Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.3.5-1.4.5)

[1.3.5] Ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος ἀπαγαγὼν τὰς ναῦς ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Γέτας τοὺς πέραν τοῦ Ἴστρου ᾠκισμένους, ὅτι τε συνειλεγμένους ἑώρα πολλοὺς ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου, ὡς εἴρξοντας, εἰ διαβαίνοι, —ἦσαν γὰρ ἱππεῖς μὲν ἐς τετρακισχιλίους, πεζοὶ δὲ πλείους τῶν μυρίων—καὶ ἅμα πόθος ἔλαβεν αὐτὸν ἐπέκεινα τοῦ Ἴστρου ἐλθεῖν. [1.3.6] τῶν μὲν δὴ νεῶν ἐπέβη αὐτός· τὰς δὲ διφθέρας, ὑφ᾽ αἷς ἐσκήνουν, τῆς κάρφης πληρώσας καὶ ὅσα μονόξυλα πλοῖα ἐκ τῆς χώρας ξυναγαγών—ἦν δὲ καὶ τούτων εὐπορία πολλή, ὅτι τούτοις χρῶνται οἱ πρόσοικοι τῷ Ἴστρῳ ἐφ᾽ ἁλιείᾳ τε τῇ ἐκ τοῦ Ἴστρου καὶ εἴποτε παρ᾽ ἀλλήλους ἀνὰ τὸν ποταμὸν στέλλοιντο καὶ λῃστεύοντες ἀπ᾽ αὐτῶν οἱ πολλοί—ταῦτα ὡς πλεῖστα ξυναγαγὼν διεβίβαζεν ἐπ᾽ αὐτῶν τῆς στρατιᾶς ὅσους δυνατὸν ἦν ἐν τῷ τοιῷδε τρόπῳ. καὶ γίγνονται οἱ διαβάντες ἅμα Ἀλεξάνδρῳ ἱππεῖς μὲν ἐς χιλίους καὶ πεντακοσίους, πεζοὶ δὲ ἐς τετρακισχιλίους.
[1.4.1] Διέβαλον δὲ τῆς νυκτὸς ᾗ λήιον ἦν σίτου βαθύ· καὶ ταύτῃ μᾶλλόν τι ἔλαθον προσχόντες τῇ ὄχθῃ. ὑπὸ δὲ τὴν ἕω Ἀλέξανδρος διὰ τοῦ ληίου ἦγε, παραγγείλας τοῖς πεζοῖς πλαγίαις ταῖς σαρίσσαις ἐπικλίνοντας τὸν σῖτον οὕτω προάγειν ἐς τὰ οὐκ ἐργάσιμα. οἱ δὲ ἱππεῖς ἔστε μὲν διὰ τοῦ ληίου προῄει ἡ φάλαγξ ἐφείποντο· [1.4.2] ὡς δὲ ἐκ τῶν ἐργασίμων ἐξήλασαν, τὴν μὲν ἵππον ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας αὐτὸς Ἀλέξανδρος παρήγαγεν, τὴν φάλαγγα δὲ ἐν πλαισίῳ Νικάνορα ἄγειν ἐκέλευσε. [1.4.3] καὶ οἱ Γέται οὐδὲ τὴν πρώτην ἐμβολὴν τῶν ἱππέων ἐδέξαντο· παράδοξος μὲν γὰρ αὐτοῖς ἡ τόλμα ἐφάνη τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅτι εὐμαρῶς οὕτως τὸν μέγιστον τῶν ποταμῶν διεβεβήκει ἐν μιᾷ νυκτὶ τὸν Ἴστρον οὐ γεφυρώσας τὸν πόρον, φοβερὰ δὲ καὶ τῆς φάλαγγος ἡ ξύγκλεισις, βιαία δὲ ἡ τῶν ἱππέων ἐμβολή. [1.4.4] καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐς τὴν πόλιν καταφεύγουσιν, ἣ δὴ ἀπεῖχεν αὐτοῖς ὅσον παρασάγγην τοῦ Ἴστρου· ὡς δὲ ἐπάγοντα εἶδον σπουδῇ Ἀλέξανδρον τὴν μὲν φάλαγγα παρὰ τὸν ποταμόν, ὡς μὴ κυκλωθεῖέν πῃ οἱ πεζοὶ ἐνεδρευσάντων τῶν Γετῶν, τοὺς ἱππέας δὲ κατὰ μέτωπον, λείπουσιν αὖ καὶ τὴν πόλιν οἱ Γέται κακῶς τετειχισμένην, ἀναλαβόντες τῶν παιδαρίων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους ὅσα φέρειν οἱ ἵπποι ἠδύναντο· [1.4.5] ἦν δὲ αὐτοῖς ἡ ὁρμὴ ὡς πορρωτάτω ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἐς τὰ ἔρημα. Ἀλέξανδρος δὲ τήν τε πόλιν λαμβάνει καὶ τὴν λείαν πᾶσαν ὅσην οἱ Γέται ὑπελίποντο. καὶ τὴν μὲν λείαν Μελεάγρῳ καὶ Φιλίππῳ ἐπαναγαγεῖν δίδωσιν, αὐτὸς δὲ κατασκάψας τὴν πόλιν θύει τε ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου Διὶ Σωτῆρι καὶ Ἡρακλεῖ καὶ αὐτῷ τῷ Ἴστρῳ, ὅτι οὐκ ἄπορος αὐτῷ ἐγένετο, καὶ ἐπανάγει αὐτῆς ἡμέρας σώους σύμπαντας ἐπὶ τὸ στρατόπεδον.

[1.3.5] Γι᾽ αυτό ακριβώς ο Αλέξανδρος απομάκρυνε τα πλοία του και αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο, για να επιτεθεί στους Γέτες, που κατοικούσαν στην απέναντι όχθη του Ίστρου. Για δυο λόγους ο Αλέξανδρος πήρε αυτή την απόφαση: και γιατί έβλεπε πολλούς Γέτες συγκεντρωμένους στην αντικρινή όχθη του Ίστρου, για να τον εμποδίσουν αν επιχειρούσε να περάσει τον ποταμό —και ήταν πράγματι συγκεντρωμένοι τέσσερις περίπου χιλιάδες ιππείς και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πεζοί— και γιατί συγχρόνως τον κατέλαβε η μεγάλη επιθυμία να πάει στην απέναντι όχθη του ποταμού. [1.3.6] Στα πλοία λοιπόν επιβιβάστηκε ο ίδιος· γέμισε επίσης με ξερό χόρτο τις δερμάτινες σκηνές όπου κατασκήνωναν οι στρατιώτες και συγκέντρωσε όσα μονόξυλα πλοιάρια βρήκε στην περιοχή — και υπήρχε μεγάλη αφθονία από αυτά, επειδή οι κάτοικοι των παραδουνάβιων περιοχών τα χρησιμοποιούσαν για ψάρεμα στον Ίστρο καθώς και για να επικοινωνούν μεταξύ τους διαπλέοντας τον ποταμό, οι περισσότεροι όμως για να επιχειρούν με αυτά ληστρικές επιδρομές. Αφού λοιπόν συγκέντρωσε όσο πιο πολλά πλοιάρια μπορούσε, μετέφερε με αυτά στην απέναντι όχθη όσο το δυνατό περισσότερους στρατιώτες του. Ο αριθμός των ανδρών που πέρασαν τον ποταμό με τον Αλέξανδρο έφθασε τους χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τους τέσσερις χιλιάδες πεζούς.
[1.4.1] Πέρασαν λοιπόν τον ποταμό μέσα στη νύχτα και σε μέρος όπου υπήρχαν ψηλά σπαρτά· και μάλλον γι᾽ αυτό μπόρεσαν να πλησιάσουν την όχθη χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Μόλις ξημέρωσε, ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του μέσα από τα σπαρτά, αφού παρήγγειλε στους πεζούς στρατιώτες του να πλαγιάζουν το σιτάρι με γερμένες τις σάρισές τους και να προχωρούν έτσι προς τα χέρσα. Και οι ιππείς ακολουθούσαν όσην ώρα η φάλαγγα προχωρούσε μέσα από τα σπαρμένα χωράφια. [1.4.2] Όταν όμως βγήκαν έξω από την καλλιεργημένη γη, μετακίνησε ο ίδιος ο Αλέξανδρος το ιππικό στη δεξιά πτέρυγα, διατάζοντας συγχρόνως τον Νικάνορα να οδηγήσει εμπρός τη φάλαγγα σε ορθογώνιο σχηματισμό. [1.4.3] Οι Γέτες δεν αντιστάθηκαν ούτε στην πρώτη καν επίθεση του ιππικού. Γιατί τους φάνηκε απίστευτη η τόλμη του Αλεξάνδρου να περάσει έτσι εύκολα μέσα σε μια νύχτα τον Ίστρο, τον μεγαλύτερο ποταμό, χωρίς μάλιστα να κατασκευάσει γέφυρα για να τον διαβεί· τους φόβισαν συγχρόνως η πυκνότητα της φάλαγγας και η ορμητική επίθεση των ιππέων. [1.4.4] Στην αρχή οι Γέτες κατέφυγαν στην πόλη τους που απείχε έναν περίπου παρασάγγη από τον Ίστρο. Όταν όμως είδαν τον Αλέξανδρο να οδηγεί με βιασύνη τη φάλαγγα παράλληλα στον ποταμό, για να μην πέσουν σε ενέδρα και κυκλωθούν από τους Γέτες οι πεζοί στρατιώτες του, και τους ιππείς να προχωρούν κατά μέτωπο, οι βάρβαροι εγκατέλειψαν και την πόλη τους, που ήταν άλλωστε κακά οχυρωμένη, παίρνοντας επάνω στα άλογα όσα παιδιά και γυναίκες μπορούσαν τα άλογα να σηκώσουν· [1.4.5] η διάθεσή τους ήταν να καταφύγουν σε τόπους έρημους όσο γινόταν πιο μακριά από τον ποταμό. Ο Αλέξανδρος κυρίευσε την πόλη καθώς και όλα τα λάφυρα που άφησαν φεύγοντας οι Γέτες. Και τα λάφυρα τα παρέδωσε στον Μελέαγρο και στον Φίλιππο να τα μεταφέρουν πίσω στο στρατόπεδο, ενώ ο ίδιος κατεδάφισε την πόλη και θυσίασε δίπλα στην όχθη του Ίστρου στον Δία Σωτήρα και στον Ηρακλή καθώς και στον ίδιο τον Ίστρο, γιατί δεν τον εμπόδισε να τον περάσει· την ίδια μέρα οδήγησε σώους όλους τους άνδρες του πίσω στο στρατόπεδο.
[1.4.8.] Από αυτούς όμως δόθηκε μια αναπάντεχη για τον Αλέξανδρο απόκριση. Επειδή ήταν πράγματι εγκατεστημένοι σε χώρα μακρινή από τη Μακεδονία και συγχρόνως απρόσιτη και επειδή έβλεπαν ότι η διάθεση του Αλεξάνδρου κατευθυνόταν προς άλλα μέρη, αποκρίθηκαν ότι φοβούνται μήπως πέσει ο ουρανός επάνω τους. Είπαν ακόμη ότι ήρθαν πρεσβευτές στον Αλέξανδρο όχι από φόβο ή από συμφέρον, αλλά γιατί τον θαύμαζαν. Ωστόσο και αυτούς ακόμη τους ονόμασε φίλους ο Αλέξανδρος, τους έκαμε συμμάχους του και τους έστειλε πίσω στη χώρα τους, προσθέτοντας μονάχα τούτο, ότι οι Κέλτες είναι πάρα πολύ περήφανοι.