[1.9.1] Έμπαινε η άνοιξη κι όλα τα λουλούδια ανθίζανε στα δάση, στα βουνά και στα λιβάδια. Άρχιζε συνάμα το βουητό των μελισσιών, το κελάηδημα γλυκόλαλων πουλιών, το χοροπηδητό νιογέννητων αρνιών: τ᾽ αρνάκια πηδούσαν στις βουνοπλαγιές, οι μέλισσες βούιζαν στα λιβάδια, πουλιά κελαηδούσαν στα σύδεντρα. [1.9.2] Μέσα στο γενικό ξεφάντωμα της φύσης, τα νέα και τρυφερά παιδιά μιμούνταν ό,τι άκουγαν κι ό,τι έβλεπαν: ακούγοντας τα πουλιά να κελαηδάνε τραγουδούσαν, βλέποντας τ᾽ αρνάκια να πηδάνε πηδούσαν κι εκείνα ανάλαφρα, και παίρνοντας παράδειγμα από τις μέλισσες μάζευαν λουλούδια κι άλλα έβαζαν στον κόρφο τους, άλλα έπλεκαν στεφάνια και τ᾽ αφιέρωναν στις Νύμφες. [1.10.1] Καθώς έβοσκαν τα κοπάδια τους κοντά-κοντά, δούλευαν όλη την ώρα μαζί. Πολλές φορές περιμάζευε ο Δάφνης όσα πρόβατα ξεμάκραιναν, και πολλές φορές κατέβαζε η Χλόη τις πιο τολμηρές γίδες από γκρεμούς. Συχνά φύλαγε ο ένας τους και τα δυο κοπάδια όσο ο άλλος αφοσιωνόταν σε παιχνίδια. Τα παιχνίδια τους ήταν ταιριαστά σε βοσκούς και σε παιδιά: [1.10.2] η Χλόη κάπου πήγαινε και μάζευε κοτσάνια από ασφοδίλια να τα πλέξει κλουβί για τριζόνι, κι απορροφημένη απ᾽ αυτό παραμελούσε το κοπάδι· ή ο Δάφνης έκοβε λεπτά καλάμια, τα τρυπούσε στους κόμπους, τα κολλούσε μαζί με μαλακό κερί και γυμναζόταν ως τη νύχτα να παίζει φλογέρα. [1.10.3] Άλλοτε πάλι έπιναν μαζί γάλα και κρασί, και μοιράζονταν τις τροφές που έφερναν από τα σπίτια τους. Πιο εύκολα θα ᾽βλεπες να χωρίζονται τα πρόβατα από τις γίδες παρ᾽ ό,τι η Χλόη από τον Δάφνη. [1.11.1] Ενώ έπαιζαν τέτοια παιχνίδια, ο Έρωτας σοφίστηκε κάτι πιο σοβαρό. Μια λύκαινα, που μεγάλωνε λυκόπουλα και χρειαζόταν πολλή τροφή για να τα θρέψει, άρπαζε του κόσμου τα γιδοπρόβατα από άλλα κοπάδια σε γειτονικά υποστατικά. [1.11.2] Μαζεύτηκαν λοιπόν οι χωρικοί και νύχτα έσκαψαν λάκκους με φάρδος μιαν οργιά και βάθος τέσσερες. Το πολύ το χώμα το ᾽παιρναν και το ᾽ριχναν μακριά, τοποθετούσαν μακρουλά ξερά ξύλα πάνω από τ᾽ άνοιγμα και το σκέπαζαν με το υπόλοιπο χώμα έτσι που να μοιάζει με το πρωτινό έδαφος· έφτανε όμως να περάσει από πάνω έστω κι ένας λαγός για να σπάσουν τα ξύλα, που είχαν λιγότερη αντοχή κι από καλάμια, και να φανεί πως δεν ήταν γης αλλά απομίμησή της. Πολλούς τέτοιους λάκκους έσκαψαν και στο βουνό και στον κάμπο, δίχως να καταφέρουν να πιάσουν τη λύκαινα, που νιώθει το παγιδευμένο έδαφος· σκοτώθηκαν όμως πολλά γιδοπρόβατα, και λίγο έλειψε να την πάθει κι ο Δάφνης με τον ακόλουθο τρόπο. [1.12.1] Δυο τράγοι ερεθίστηκαν κι άρχισαν να μαλώνουν. Σε κάποια στιγμή που χτυπήθηκαν με περισσότερη δύναμη, έσπασε του ενός ένα κέρατο. Εκείνος μούγκρισε από τον πόνο και το ᾽βαλε στα πόδια, ο άλλος όμως τον πήρε το κατόπι και δεν τον άφηνε να σταθεί. Ο Δάφνης στενοχωρέθηκε για το σπασμένο κέρατο κι αγανάχτησε με το θράσος του νικητή· πήρε λοιπόν ένα ξύλο και την γκλίτσα και βάλθηκε να κυνηγάει τον κυνηγό. [1.12.2] Καθώς ο τράγος κοίταζε να του ξεφύγει, κι ο Δάφνης έτρεχε ξοπίσω του θυμωμένος, δεν πολυπρόσεχαν τί βρισκόταν μπρος στα πόδια τους και πέφτουν κι οι δυο σ᾽ ένα λάκκο, πρώτος ο τράγος και δεύτερος ο Δάφνης. Τούτο στάθηκε η σωτηρία του Δάφνη, γιατί ο τράγος του ᾽κοψε τη φόρα στο πέσιμο. [1.12.3] Κατόπι ο Δάφνης περίμενε, κλαίγοντας, να βρεθεί κανένας να τον βγάλει. Στο μεταξύ η Χλόη, βλέποντας τί είχε συμβεί, έτρεξε αμέσως στο λάκκο και, βλέποντας τον Δάφνη ζωντανό, φώναξε κάποιον γελαδάρη από κοντινό κτήμα να βοηθήσει. [1.12.4] Ο γελαδάρης ήρθε και γύρεψε ένα μακρύ σκοινί, για να πιαστεί ο Δάφνης και να βγει σκαρφαλώνοντας. Καθώς όμως δε βρισκόταν σκοινί, έλυσε η Χλόη το στηθόπανό της και το ᾽δωσε του γελαδάρη να το κατεβάσει. Έτσι λοιπόν οι δυο τους, στημένοι στο χείλος του λάκκου, τραβούσαν, ενώ ο Δάφνης ανέβαινε πιασμένος απ᾽ τα χέρια κι ακολουθώντας τα τραβήγματα του πανιού. [1.12.5] Έβγαλαν και τον άμοιρο τον τράγο με σπασμένα και τα δύο κέρατα —τόσο ακριβά πλήρωσε τη νίκη του πάνω στον άλλον τράγο!— και γι᾽ αμοιβή του γελαδάρη τού τον έδωσαν να τον θυσιάσει· ήταν αποφασισμένοι, αν κανένας τον αποζητούσε, να πούνε ψέματα στους δικούς τους ότι τάχα είχαν επιτεθεί λύκοι. Τα παιδιά γύρισαν πίσω να επιθεωρήσουν τα κοπάδια τους, κι αφού βεβαιώθηκαν πως κι οι γίδες και τα πρόβατα έβοσκαν με τάξη, κάθισαν στη ρίζα μιας βελανιδιάς να εξετάσουν μήπως ο Δάφνης είχε ματώσει πουθενά πέφτοντας· [1.12.6] δεν είχε ωστόσο καμιά λαβωματιά, μήτε κι είχε ματώσει καθόλου. Επειδή όμως ήταν γεμάτος χώματα και λάσπες και στα μαλλιά και στο υπόλοιπο κορμί, είπανε να πλυθεί για να μην καταλάβουν ο Λάμων κι η Μυρτάλη τί είχε συμβεί! |