ὤν—εἰπέ μοι πρὸς τῆς Στυγός, οἷος ἦν ὁ Σωκράτης, ὁπότε κατῄει παρ᾽ ὑμᾶς· εἰκὸς δέ σε θεὸν ὄντα μὴ ὑλακτεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνως φθέγγεσθαι, ὁπότ᾽ ἐθέλοις.
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Πόρρωθεν μέν, ὦ Μένιππε, παντάπασιν ἐδόκει ἀτρέπτῳ τῷ προσώπῳ προσιέναι καὶ οὐ πάνυ δεδιέναι τὸν θάνατον δοκῶν καὶ τοῦτο ἐμφῆναι τοῖς ἔξω τοῦ στομίου ἑστῶσιν ἐθέλων, ἐπεὶ δὲ κατέκυψεν εἴσω τοῦ χάσματος καὶ εἶδε τὸν ζόφον, κἀγὼ ἔτι διαμέλλοντα αὐτὸν δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός, ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[4.2] Οὐκοῦν σοφιστὴς ὁ ἄνθρωπος ἦν καὶ οὐκ ἀληθῶς κατεφρόνει τοῦ πράγματος;
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Οὔκ, ἀλλ᾽ ἐπείπερ ἀναγκαῖον αὐτὸ ἑώρα, κατεθρασύνετο ὡς δῆθεν οὐκ ἄκων πεισόμενος ὃ πάντως ἔδει παθεῖν, ὡς θαυμάσονται οἱ θεαταί. καὶ ὅλως περὶ πάντων γε τῶν τοιούτων εἰπεῖν ἂν ἔχοιμι, ἕως τοῦ στομίου τολμηροὶ καὶ ἀνδρεῖοι, τὰ δὲ ἔνδοθεν ἔλεγχος ἀκριβής.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ἐγὼ δὲ πῶς σοι κατεληλυθέναι ἔδοξα;
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Μόνος, ὦ Μένιππε, ἀξίως τοῦ γένους, καὶ Διογένης πρὸ σοῦ, ὅτι μὴ ἀναγκαζόμενοι ἐσῄειτε μηδ᾽ ὠθούμενοι, ἀλλ᾽ ἐθελούσιοι, γελῶντες, οἰμώζειν παραγγείλαντες ἅπασιν.


4. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΒΕΡΟΥ


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[4.1] Κέρβερέ μου —είμαι και συγγενής σου, μια και ο ίδιος είμαι κυνικός—, πες μου, για όνομα της Στύγας, τί λογής ήταν ο Σωκράτης, τότε που κατέβηκε κοντά σας. Είναι βέβαια φυσικό εσύ, που είσαι θεός, να μη γαβγίζεις μόνο, αλλά να μιλάς και ανθρώπινα, όποτε θέλεις.
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Από μακριά, Μένιππε, φαινόταν να πλησιάζει με εντελώς αδιάφορο πρόσωπο και έδινε την εντύπωση πως δεν φοβόταν καθόλου τον θάνατο, και αυτό ήθελε να δείξει σ᾽ εκείνους που στέκονταν έξω από την είσοδο του Άδη. Όταν όμως έσκυψε μέσα στο χάσμα και είδε το πυκνό σκοτάδι, κι εγώ, επειδή καθυστερούσε, τον δάγκωσα με το κώνειο στο πόδι και τον τράβηξα κάτω, άρχισε να τσιρίζει όπως τα μωρά και να θρηνεί για τα παιδιά του και να κάνει ό,τι μπορεί για να γλιτώσει.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[4.2] Δηλαδή ο άνθρωπος ήταν σοφιστής, και δεν περιφρονούσε πραγματικά τον θάνατο;
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Όχι, αλλά ακριβώς επειδή έβλεπε πως αυτό ήταν αναπόφευκτο, έδειχνε θαρραλέος σαν τάχα να ήταν έτοιμος να πάθει με τη θέλησή του αυτό που θα έπρεπε οπωσδήποτε να του συμβεί, για να τον θαυμάσουν οι θεατές. Και γενικά θα μπορούσα να πω για όλους τους ανθρώπους αυτού του είδους ότι είναι τολμηροί και γενναίοι μέχρι να φτάσουν στην είσοδο του Άδη, όταν όμως περάσουν μέσα, τότε φαίνεται ξεκάθαρα η πραγματικότητα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι εγώ τί εντύπωση σού έδωσα κατεβαίνοντας;
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Μόνο εσύ, Μένιππε, φάνηκες αντάξιος της γενιάς σου, και ο Διογένης πριν από σένα, που μπήκατε μέσα χωρίς να σας αναγκάζουνε, ούτε να σας σπρώχνουνε, αλλά με τη θέλησή σας, γελώντας, και δίνοντας σε όλους την παραγγελιά «καλά κλάματα».