Έτζι είπε, και τελείωσε την άχαρη ζωή του,
και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντώθη το κορμί του.
215Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρώντας,
που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθώντας,
φωνές μεγάλες έβγαλε, και βιαστικός κινάει,
τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.
Καθώς τ᾽ ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους,
220κι ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους·
πικροί κι απαρηγόρητοι σ᾽ οργή περίσσια μπαίνουν,
μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν·
ολημερίς διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες,
να κάμουν σύναξη λαού απ᾽ όλες τις αράδες,
225στου βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι
ν᾽ ακούσουν την απόφαση, και τί ᾽χε να προβάλει
για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα
με καταφρόνεση πολλή χωρίς ταφή και μνήμα.
Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζει,
230τις θύρες της ανατολής με ρόδα να σκεπάζει,
και στην αυλή του βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι,
οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.
Ο Ψωμοφάγος κλαίοντας με στενασμούς προβαίνει,
και με το πρόσωπο σκυφτό προς το θρονί παγαίνει.
235Στέκεται ορθός, δυο τρεις φορές τα μάτια του σφουγγίζει,
και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ᾽ αυτούς να λέει πασκίζει·
«Αλήθεια, φίλοι, μόν᾽ εμέ προσωπικά αδικάει
η ανομιά των Μπακακιών, κακά μού προξενάει·
αλήθεια εγώ ειμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους
240υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατωμένους.
Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη
εκεί που σαν ανήξερος στην τρύπα μπαινοβγαίνει·
το δεύτερο τον σκότωσε η ασπλαχνιά τ᾽ αθρώπου
με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου,
245με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματωμένη,
των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει·
τον τρίτο το μονάκριβο του έθνου το καμάρι,
των γηρατειών μου παντοχή και της αυλής η χάρη,
με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες στα νερά τον πνίγει,
250και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ᾽ ανοίγει.
Μόν᾽ το κακό που μὄκαμαν, κι εσάς βαριά πειράζει,
γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει.
Των Μπακακιών η απιστιά κι αυθάδεια τους η τόση
και σ᾽ άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδώσει.
255Ω αντρειωμένοι Ποντικοί, τα άρματ᾽ ας ντυθούμε
να πάρομε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε.
Ας πλύνομε στο αίμα τους τέτοια αδικιά μεγάλη,
και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι».
Έτζι είπε, κι όλοι εδέχτηκαν του βασιλιά τη γνώμη,
260και από στρατιώτες και άρματα εγιόμωσαν οι δρόμοι.
Με γληγοράδα απίστευτη εδώ κι εκεί κινιούνται,
αρματωσιές πολεμικές πατόκορφα στολνιούνται.
Και πρώτα στα ποδάρια τους φοράν πιτηδεμένα
στενά προπόδια από κουκιά με τέχνη δουλεμένα,
265που μ᾽ επιδέξια μαστοριά ευτύς τα ροκανίζουν,
το φλούδι αφήνουν μοναχό και τη θροφή αφανίζουν.
Τ᾽ αστήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι
μιας ψόφιας Γάτας που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει·
πασάνας μέρος απ᾽ αυτό ομορφοτουρνεμένο
270για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφωμένο·
᾽χ τους οφαλούς των λυχναριών γερές ασπίδες φκιάνουν,
κι από βελόνες σουβλερές με τα δεξιά τους πιάνουν
βαριά κοντάρια αλύγιγα και σιδηροβαμμένα,
οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τα ᾽χε χαρισμένα.
275Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίες
από τα καρυδότζεφλα και δυνατές κι ωραίες.
Κι απέ με τέτοια αρματωσιά, με πάτημα αντρειωμένο,
κινάν τη μάχη πνέοντας μ᾽ αστήθι εγκαρδιωμένο,
κοντά στη λίμνη σταματάν, κι εκεί στρατοπεδεύουν,
280και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν.
|