ΖΕΥΣ [9] Αν είναι έτσι, δεν πρέπει να αδιαφορήσουμε γι᾽ αυτόν τον άνθρωπο και να τον παραμελήσουμε, γιατί δικαιολογημένα ήταν αγανακτισμένος με τη δυστυχία του. Αλλιώς θα φερθούμε κι εμείς όπως εκείνοι οι καταραμένοι κόλακες, αν ξεχάσουμε έναν άνθρωπο που έκαψε πάνω στους βωμούς, για να μας τιμήσει, τόσα παχιά μεριά από βόδια και γίδια. Ακόμη έχω στα ρουθούνια μου την κνίσα τους. Με τις διάφορες ασχολίες μου όμως και τις φασαρίες που κάνουν οι επίορκοι, οι βιαστές και οι άρπαγες, αλλά και από το φόβο των ιεροσύλων —είναι πολλοί και δύσκολα μπορείς να τους προσέχεις και δε μας αφήνουν ούτε για λίγο τα μάτια να κλείσουμε— εδώ και πολύν καιρό ούτε ματιά δεν έριξα στην Αττική. Προπάντων από τότε που οι φιλόσοφοι και οι καβγάδες τους πλήθυναν. Με τις λογομαχίες και τις φωνές τους, ούτε τις προσευχές δεν είναι δυνατό να ακούω. Γι᾽ αυτό λοιπόν πρέπει ή να κάθομαι με βουλωμένα τα αυτιά, ή να ξεκουφαθώ ακούοντάς τους να μιλούν με δυνατή φωνή για αρετή και ασώματα και ανοησίες. Έτσι έγινε και παραμελήσαμε τούτον τον άνθρωπο, που για μας δε στάθηκε κακός. [10] Όμως, Ερμή, πάρε τον Πλούτο και τρέξε κοντά του. Ο Πλούτος να πάρει και το Θησαυρό μαζί του. Να μείνουν και οι δυο κοντά στον Τίμωνα, να μη φύγουν έτσι εύκολα, ακόμη και αν αυτός από χρηστότητα πάλι τους διώχνει από το σπίτι. Όσο για τους κόλακες και την αχαριστία που του έδειξαν, θα το ξανασκεφτώ και θα τους τιμωρήσω, μόλις επισκευάσω τον κεραυνό. Είναι τσακισμένες και στομωμένες δυο του ακτίνες, οι μεγαλύτερες, από τότε που τις εξακόντισα με δύναμη καταπάνω στο σοφιστή Αναξαγόρα, που στις συζητήσεις του προσπαθούσε να πείσει πως δεν είμαστε τίποτε εμείς οι θεοί. Μα εκείνον δεν τον πέτυχα —γιατί άπλωσε ο Περικλής το χέρι του και τον προστάτεψε— και ο κεραυνός έπεσε πάνω στο Ανακείο, το κατέστρεψε και παραλίγο να τσακιστεί και ο ίδιος πάνω στην πέτρα. Ωστόσο αρκετή τιμωρία στο μεταξύ θα είναι γι᾽ αυτούς να βλέπουν τον Τίμωνα πάμπλουτο. ΕΡΜΗΣ [11] Πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να βάζει κανείς τις φωνές, να γίνεται ενοχλητικός και θρασύς. Είναι χρήσιμο αυτό όχι μόνο στους συνηγόρους, αλλά και σ᾽ αυτούς που κάνουν την προσευχή τους. Νά, ο Τίμων τώρα με το να βάλει τις φωνές και να πει θαρραλέα στην προσευχή του τις αλήθειες αναγκάζοντας το Δία να στραφεί και να τον κοιτάξει, από πάμπτωχος θα γίνει αμέσως πολύ πλούσιος. Αν όμως σκυμμένος έσκαβε χωρίς μιλιά, ακόμα θα έσκαβε παραμελημένος.
|