Είπε, και χαμογελαστή στην πλάτη του ανεβαίνει·
έτοιμες κι οι άλλες, μα έξαφνα δίνει έναν πήδο ο ταύρος·
110άρπαξε κείνη που ήθελε και προς το πέλαο τρέχει.
Η Ευρώπη προς τις φίλες της γυρνάει, τα χέρια απλώνει
και τις καλεί, μα δεν μπορούν εκείνες να τη φτάσουν.
Ο ταύρος πέρ᾽ απ᾽ την αχτή προβαίνει σα δελφίνι
και μ᾽ άβρεχτες βαδίζει οπλές στην άπλα των κυμάτων.
115Στο πέρασμά του η θάλασσα γαλήνευε, τα κήτη
μπροστά στου Δία χορεύανε το διάβα, το δελφίνι
πάνω απ᾽ το κύμα, απ᾽ το βυθό, χαρά γεμάτο εσκίρτα.
Κι απ᾽ το νερό προβάλλοντας, στα κήτη καβαλούσαν
και την πομπή συνόδευαν οι κόρες του Νηρέα.
120Απάνω από το πέλαγο, το κύμα κυβερνώντας,
το θαλασσόδρομο έδειχνε στον αδερφό του ο ίδιος
ο Κοσμοσείστης, βροντερός· και μαζεμένοι γύρω
οι Τρίτωνες, θαλασσινοί βαρύηχοι σαλπιχτάδες,
τραγούδι γάμου λέγανε με τις μακριές κοχύλες.
125Κι απάνω στη βοϊδόραχη του Δία καβάλα η κόρη
με το ένα χέρι το μακρύ κρατούσε κέρατό του,
το πορφυρό της φόρεμα ανασήκωνε με τ᾽ άλλο,
για να μη σέρνεται κι ο αφρός της θάλασσας το βρέχει.
Και φούσκωσε στους ώμους της πάνω ο πλατύς της πέπλος
130σαν άρμενο και πιο λαφρύ τής έκανε το βάρος.
Και σαν ξεμάκρυνε απ᾽ τη γη την πατρική της και ούτε
βουερό ακρογιάλι ούτε ψηλό βουνό φαινόταν, μόνο
πάνω ουρανός, και κάτωθε θάλασσα δίχως άκρη,
έριξε η κόρη ολόγυρα τα βλέμματά της και είπε:
135«Αχ, πού με πας, ταύρε θεϊκέ; Ποιός είσαι; Πώς διαβαίνεις
δρόμους που στριφτοπόδικα δεν τους περνούνε βόδια;
Δε σκιάζεσαι τη θάλασσα; Οι υγροί της δρόμοι κάνουν
για τα καράβια τα γοργά, μα οι ταύροι τούς φοβούνται.
Και πού θα βρεις γλυκό νερό και τί τροφή απ᾽ το κύμα;
140Το δίχως άλλο εισαι θεός· θεϊκά ᾽ναι αυτά που κάνεις.
Δεν περπατούνε στη στεριά δελφίνια, κι ούτε ταύροι
στο πέλαγο, μα ατρόμητος εσύ πηδάς και τρέχεις
στο πέλαγο και στη στεριά· κι είναι κουπιά οι οπλές σου.
Έτσι που πας, και στο γλαυκό, θαρρώ, ουρανό θ᾽ ανέβεις
145και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια.
Δυστυχισμένη που είμαι, αλί! Το πατρικό μου σπίτι
παράτησα κι ακλούθησα το βόδι αυτό, και μόνη
γυρίζω εγώ αρμενίζοντας σε αλλόκοτο ταξίδι.
Μα εσύ, της αφροθάλασσας αφέντη Κοσμοσείστη,
150δείξου σ᾽ εμέ καλόβουλος· μου κάζεται σα να ᾽σαι
μπροστά μου, σα να κυβερνάς το αρμένισμά μου. Δίχως
θεϊκιά βουλή δεν ακλουθώ το δρόμο του πελάγου.»
|