Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.23.1-1.25.2)

[1.23.1] Περίανδρος δὲ ἦν Κυψέλου παῖς, οὗτος ὁ τῷ Θρασυβούλῳ τὸ χρηστήριον μηνύσας. ἐτυράννευε δὲ ὁ Περίανδρος Κορίνθου· τῷ δὴ λέγουσι Κορίνθιοι (ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι) ἐν τῷ βίῳ θῶμα μέγιστον παραστῆναι, Ἀρίονα τὸν Μηθυμναῖον ἐπὶ δελφῖνος ἐξενειχθέντα ἐπὶ Ταίναρον, ἐόντα κιθαρῳδὸν τῶν τότε ἐόντων οὐδενὸς δεύτερον, καὶ διθύραμβον πρῶτον ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ποιήσαντά τε καὶ ὀνομάσαντα καὶ διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ. [1.24.1] τοῦτον τὸν Ἀρίονα λέγουσι, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου διατρίβοντα παρὰ Περιάνδρῳ, ἐπιθυμῆσαι πλῶσαι ἐς Ἰταλίην τε καὶ Σικελίην, ἐργασάμενον δὲ χρήματα μεγάλα θελῆσαι ὀπίσω ἐς Κόρινθον ἀπικέσθαι. [1.24.2] ὁρμᾶσθαι μέν νυν ἐκ Τάραντος, πιστεύοντα δὲ οὐδαμοῖσι μᾶλλον ἢ Κορινθίοισι μισθώσασθαι πλοῖον ἀνδρῶν Κορινθίων· τοὺς δὲ ἐν τῷ πελάγεϊ ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα· τὸν δὲ συνέντα τοῦτο λίσσεσθαι, χρήματα μέν σφι προϊέντα, ψυχὴν δὲ παραιτεόμενον. [1.24.3] οὐκ ὦν δὴ πείθειν αὐτὸν τούτοισι, ἀλλὰ κελεύειν τοὺς πορθμέας ἢ αὐτὸν διαχρᾶσθαί μιν, ὡς ἂν ταφῆς ἐν γῇ τύχῃ, ἢ ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν τὴν ταχίστην. [1.24.4] ἀπειληθέντα δὲ τὸν Ἀρίονα ἐς ἀπορίην παραιτήσασθαι, ἐπειδή σφι οὕτω δοκέοι, περιιδεῖν αὐτὸν ἐν τῇ σκευῇ πάσῃ στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι ἀεῖσαι· ἀείσας δὲ ὑπεδέκετο ἑωυτὸν κατεργάσεσθαι. [1.24.5] καὶ τοῖσι ἐσελθεῖν γὰρ ἡδονὴν εἰ μέλλοιεν ἀκούσεσθαι τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀοιδοῦ, ἀναχωρῆσαι ἐκ τῆς πρύμνης ἐς μέσην νέα. τὸν δὲ ἐνδύντα τε πᾶσαν τὴν σκευὴν καὶ λαβόντα τὴν κιθάρην, στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι διεξελθεῖν νόμον τὸν ὄρθιον, τελευτῶντος δὲ τοῦ νόμου ῥῖψαί μιν ἐς τὴν θάλασσαν ἑωυτὸν ὡς εἶχε σὺν τῇ σκευῇ πάσῃ. [1.24.6] καὶ τοὺς μὲν ἀποπλέειν ἐς Κόρινθον, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον. ἀποβάντα δὲ αὐτὸν χωρέειν ἐς Κόρινθον σὺν τῇ σκευῇ καὶ ἀπικόμενον ἀπηγέεσθαι πᾶν τὸ γεγονός. [1.24.7] Περίανδρον δὲ ὑπὸ ἀπιστίης Ἀρίονα μὲν ἐν φυλακῇ ἔχειν οὐδαμῇ μετιέντα, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων· ὡς δὲ ἄρα παρεῖναι αὐτούς, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἴ τι λέγοιεν περὶ Ἀρίονος. φαμένων δὲ ἐκείνων ὡς εἴη τε σῶς περὶ Ἰταλίην καί μιν εὖ πρήσσοντα λίποιεν ἐν Τάραντι, ἐπιφανῆναί σφι τὸν Ἀρίονα ὥσπερ ἔχων ἐξεπήδησε· καὶ τοὺς ἐκπλαγέντας οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι. [1.24.8] ταῦτα μέν νυν Κορίνθιοί τε καὶ Λέσβιοι λέγουσι, καὶ Ἀρίονος ἔστι ἀνάθημα χάλκεον οὐ μέγα ἐπὶ Ταινάρῳ, ἐπὶ δελφῖνος ἐπεὼν ἄνθρωπος.
[1.25.1] Ἀλυάττης δὲ ὁ Λυδὸς τὸν πρὸς Μιλησίους πόλεμον διενείκας μετέπειτα τελευτᾷ, βασιλεύσας ἔτεα ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα. [1.25.2] ἀνέθηκε δὲ ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον δεύτερος οὗτος τῆς οἰκίης ταύτης ἐς Δελφοὺς κρητῆρά τε ἀργύρεον μέγαν καὶ ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν, θέης ἄξιον διὰ πάντων τῶν ἐν Δελφοῖσι ἀναθημάτων, Γλαύκου τοῦ Χίου ποίημα, ὃς μοῦνος δὴ πάντων ἀνθρώπων σιδήρου κόλλησιν ἐξεῦρε.

[1.23.1] Ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, αυτός που μήνυσε στο Θρασύβουλο το χρησμό. Ήταν ο Περίανδρος τύραννος στην Κόρινθο. Του συνέβη λεν οι Κορίνθιοι (και συμφωνούν μαζί τους και οι Μυτιληναίοι) να δει στη ζωή του ένα πολύ μεγάλο θαύμα: τον Αρίονα τον Μηθυμναίο, που πάνω σε ένα δελφίνι βγήκε στο Ταίναρο, αυτόν που ήταν κιθαρωδός, ο καλύτερος από τους σύγχρονούς του, και τον διθύραμβο πρώτος από όλους, όσο ξέρουμε, και σύνθεσε και ονόμασε και δίδαξε στην Κόρινθο.
[1.24.1] Αυτός ο Αρίων λένε, αφού καιρό πολύ έζησε στην αυλή του Περιάνδρου, πως του ήρθε η επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη Σικελία, και σαν μάζεψε πλούτη μεγάλα, θέλησε να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο. [1.24.2] Πως ξεκίνησε από τον Τάραντα και έτσι που σε κανένα δεν είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση στους Κορίνθιους, ναύλωσε ένα καράβι με πλήρωμα Κορίνθιους. Πως στην ανοιχτή θάλασσα αυτοί επιβουλεύτηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στο πέλαγος και να κρατήσουν τα λεφτά του. Πως εκείνος το κατάλαβε και τους παρακαλούσε να του χαρίσουν τη ζωή, και τα λεφτά τούς τα έδινε. [1.24.3] Όμως δεν τους έπειθε μ᾽ αυτά, αλλά οι ναύτες τον έσπρωχναν ή να σκοτωθεί μόνος, αν ήθελε να ταφεί σε χώμα, ή να πηδήσει στη θάλασσα το γρηγορότερο. [1.24.4] Πως έτσι που βρέθηκε ο Αρίων σε αδιέξοδο, τους παρακάλεσε, μια και πήραν μια τέτοια απόφαση, να τον αφήσουν με όλη του τη στολή να σταθεί στο κατάστρωμα της πρύμης και να τραγουδήσει· μετά το τραγούδι δεχόταν να θανατωθεί. [1.24.5] Πως τους άρεσε αυτών η ιδέα να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον καλύτερο τραγουδιστή ανάμεσα στους ανθρώπους, και έτσι τραβήχτηκαν από την πρύμη στη μέση του καραβιού. Και πως εκείνος φόρεσε όλη του τη στολή, πήρε στα χέρια του την κιθάρα, στάθηκε στο κατάστρωμα και τραγούδησε ώς το τέλος τον όρθιον νόμον· με το τέλος του τραγουδιού ρίχτηκε στη θάλασσα έτσι όπως ήταν, με όλη του τη σκευή. [1.24.6] Πως αυτοί συνέχισαν το ταξίδι τους για την Κόρινθο, όμως εκείνον, λένε, ένα δελφίνι τον σήκωσε στη ράχη του και τον έβγαλε στο Ταίναρο. Πως ύστερα από την απόβασή του τράβηξε για την Κόρινθο έτσι ντυμένος που ήταν, και σαν έφτασε, τα διηγήθηκε όλα καταλεπτώς. [1.24.7] Πως ο Περίανδρος, επειδή δεν τον πίστεψε, φύλαξε τον Αρίονα και δεν τον άφηνε να πάει πουθενά, όμως ταυτόχρονα περίμενε και τους ναυτικούς. Πως μόλις αυτοί έφτασαν, τους φώναξε και τους ρωτούσε να του πουν τί ήξεραν για τον Αρίονα. Και όπως εκείνοι ισχυρίστηκαν πως είναι σώος κάπου στην Ιταλία και ότι πολύ καλά τον άφησαν στον Τάραντα, βγήκε μπροστά τους ο Αρίων έτσι όπως ήταν, όταν πήδησε από το καράβι. Πως αυτοί τα έχασαν και δε μπορούσαν πια να το αρνηθούν και παραδέχτηκαν το κρίμα τους. [1.24.8] Αυτά λεν οι Κορίνθιοι και οι Λέσβιοι, και του Αρίονα υπάρχει χάλκινο άγαλμα, όχι μεγάλο, στο Ταίναρο: σε δελφίνι επάνω ένας άνθρωπος.
[1.25.1] Ο Αλυάττης ο λυδός, αφού κράτησε και τέλειωσε τον πόλεμο με τους Μιλησίους, αργότερα πεθαίνει· η βασιλεία του βάστηξε πενήντα επτά χρόνια. [1.25.2] Αφιέρωσε, όταν γλίτωσε από την αρρώστια του, (δεύτερος αυτός από την ίδια βασιλική οικογένεια) στους Δελφούς έναν κρατήρα ασημένιο μεγάλο, με βάση σιδερένια κολλητή, το πιο αξιοθέατο ανάθημα από όλα των Δελφών, έργο του Γλαύκου από τη Χίο, που πρώτος αυτός από όλους τους ανθρώπους βρήκε τον τρόπο για να συγκολλά το σίδερο.