Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΣΧΟΣ

Εὐρώπη (108-152)

Ὣς φαμένη νώτοισιν ἐφίζανε μειδιόωσα,
αἱ δ᾽ ἄλλαι μέλλεσκον· ἄφαρ δ᾽ ἀνεπήλατο ταῦρος,
110ἣν θέλεν ἁρπάξας, ὠκὺς δ᾽ ἐπὶ πόντον ἵκανεν.
ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα φίλας καλέεσκεν ἑταίρας,
χεῖρας ὀρεγνυμένη· ταὶ δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχάνειν.
ἀκτάων δ᾽ ἐπιβὰς πρόσσω θέεν, ἠύτε δελφίς,
χηλαῖς ἀβρεκτοῖσιν ἐπ᾽ εὐρέα κύματα βαίνων.
115ἡ δὲ τότ᾽ ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα,
κήτεα δ᾽ ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν,
γηθόσυνος δ᾽ ὑπὲρ οἶδμα κυβίστεε βυσσόθε δελφίς.
Νηρεΐδες δ᾽ ἀνέδυσαν ὑπὲξ ἁλός, αἳ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι ἐστιχόωντο.
120καὶ δ᾽ αὐτὸς βαρύδουπος ὑπεὶρ ἅλα Ἐννοσίγαιος
κῦμα κατιθύνων ἁλίης ἡγεῖτο κελεύθου
αὐτοκασιγνήτῳ· τοὶ δ᾽ ἀμφί μιν ἠγερέθοντο
Τρίτωνες, πόντοιο βαρύθροοι αὐλητῆρες,
κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες.
125ἣ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφεζομένη Ζηνὸς βοέοις ἐπὶ νώτοις
τῇ μὲν ἔχεν ταύρου δολιχὸν κέρας, ἐν χερὶ δ᾽ ἄλλῃ
εἴρυε πορφυρέην κόλπου πτύχα, ὄφρά κε μή μιν
δεύοι ἐφελκόμενον πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ.
κολπώθη δ᾽ ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης,
130ἱστίον οἷά τε νηός, ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην.
ἣ δ᾽ ὅτε δὴ γαίης ἀπὸ πατρίδος ἦεν ἄνευθεν,
φαίνετο δ᾽ οὔτ᾽ ἀκτή τις ἁλίρροθος οὔτ᾽ ὄρος αἰπύ,
ἀλλ᾽ ἀὴρ μὲν ὕπερθεν, ἔνερθε δὲ πόντος ἀπείρων,
ἀμφί ἑ παπτήνασα τόσην ἀνενείκατο φωνήν·
135«πῇ με φέρεις, θεόταυρε; τίς ἔπλεο; πῶς δὲ κέλευθα
ἀργαλέ᾽ εἰλιπόδεσσι διέρχεαι, οὐδὲ θάλασσαν
δειμαίνεις; νηυσὶν γὰρ ἐπίδρομός ἐστι θάλασσα
ὠκυάλοις, ταῦροι δ᾽ ἁλίην τρομέουσιν ἀταρπόν.
ποῖόν σοι ποτὸν ἡδύ, τίς ἐξ ἁλὸς ἔσσετ᾽ ἐδωδή;
140ἦ ἄρα τις θεός ἐσσι; θεοῖς γ᾽ ἐπεοικότα ῥέζεις.
οὔθ᾽ ἅλιοι δελφῖνες ἐπὶ χθονὸς οὔτε τι ταῦροι
ἐν πόντῳ στιχόωσι, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον
ἄτρομος ἀίσσεις, χηλαὶ δέ τοί εἰσιν ἐρετμά.
ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψόσ᾽ ἀερθείς
145εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν.
ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι δυσάμμορος, ἥ ῥά τε δῶμα
πατρὸς ἀποπρολιποῦσα καὶ ἑσπομένη βοῒ τῷδε
ξείνην ναυτιλίην ἐφέπω καὶ πλάζομαι οἴη.
ἀλλὰ σύ μοι, μεδέων πολιῆς ἁλὸς Ἐννοσίγαιε,
150ἵλαος ἀντιάσειας, ὃν ἔλπομαι εἰσοράασθαι
τόνδε κατιθύνοντα πλόον προκέλευθον ἐμεῖο.
οὐκ ἀθεεὶ γὰρ ταῦτα διέρχομαι ὑγρὰ κέλευθα.»

Είπε, και χαμογελαστή στην πλάτη του ανεβαίνει·
έτοιμες κι οι άλλες, μα έξαφνα δίνει έναν πήδο ο ταύρος·
110άρπαξε κείνη που ήθελε και προς το πέλαο τρέχει.
Η Ευρώπη προς τις φίλες της γυρνάει, τα χέρια απλώνει
και τις καλεί, μα δεν μπορούν εκείνες να τη φτάσουν.
Ο ταύρος πέρ᾽ απ᾽ την αχτή προβαίνει σα δελφίνι
και μ᾽ άβρεχτες βαδίζει οπλές στην άπλα των κυμάτων.
115Στο πέρασμά του η θάλασσα γαλήνευε, τα κήτη
μπροστά στου Δία χορεύανε το διάβα, το δελφίνι
πάνω απ᾽ το κύμα, απ᾽ το βυθό, χαρά γεμάτο εσκίρτα.
Κι απ᾽ το νερό προβάλλοντας, στα κήτη καβαλούσαν
και την πομπή συνόδευαν οι κόρες του Νηρέα.
120Απάνω από το πέλαγο, το κύμα κυβερνώντας,
το θαλασσόδρομο έδειχνε στον αδερφό του ο ίδιος
ο Κοσμοσείστης, βροντερός· και μαζεμένοι γύρω
οι Τρίτωνες, θαλασσινοί βαρύηχοι σαλπιχτάδες,
τραγούδι γάμου λέγανε με τις μακριές κοχύλες.
125Κι απάνω στη βοϊδόραχη του Δία καβάλα η κόρη
με το ένα χέρι το μακρύ κρατούσε κέρατό του,
το πορφυρό της φόρεμα ανασήκωνε με τ᾽ άλλο,
για να μη σέρνεται κι ο αφρός της θάλασσας το βρέχει.
Και φούσκωσε στους ώμους της πάνω ο πλατύς της πέπλος
130σαν άρμενο και πιο λαφρύ τής έκανε το βάρος.
Και σαν ξεμάκρυνε απ᾽ τη γη την πατρική της και ούτε
βουερό ακρογιάλι ούτε ψηλό βουνό φαινόταν, μόνο
πάνω ουρανός, και κάτωθε θάλασσα δίχως άκρη,
έριξε η κόρη ολόγυρα τα βλέμματά της και είπε:
135«Αχ, πού με πας, ταύρε θεϊκέ; Ποιός είσαι; Πώς διαβαίνεις
δρόμους που στριφτοπόδικα δεν τους περνούνε βόδια;
Δε σκιάζεσαι τη θάλασσα; Οι υγροί της δρόμοι κάνουν
για τα καράβια τα γοργά, μα οι ταύροι τούς φοβούνται.
Και πού θα βρεις γλυκό νερό και τί τροφή απ᾽ το κύμα;
140Το δίχως άλλο εισαι θεός· θεϊκά ᾽ναι αυτά που κάνεις.
Δεν περπατούνε στη στεριά δελφίνια, κι ούτε ταύροι
στο πέλαγο, μα ατρόμητος εσύ πηδάς και τρέχεις
στο πέλαγο και στη στεριά· κι είναι κουπιά οι οπλές σου.
Έτσι που πας, και στο γλαυκό, θαρρώ, ουρανό θ᾽ ανέβεις
145και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια.
Δυστυχισμένη που είμαι, αλί! Το πατρικό μου σπίτι
παράτησα κι ακλούθησα το βόδι αυτό, και μόνη
γυρίζω εγώ αρμενίζοντας σε αλλόκοτο ταξίδι.
Μα εσύ, της αφροθάλασσας αφέντη Κοσμοσείστη,
150δείξου σ᾽ εμέ καλόβουλος· μου κάζεται σα να ᾽σαι
μπροστά μου, σα να κυβερνάς το αρμένισμά μου. Δίχως
θεϊκιά βουλή δεν ακλουθώ το δρόμο του πελάγου.»

Έλεγε αυτά και ολόγελη του κάθισε στην ράχη
μα πριν οι άλλες ανεβούν, ο ταύρος φόρα δίδει,
110εκείνην που ᾽θελε άρπαξε και πια — καλό ταξίδι!
Η κόρη εστράφη μεταμιάς τες φίλες της να κράξει
κι άνοιγε και τα χέρια της, μα ποιά να την προφτάξει;
Μια που στο κύμα μπήκε αυτός, τραβούσε σαν δελφίνι
μ᾽ άβρεκτα πόδια κύματα μεγάλα πίσω αφήνει.
115Και σαν περνούσε, η θάλασσα γαλήνιαζε κι εγέλα
τα κήτη εχόρευαν εμπρός του Διός, από την τρέλα
και το δελφίνι από βαθιά ψηλά στο κύμα επήδα
κι οι Νηρηίδες πρόβαλλαν όλες χαρά κι ελπίδα,
η καθεμιά σε δέλφινα ομορφοκαθισμένη·
120κι ο ίδιος ο βαρύδουπος ο κοσμοσείστης βγαίνει
και τ᾽ αδελφού του τ᾽ ακριβού τον καλό δρόμο ανοίγει
κι οι Τρίτωνες συνάζονταν τριγύρω, λίγοι λίγοι,
κι επαίζανε συντροφιαστοί, κράκτες βαριοί του πόντου
με κάτι κόχυλους μακριούς του γάμου τον σκοπόν του.
125Και κείνη ωραία καθιστή πάνω στου Διός την πλάτη,
με το ᾽να χέρι το μακρύ κέρας του ταύρου εκράτει,
με τ᾽ άλλο της εσήκωνε την πλουμιστή πορφύρα,
μην της την βρέχει το νερό και την χαλά η αλμύρα,
και ο άνεμος εφούσκωνε τον πέπλο της, που εφόρει
130σαν της βαρκούλας το πανί — για να ᾽λαφραίνει η κόρη.
Μόν᾽ αφού πια ξεμάκρισεν η πατρική της χώρα
και δεν φαινόταν ούτ᾽ ακτή, ούτε βουνό πια τώρα
και απάνω μόνον ουρανός και θάλασσ᾽ αποκάτω,
φοβήθηκε κι είπε δειλά στον ταύρο τον στηθάτο.
135«Για πού με πας, θεόταυρε; τραβάς με τα σωστά σου
του πόντου δρόμο και αψηφάς το κύμα; καλέ, στάσου,
για τα γοργά πλεούμενα η θάλασσα είν᾽ η μαύρη·
την υγρή στράτα του γιαλού φοβούνται την οι ταύροι·
σαν τί θα πιείς, σαν τί θα φας στη μέση του πελάγου;
140είσαι θεός; σαν τους θεούς περνάς· μόνο φυλάγου.
Ούτε δελφίνια στην στεριά ποτέ μου είδα να βγούσι,
ούτε μοσχάρια στον γιαλό να μπαίνουν έχω ακούσει.
Μα συ περνάς γη, θάλασσα, κουπιά τα πόδια κάμνεις
να δούμε κι αν δεν σηκωθείς ψηλά ψηλά και λάμνεις
145σαν τα γοργόφτερα πολιά στον γαλανόν αιθέρα·
εμένα μαύρη η τύχη μου, π᾽ αφήκα του πατέρα
τα δώματα και ξενομώ σ᾽ ενός βοϊδιού την ράχη
και τώρα θαλασσομαχώ και χάνομαι μονάχη.
Μόνο, του πόντου βασιλιά, γιά ᾽πάκουσέ μου τόσο,
150συ Ποσειδών αθάνατε, που ελπίζω ν᾽ ανταμώσω
μπροστά να παραστέκεσαι, τον πόρο μου για νά βρω
τι δεν περνώ δίχως θεό τον δρόμο αυτό με ταύρο».