Η προσφορά στους Έλληνες των υλικών αγαθών της. [26] Τόσο σημαντική λοιπόν είναι και η πρώτη μας αρχή και όσα ύστερα μας χάρισε η τύχη. Όσο για τα αγαθά που εμείς προσφέραμε στους άλλους, ο καλύτερος τρόπος να τα δούμε είναι να εξετάσουμε με χρονολογική σειρά τα κατορθώματα της πόλης μας από την αρχαία εποχή. [27] Σε μια τέτοια θεώρηση θα διαπιστώσουμε ότι η πόλη μας όχι μονάχα στάθηκε η πρώτη πάντα στους πολεμικούς αγώνες, αλλά και δημιούργησε αποκλειστικά σχεδόν τον πολιτισμό που μας χαρακτηρίζει και που μ᾽ αυτόν ρυθμίζουμε τις σχέσεις μεταξύ μας και μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα να ζούμε ανθρωπινά. Αναγκαστικά όμως από όλες τις ευεργεσίες θα διαλέξουμε όχι βέβαια αυτές που ήταν ασήμαντές —γι᾽ αυτό και πέρασαν απαρατήρητες και δεν έγινε λόγος— αλλά εκείνες που, για την αποφασιστική τους σημασία, όλοι οι άνθρωποι παντού και πάντοτε τις θυμούνται και τις μνημονεύουν. [28] Και πρώτα πρώτα αυτό που είχε πρωταρχική και άμεση ανάγκη ο οργανισμός μας το πήρε από την πόλη μας. Μπορεί βέβαια αυτό να είναι μονάχα μύθος, όμως αξίζει και τώρα να τον πω: Η Δήμητρα, μες στις περιπλανήσεις της όταν της έκλεψαν την Κόρη, έφτασε κάποτε στη χώρα μας. Συμπάθησε λοιπόν τους προγόνους μας για όσα καλά τής έκαναν —δεν μπορεί άλλος να τα μάθει αυτά εξόν από τους μυημένους στα Ελευσίνια Μυστήρια— και τους χάρισε δώρα διπλά, δώρα που έχουν πολύ μεγάλη αξία: Τους καρπούς της γης από τη μια μεριά, που μας βοήθησαν να μη ζούμε σαν τα θεριά, και τα Μυστήρια της Ελευσίνας απ᾽ την άλλη, που δίνουν ελπίδες γλυκές στους μυημένους για το τέλος της ζωής μας, για την αιωνιότητα. [29] Η πόλη μας όμως, που ευτύχησε να έχει την αγάπη των θεών, είχε και άμετρη αγάπη για τον άνθρωπο. Τόσα αγαθά που απόχτησε δεν τα έκρυψε ζηλότυπα από τους άλλους· από όσα πήρε σε όλους έδωσε. Και νά, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τώρα ακόμα κάθε χρόνο τα τελούμε· τη χρήση πάλι, την καλλιέργεια και την ωφέλεια από τους δημητριακούς καρπούς σε όλους χωρίς εξαίρεση τη δίδαξε. Για όλα αυτά κανείς δε θα μπορούσε να αμφιβάλει, αν μάλιστα προσθέσω λίγα ακόμα. [30] Πρώτα πρώτα το επιχείρημα πως η παράδοση αυτή είναι πολύ παλιά, που θα μπορούσε ίσως να μας κάνει να μην τη λογαριάσουμε, αυτό το ίδιο επιχείρημα δικαιολογημένα θα μπορούσε και να αποδείξει ότι έγιναν στην πραγματικότητα όσα λέγονται. Αφού πολλοί έχουν μιλήσει για την παράδοση αυτή και όλοι την έχουν ακουστά, επιβάλλεται να θεωρούμε τα λεγόμενα απόλυτα αξιόπιστα και όχι λόγια καινούρια αδοκίμαστα από το χρόνο. Έπειτα δεν είναι το μοναδικό μας επιχείρημα ότι ο μύθος και η παράδοση φτάνουν στις μέρες μας από τα πολύ παλιά· έχουμε δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε και άλλες αποδείξεις, πιο ισχυρές ακόμα από αυτό. [31] Οι περισσότερες δηλαδή από τις πόλεις της Ελλάδας κάθε χρόνο στέλνουν στην πόλη τη δικιά μας, ανάμνηση της παλιάς ευεργεσίας, τις απαρχές από τη συγκομιδή τους· όσες μάλιστα αθέτησαν το χρέος τους αυτό, πολλές φορές τις πρόσταξε η Πυθία να φέρουν τον καρπό και να εκπληρώσουν έτσι την πατροπαράδοτη υποχρέωσή τους απέναντι στην πόλη μας. Σε τί άλλο λοιπόν θα άξιζε να έχουμε πιότερη εμπιστοσύνη, αν όχι σε ό,τι χρησμοδοτεί ο θεός και συμφωνούν μ᾽ αυτό και πολλοί Έλληνες; Ακόμα περισσότερο που οι παλιές μας παραδόσεις συμβαδίζουν απόλυτα με τα σημερινά μας έργα και ετούτα πάλι συμφωνούν με όσα οι παλιοί μάς έχουν παραδώσει. [32] Ανεξάρτητα όμως από αυτά, αν τα αφήσουμε όλα κατά μέρος και εξετάσουμε τις πρώτες στιγμές που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στη γη, θα δούμε πως οι πρώτοι άνθρωποι δε βρήκαν έτοιμα τα μέσα της ζωής που έχουν τώρα, αλλά σιγά σιγά τα ανακάλυψαν οι ίδιοι. Ποιοί όμως από όλους πρέπει να παραδεχτούμε ή ότι τα δέχτηκαν χάρισμα από τους θεούς ή ότι τα ανακάλυψαν ψάχνοντας οι ίδιοι; [33] Όχι αυτοί που όλοι παραδέχονται πως είναι οι αρχαιότεροι, οι πιο προικισμένοι για τις τέχνες και οι πιο ευσεβείς προς τους θεούς; Περιττό τώρα να αναπτύξω πόση τιμή αξίζει σ᾽ αυτούς που έγιναν οι δημιουργοί τόσο μεγάλων αγαθών. Είναι βέβαιο ότι κανείς δε θα μπορούσε να βρει δώρο τόσο σημαντικό, αντάξιο στα κατορθώματά τους. [34] Για τη σπουδαιότερη λοιπόν ευεργεσία, που στάθηκε η πρώτη, κοινή για όλο τον κόσμο, αυτά είχα να πω. Τα ίδια πάλι χρόνια η πόλη μας έβλεπε τους βαρβάρους να κατέχουν το πιο μεγάλο μέρος όλου του κόσμου τότε, την ώρα που οι Έλληνες, ασφυκτικά κλεισμένοι σ᾽ έναν τόπο στενό, από έλλειψη ακριβώς ζωτικού χώρου, αλληλοεπιβουλεύονταν και ο ένας εξεστράτευε κατά του άλλου, με αποτέλεσμα άλλοι να χάνονται από την πείνα και άλλοι από τον πόλεμο. [35] Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση δεν ήταν βέβαια δυνατό να αδιαφορήσει: Έστειλε στις διάφορες πόλεις αρχηγούς, παράλαβαν τους πιο φτωχούς, έγιναν στρατηγοί τους και νίκησαν με τα όπλα τους βαρβάρους· ίδρυσαν ύστερα πόλεις πολλές στις δυο ηπείρους, αποίκησαν όλα τα νησιά και έσωσαν έτσι τους συντρόφους τους, μα και όσους είχαν μείνει πίσω στην πατρίδα: [36] Στους τελευταίους, βλέπετε, άφησαν αρκετή γη, για να εργάζονται, ενώ στους συντρόφους τους έδωσαν περισσότερη από όση είχαν πριν, τώρα μάλιστα που είχαν δικές τους όλες τις χώρες που κατέχουμε και σήμερα. Έτσι διευκόλυναν πολύ και όσους ύστερα θέλησαν να μιμηθούν την πόλη μας και να ιδρύσουν αποικίες· δεν είχαν πια ανάγκη να αντιμετωπίσουν ένα σωρό κινδύνους για την κατάχτηση μιας νέας χώρας, αφού μπορούσαν να παν και να εγκατασταθούν εύκολα σ᾽ αυτές που ήδη είχαμε κατακτήσει εμείς. [37] Ύστερα από αυτά ποιός θα μπορούσε να προβάλει ηγεμονία με περισσότερα δικαιώματα μες στη βαθιά παράδοση των Ελλήνων από τούτη εδώ, που παρουσιάστηκε προτού ακόμα ιδρυθούν οι περισσότερες από τις πόλεις της Ελλάδας; Και ακόμα ποιά ηγεμονία θα μπορούσε να καυχηθεί πως στάθηκε πιο χρήσιμη από τη δικιά μας, που αναστάτωσε τους βαρβάρους και οδήγησε τους Έλληνες σε μια τέτοια οικονομική ευημερία;
|