ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IVΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΣΕΑ ―Ω, της ιερής Αθηνάς βασιλιά, [στρ. α]
των αβροδίαιτων κυβερνήτη Ιώνων,
τί ᾽ταν η πολεμόκραχτη φωνή
που η σάλπιγγα η χαλκόστομη, νά, τώρα δα, έχει βγάλει;
Της χώρας μας τα σύνορα
ξένου, εχθρικού στρατού αρχηγός
μην ήρθ᾽ εδώ και τα ᾽ζωσε;
Άγριοι μην πλάκωσαν ληστές
και βάζουν μπρος κοπάδια αρνιά
10καταπονώντας τους βοσκούς;
Ή την καρδιά σου τί άλλο την ταράζει;
Απ᾽ τον καθένα πιότερο, θαρρώ,
μπορείς εσύ, της Κρέουσας γιε και του Πανδίονα, να ᾽χεις
νιους αντρειωμένους για βοηθούς·
γι᾽ αυτό, μη στέκεις· έλα, μίλησέ μας.
― Μαντατοφόρος ήρθε απ᾽ τον Ισθμό, [στρ. β]
πεζός τον τόσο δρόμο, και για εξαίσια
έργα μάς είπε ενός παλικαριού·
20το Σίνη, χεροδύναμον όσο θνητός κανένας,
γιο του Λυταίου που σειεί τη γη,
τον σκότωσε· και στις λακκιές
του Κρεμμυώνα ξέκαμε
το φονικόν αγριόχοιρο·
έπειτα και το Σκίρωνα
τον άνομο· κι ανάγκασε
τον Κερκυόνα να πάψει να παλεύει·
μα και του Πολυπήμονα η βαριά
απ᾽ του Προκρούστη πια έπεσε, η ασήκωτη, τα χέρια·
βρήκε άλλον δυνατότερο.
30Τί θά ᾽βγει απ᾽ όλα αυτά; Δεν ξέρω· τρέμω.
|