Συ μόνο, άμοιρε Λέανδρε, την ζηλεμένη ως είδες,
δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά την φρένα·
και μια που πήρες έξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,
χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.
90Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,
κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·
τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης
βαθύτερ᾽ από τ᾽ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·
το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ᾽ ανάβλεμμά της
95η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,
έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχε
κι εθάμπωνέ τον η ομορφιά, μα συνεπήρ᾽ ο Έρως
την συστολή κι ολόθαρρος μεμιάς αποδιαντράπη.
100Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,
λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζει
με τ᾽ άφωνα γνεψίματα να την εξελογιάσει.
Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,
πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια
105κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάτα
με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει
και πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζει
πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.
Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,
110το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,
και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.
Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα
σαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζει
και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης
115βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνη
σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι
Ο νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,
θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχο
και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.
120Με στανικό πόδ᾽ η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,
σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,
με λόγια κορασίσιμα για να τον αποπάρει·
«Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις·
σύρ᾽ άλλον δρόμον κι άφησ᾽ μου, κακόμοιρε, το ρούχο·
125πρόσεχε μήπως θυμωθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί μου.
Καλόγρια της Παφίτισσας δεν σου περνά ν᾽ αγγίσεις·
για να πειράξεις κορασιάν, είσαι μικρός και λίγος».
|