4. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΒΕΡΟΥ ΜΕΝΙΠΠΟΣ [4.1] Κέρβερέ μου —είμαι και συγγενής σου, μια και ο ίδιος είμαι κυνικός—, πες μου, για όνομα της Στύγας, τί λογής ήταν ο Σωκράτης, τότε που κατέβηκε κοντά σας. Είναι βέβαια φυσικό εσύ, που είσαι θεός, να μη γαβγίζεις μόνο, αλλά να μιλάς και ανθρώπινα, όποτε θέλεις. ΚΕΡΒΕΡΟΣ Από μακριά, Μένιππε, φαινόταν να πλησιάζει με εντελώς αδιάφορο πρόσωπο και έδινε την εντύπωση πως δεν φοβόταν καθόλου τον θάνατο, και αυτό ήθελε να δείξει σ᾽ εκείνους που στέκονταν έξω από την είσοδο του Άδη. Όταν όμως έσκυψε μέσα στο χάσμα και είδε το πυκνό σκοτάδι, κι εγώ, επειδή καθυστερούσε, τον δάγκωσα με το κώνειο στο πόδι και τον τράβηξα κάτω, άρχισε να τσιρίζει όπως τα μωρά και να θρηνεί για τα παιδιά του και να κάνει ό,τι μπορεί για να γλιτώσει. ΜΕΝΙΠΠΟΣ [4.2] Δηλαδή ο άνθρωπος ήταν σοφιστής, και δεν περιφρονούσε πραγματικά τον θάνατο; ΚΕΡΒΕΡΟΣ Όχι, αλλά ακριβώς επειδή έβλεπε πως αυτό ήταν αναπόφευκτο, έδειχνε θαρραλέος σαν τάχα να ήταν έτοιμος να πάθει με τη θέλησή του αυτό που θα έπρεπε οπωσδήποτε να του συμβεί, για να τον θαυμάσουν οι θεατές. Και γενικά θα μπορούσα να πω για όλους τους ανθρώπους αυτού του είδους ότι είναι τολμηροί και γενναίοι μέχρι να φτάσουν στην είσοδο του Άδη, όταν όμως περάσουν μέσα, τότε φαίνεται ξεκάθαρα η πραγματικότητα. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Κι εγώ τί εντύπωση σού έδωσα κατεβαίνοντας; ΚΕΡΒΕΡΟΣ Μόνο εσύ, Μένιππε, φάνηκες αντάξιος της γενιάς σου, και ο Διογένης πριν από σένα, που μπήκατε μέσα χωρίς να σας αναγκάζουνε, ούτε να σας σπρώχνουνε, αλλά με τη θέλησή σας, γελώντας, και δίνοντας σε όλους την παραγγελιά «καλά κλάματα».
|