Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Διθύραμβοι (4.1-4.30)

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IV

ΘΗΣΕΥΣ ‹ΑΘΗΝΑΙΟΙΣ›


‹ΧΟΡΟΣ› Βασιλεῦ τᾶν ἱερᾶν Ἀθανᾶν, [στρ. α]
τῶν ἁβροβίων ἄναξ Ἰώνων,
τί νέον ἔκλαγε χαλκοκώδων
σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν;
5 ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς
δυσμενὴς ὅρι᾽ ἀμφιβάλλει
στραταγέτας ἀνήρ;
ἢ λῃσταὶ κακομάχανοι
ποιμένων ἀέκατι μήλων
10σεύοντ᾽ ἀγέλας βίᾳ;
ἢ τί τοι κραδίαν ἀμύσσει;
φθέγγευ· δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν
ἀλκίμων ἐπικουρίαν
καὶ τὶν ἔμμεναι νέων,
15 ὦ Πανδίονος υἱὲ καὶ Κρεούσας.

‹ΑΙΓΕΥΣ› Νέον ἦλθε‹ν› δολιχὰν ἀμείψας [στρ. β]
κᾶρυξ ποσὶν Ἰσθμίαν κέλευθον·
ἄφατα δ᾽ ἔργα λέγει κραταιοῦ
φωτός· τὸν ὑπέρβιόν τ᾽ ἔπεφνεν
20 Σίνιν, ὃς ἰσχύϊ φέρτατος
θνατῶν ἦν, Κρονίδα Λυταίου
σεισίχθονος τέκος·
σῦν τ᾽ ἀνδροκτόνον ἐν νάπαις
Κρεμμυῶνος ἀτάσθαλόν τε
25Σκίρωνα κατέκτανεν·
τάν τε Κερκυόνος παλαίστραν
ἔσχεν, Πολυπήμονός τε καρτερὰν
σφῦραν ἐξέβαλεν Προκό-
πτας, ἀρείονος τυχὼν
30 φωτός. ταῦτα δέδοιχ᾽ ὅπᾳ τελεῖται.

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IV

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΣΕΑ


―Ω, της ιερής Αθηνάς βασιλιά, [στρ. α]
των αβροδίαιτων κυβερνήτη Ιώνων,
τί ᾽ταν η πολεμόκραχτη φωνή
που η σάλπιγγα η χαλκόστομη, νά, τώρα δα, έχει βγάλει;
Της χώρας μας τα σύνορα
ξένου, εχθρικού στρατού αρχηγός
μην ήρθ᾽ εδώ και τα ᾽ζωσε;
Άγριοι μην πλάκωσαν ληστές
και βάζουν μπρος κοπάδια αρνιά
10καταπονώντας τους βοσκούς;
Ή την καρδιά σου τί άλλο την ταράζει;
Απ᾽ τον καθένα πιότερο, θαρρώ,
μπορείς εσύ, της Κρέουσας γιε και του Πανδίονα, να ᾽χεις
νιους αντρειωμένους για βοηθούς·
γι᾽ αυτό, μη στέκεις· έλα, μίλησέ μας.

― Μαντατοφόρος ήρθε απ᾽ τον Ισθμό, [στρ. β]
πεζός τον τόσο δρόμο, και για εξαίσια
έργα μάς είπε ενός παλικαριού·
20το Σίνη, χεροδύναμον όσο θνητός κανένας,
γιο του Λυταίου που σειεί τη γη,
τον σκότωσε· και στις λακκιές
του Κρεμμυώνα ξέκαμε
το φονικόν αγριόχοιρο·
έπειτα και το Σκίρωνα
τον άνομο· κι ανάγκασε
τον Κερκυόνα να πάψει να παλεύει·
μα και του Πολυπήμονα η βαριά
απ᾽ του Προκρούστη πια έπεσε, η ασήκωτη, τα χέρια·
βρήκε άλλον δυνατότερο.
30Τί θά ᾽βγει απ᾽ όλα αυτά; Δεν ξέρω· τρέμω.

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IV

ΘΗΣΕΑΣ


Βασιλιά της ιερής της Αθήνας [στρ. α]
των τρυφεροζώητων Ιώνων αφέντη,
προλίγο ποιό σάλπισμα πόλεμου
η χαλκόστομη σάλπιγγα σήμανε;
Της χώρας μας μήπως
τα σύνορα πάτησε
κανένας εχτρός πολεμάρχος;
Ή μήπως κακούργοι απελάτες
χωρίς οι βοσκοί να το θέλουνε
10σαλαγάνε κοπάδια προβάτων;
Ή τί την καρδιά σου πληγώνει;
Λέγε· επειδή και θαρρώ πως κανένας θνητός
δυνατά παλικάρια
δεν έχει βοηθούς του, όπως εσύ,
του Πανδίονα γιε και της Κρέουσας.

Μαντάτορας ήρθε προλίγο, πεζός αφού πέρασε [στρ. β]
το δρόμο το μακριόν απ᾽ τον Ισθμόν ώς εδώ·
και δηγάται κατορθώματ᾽ απίστευτα
αντρός δυνατού· τον ανίκητο
20σκότωσε Σίνη, που από κάθε θνητό
δυνατότερος ήταν, τη φύτρα
του κοσμοσείστη Λυταίου, του γιου του Κρόνου·
το καπρί, το φονιά των ανθρώπων
στη βαθιά της Κρομμυόνας λαγκάδα
και τον άγριο το Σκίρωνα ξέκαμε·
του Κερκυόνα την παλαίστρα την έκλεισε,
κι ο Προκρούστης τη σκληρή τη βαριά
του Πολυπήμονα πέταξε,
επειδή παλικάρι πιο άξιο του βρήκε.
30Ετούτα φοβάμαι ποιό τέλος θενά ᾽χουν.