Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (99-131)


Ὣς εἰπὼν ἀπέπνευσεν ἐν ὕδασι· τὸν δὲ κατεῖδεν
100Λειχοπίναξ ὄχθῃσιν ἐφεζόμενος μαλακῇσιν·
δεινὸν δ᾽ ἐξολόλυξε, δραμὼν δ᾽ ἤγγειλε μύεσσιν.
ὡς δ᾽ ἔμαθον τὴν μοῖραν ἔδυ χόλος αἰνὸς ἅπαντας.
καὶ τότε κηρύκεσσιν ἑοῖς ἐκέλευσαν ὑπ᾽ ὄρθρον
κηρύσσειν ἀγορήνδ᾽ ἐς δώματα Τρωξάρταο,
105πατρὸς δυστήνου Ψιχάρπαγος, ὃς κατὰ λίμνην
ὕπτιος ἐξήπλωτο νεκρὸν δέμας, οὐδὲ παρ᾽ ὄχθαις
ἦν ἤδη τλήμων, μέσσῳ δ᾽ ἐπενήχετο πόντῳ.
ὡς δ᾽ ἦλθον σπεύδοντες ἅμ᾽ ἠοῖ, πρῶτος ἀνέστη
Τρωξάρτης ἐπὶ παιδὶ χολούμενος, εἶπέ τε μῦθον·
110Ὦ φίλοι εἰ καὶ μοῦνος ἐγὼ κακὰ πολλὰ πέπονθα
ἐκ βατράχων, ἡ πεῖρα κακὴ πάντεσσι τέτυκται.
εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ δύστηνος ἐπεὶ τρεῖς παῖδας ὄλεσσα.
καὶ τὸν μὲν πρῶτόν γε κατέκτανεν ἁρπάξασα
ἔχθιστος γαλέη, τρώγλης ἔκτοσθεν ἑλοῦσα.
115τὸν δ᾽ ἄλλον πάλιν ἄνδρες ἀπηνέες ἐς μόρον εἷλξαν
καινοτέραις τέχναις ξύλινον δόλον ἐξευρόντες,
ἣν παγίδα καλέουσι, μυῶν ὀλέτειραν ἐοῦσαν.
ὃ τρίτος ἦν ἀγαπητὸς ἐμοὶ καὶ μητέρι κεδνῇ,
τοῦτον ἀπέπνιξεν Φυσίγναθος ἐς βυθὸν ἄξας.
120ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὁπλίζεσθε καὶ ἐξέλθωμεν ἐπ᾽ αὐτοὺς
σώματα κοσμήσαντες ἐν ἔντεσι δαιδαλέοισιν.
Ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀνέπεισε καθοπλίζεσθαι ἅπαντας.
καὶ τοὺς μέν ῥ᾽ ἐκόρυσσεν Ἄρης πολέμοιο μεμηλώς·
κνημῖδας μὲν πρῶτον ἐφήρμοσαν εἰς δύο μηρούς,
125ῥήξαντες κυάμους χλωρούς, εὖ δ᾽ ἀσκήσαντες,
οὓς αὐτοὶ διὰ νυκτὸς ἐπιστάντες κατέτρωξαν.
θώρηκας δ᾽ εἶχον καλαμοστεφέων ἀπὸ βυρσῶν,
οὓς γαλέην δείραντες ἐπισταμένως ἐποίησαν.
ἀσπὶς δ᾽ ἦν λύχνου τὸ μεσόμφαλον· ἡ δέ νυ λόγχη
130εὐμήκης βελόνη, παγχάλκεον ἔργον Ἄρηος·
ἡ δὲ κόρυς τὸ λέπυρον ἐπὶ κροτάφοις ἐρεβίνθου.


Πολεμικά συμβούλια – Εξοπλισμοί αντιπάλων

Έτσι σαν είπε αυτός ξεψύχησε στη λίμνη· μα τον είδε
100ο Πιατογλύφτης που στ᾽ ακρόγιαλο καθόταν και θωρούσε·
σκούζει στριγκά κι ό,τι είδε τρέχοντας στους ποντικούς μηνάει.
Άγρια τους έπιασε όλους μάνητα τη συμφορά σαν μάθαν.
Τους κράχτες τους αμέσως πρόσταξαν, πριν φέξει, όλους να κράξουν,
να συναχτούνε στ᾽ αρχοντόσπιτο του άρχοντα Ψωμοφάγου,
105κυρού του δόλιου Ψιχουλάρπαγα, π᾽ ανάσκελα στη λίμνη
είχε απλωθεί κουφάρι πια άψυχο, κι ούτε κοντά στις όχθες
ο δύστυχος, μα μεσοπέλαγα πα στα νερά πλανιόταν.
Με βιάση ως μαζωχτήκαν σύναυγα, σηκώθη πρώτος πρώτος,
καημό γιομάτος για το σπλάχνο του, και λέει ο Ψωμοφάγος:
110― Μόλο που εγώ μονάχα, φίλοι μου, πολλά κακά ᾽χω πάθει
απ᾽ τους βατράχους, όλους πρόσβαλε το κάμωμά τους τούτο.
Δύστυχος είμαι εγώ, γιατί έχασα τρεις γιους μου, τρεις λεβέντες.
Τον πρώτο μου στα νύχια αρπάζοντας τον ξέσκισεν η γάτα,
η τρισκατάρατη βουτώντας τον αλάργα απ᾽ τη φωλιά του.
115Το δεύτερο άνθρωποι σκληρόκαρδοι στο θάνατο το σύραν,
με τα καινούρια τους τεχνάσματα, τη μηχανή από ξύλο,
που είναι για τα ποντίκια θάνατος και που τη λεν παγίδα.
Τον τρίτο, που κι εγώ κι η μάνα του τον είχαμε ακριβό μας,
τον παρασέρνει ο Φουσκομάγουλος και στο βυθό τον πνίγει.
120Εμπρός λοιπόν τα πολυξόμπλιαστα ζωστείτε τ᾽ άρματά σας
κι αρματωμένοι καταπάνω τους αμέσως να ριχτούμε.
Έτσι είπε κι όλους τούς ξεσήκωσε τις πανοπλίες να βάλουν,
κι άναβε ο Άρης, πολεμόχαρος, τον πόθο τους για μάχη.
Κνημίδες πρώτα αυτοί συνταίριασαν στα δυο μεριά τους γύρω
125από χλωρά μαστοροδούλευτα κουκιά, που τα τσακίσαν
κι ολονυχτίς καλά ροκάνισαν με προσοχή περίσσια.
Θώρακες τεχνικά μαστόρεψαν από κομμάτια δέρμα
μιας γάτας που έγδαραν, κι απάνω τους καλάμια πλήθος στρώσαν.
Του λυχναριού το αφάλι φόρεσαν γι᾽ ασπίδα· και στο χέρι
130μακριά βελόνα το κοντάρι τους, ολόχαλκο έργο του Άρη.
Βάλαν και κράνη στα μελίγγια τους το τσόφλι απ᾽ το ρεβίθι.


Έτζι είπε, και τελείωσε την άχαρη ζωή του,
και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντώθη το κορμί του.
215Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρώντας,
που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθώντας,
φωνές μεγάλες έβγαλε, και βιαστικός κινάει,
τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.
Καθώς τ᾽ ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους,
220κι ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους·
πικροί κι απαρηγόρητοι σ᾽ οργή περίσσια μπαίνουν,
μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν·
ολημερίς διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες,
να κάμουν σύναξη λαού απ᾽ όλες τις αράδες,
225στου βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι
ν᾽ ακούσουν την απόφαση, και τί ᾽χε να προβάλει
για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα
με καταφρόνεση πολλή χωρίς ταφή και μνήμα.
Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζει,
230τις θύρες της ανατολής με ρόδα να σκεπάζει,
και στην αυλή του βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι,
οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.
Ο Ψωμοφάγος κλαίοντας με στενασμούς προβαίνει,
και με το πρόσωπο σκυφτό προς το θρονί παγαίνει.
235Στέκεται ορθός, δυο τρεις φορές τα μάτια του σφουγγίζει,
και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ᾽ αυτούς να λέει πασκίζει·
«Αλήθεια, φίλοι, μόν᾽ εμέ προσωπικά αδικάει
η ανομιά των Μπακακιών, κακά μού προξενάει·
αλήθεια εγώ ειμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους
240υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατωμένους.
Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη
εκεί που σαν ανήξερος στην τρύπα μπαινοβγαίνει·
το δεύτερο τον σκότωσε η ασπλαχνιά τ᾽ αθρώπου
με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου,
245με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματωμένη,
των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει·
τον τρίτο το μονάκριβο του έθνου το καμάρι,
των γηρατειών μου παντοχή και της αυλής η χάρη,
με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες στα νερά τον πνίγει,
250και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ᾽ ανοίγει.
Μόν᾽ το κακό που μὄκαμαν, κι εσάς βαριά πειράζει,
γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει.
Των Μπακακιών η απιστιά κι αυθάδεια τους η τόση
και σ᾽ άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδώσει.
255Ω αντρειωμένοι Ποντικοί, τα άρματ᾽ ας ντυθούμε
να πάρομε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε.
Ας πλύνομε στο αίμα τους τέτοια αδικιά μεγάλη,
και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι».
Έτζι είπε, κι όλοι εδέχτηκαν του βασιλιά τη γνώμη,
260και από στρατιώτες και άρματα εγιόμωσαν οι δρόμοι.
Με γληγοράδα απίστευτη εδώ κι εκεί κινιούνται,
αρματωσιές πολεμικές πατόκορφα στολνιούνται.
Και πρώτα στα ποδάρια τους φοράν πιτηδεμένα
στενά προπόδια από κουκιά με τέχνη δουλεμένα,
265που μ᾽ επιδέξια μαστοριά ευτύς τα ροκανίζουν,
το φλούδι αφήνουν μοναχό και τη θροφή αφανίζουν.
Τ᾽ αστήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι
μιας ψόφιας Γάτας που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει·
πασάνας μέρος απ᾽ αυτό ομορφοτουρνεμένο
270για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφωμένο·
᾽χ τους οφαλούς των λυχναριών γερές ασπίδες φκιάνουν,
κι από βελόνες σουβλερές με τα δεξιά τους πιάνουν
βαριά κοντάρια αλύγιγα και σιδηροβαμμένα,
οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τα ᾽χε χαρισμένα.
275Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίες
από τα καρυδότζεφλα και δυνατές κι ωραίες.
Κι απέ με τέτοια αρματωσιά, με πάτημα αντρειωμένο,
κινάν τη μάχη πνέοντας μ᾽ αστήθι εγκαρδιωμένο,
κοντά στη λίμνη σταματάν, κι εκεί στρατοπεδεύουν,
280και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν.