Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Θεογονία (154-210)

ὅσσοι γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο,
155 δεινότατοι παίδων, σφετέρῳ δ᾽ ἤχθοντο τοκῆι
ἐξ ἀρχῆς· καὶ τῶν μὲν ὅπως τις πρῶτα γένοιτο,
πάντας ἀποκρύπτασκε καὶ ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε
Γαίης ἐν κευθμῶνι, κακῷ δ᾽ ἐπετέρπετο ἔργῳ,
Οὐρανός· ἡ δ᾽ ἐντὸς στοναχίζετο Γαῖα πελώρη
160 στεινομένη, δολίην δὲ κακὴν ἐπεφράσσατο τέχνην.
αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος
τεῦξε μέγα δρέπανον καὶ ἐπέφραδε παισὶ φίλοισιν·
εἶπε δὲ θαρσύνουσα, φίλον τετιημένη ἦτορ·
«παῖδες ἐμοὶ καὶ πατρὸς ἀτασθάλου, αἴ κ᾽ ἐθέλητε
165 πείθεσθαι· πατρός κε κακὴν τεισαίμεθα λώβην
ὑμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
ὣς φάτο· τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν
φθέγξατο. θαρσήσας δὲ μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης
αἶψ᾽ αὖτις μύθοισι προσηύδα μητέρα κεδνήν·
170«μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι
ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω
ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
ὣς φάτο· γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη·
εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν
175 ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ᾽ ὑπεθήκατο πάντα.
ἦλθε δὲ νύκτ᾽ ἐπάγων μέγας Οὐρανός, ἀμφὶ δὲ Γαίῃ
ἱμείρων φιλότητος ἐπέσχετο, καί ῥ᾽ ἐτανύσθη
πάντῃ· ὁ δ᾽ ἐκ λοχέοιο πάις ὠρέξατο χειρὶ
σκαιῇ, δεξιτερῇ δὲ πελώριον ἔλλαβεν ἅρπην,
180 μακρὴν καρχαρόδοντα, φίλου δ᾽ ἀπὸ μήδεα πατρὸς
ἐσσυμένως ἤμησε, πάλιν δ᾽ ἔρριψε φέρεσθαι
ἐξοπίσω. τὰ μὲν οὔ τι ἐτώσια ἔκφυγε χειρός·
ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι,
πάσας δέξατο Γαῖα· περιπλομένων δ᾽ ἐνιαυτῶν
185 γείνατ᾽ Ἐρινῦς τε κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας,
τεύχεσι λαμπομένους, δολίχ᾽ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας,
Νύμφας θ᾽ ἃς Μελίας καλέουσ᾽ ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
μήδεα δ᾽ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι
κάββαλ᾽ ἀπ᾽ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
190 ὣς φέρετ᾽ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς
ἀφρὸς ἀπ᾽ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο· τῷ δ᾽ ἔνι κούρη
ἐθρέφθη· πρῶτον δὲ Κυθήροισι ζαθέοισιν
ἔπλητ᾽, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο Κύπρον.
ἐκ δ᾽ ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός, ἀμφὶ δὲ ποίη
195 ποσσὶν ὕπο ῥαδινοῖσιν ἀέξετο· τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην
[ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
κικλήσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οὕνεκ᾽ ἐν ἀφρῷ
θρέφθη· ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις·
Κυπρογενέα δ᾽, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ·
200 ἠδὲ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.
τῇ δ᾽ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς
γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ᾽ ἐς φῦλον ἰούσῃ·
ταύτην δ᾽ ἐξ ἀρχῆς τιμὴν ἔχει ἠδὲ λέλογχε
μοῖραν ἐν ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
205 παρθενίους τ᾽ ὀάρους μειδήματά τ᾽ ἐξαπάτας τε
τέρψίν τε γλυκερὴν φιλότητά τε μειλιχίην τε.
τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε
παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός·
φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι
210 ἔργον, τοῖο δ᾽ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.

Όσοι γεννήθηκαν από τη Γη κι από τον Ουρανό,
τα φοβερότερα παιδιά, ήτανε στο γονιό τους μισητοί
απαρχής. Και μόλις γεννιόταν ο καθένας τους,
ευθύς όλους τους έκρυβε στης Γης τα σπλάχνα και δεν τους άφηνε
ν᾽ ανέβουνε στο φως. Κι ευχαριστιότανε ο Ουρανός
με το κακό του έργο. Και μέσα της στέναζε στενεμένη
160η πελώρια Γη και δόλιο τέχνασμα κακό στοχάστηκε.
Γέννησε αμέσως το γένος του γκρίζου αδάμαντα
και μέγα δρεπάνι έφτιαξε κι έδωσε οδηγίες στα παιδιά της.
Τους είπε θάρρος δίνοντας, θλιμμένη στην καρδιά της:
«Παιδιά δικά μου και μοχθηρού πατέρα, αν θέλετε
υπακούστε με. Την ύβρη την κακή μπορούμε να εκδικηθούμε
του πατέρα σας. Αφού πρώτος αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους
δε μίλησε. Παίρνοντας θάρρος ο δολοπλόκος μέγας Κρόνος
ευθύς στη φρόνιμη μητέρα του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια:
170«Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο,
αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω.
Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
Έτσι είπε. Και χάρηκε πολύ η πελώρια Γη μες στην καρδιά της.
Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε
στο χέρι του το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.
Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη Γη
απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της
τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι
άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,
180το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του
τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω.
Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν:
όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν,
όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος
τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες,
που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν,
μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη.
Και όπως ευθύς τα αιδοία με τον αδάμαντα απέκοψε
και τα ᾽ριξε μακριά απ᾽ τη στεριά στον πολυτάραχο τον πόντο,
190έτσι αυτά στο πέλαγος χρόνο πολύ πλανώνταν, κι αφρός λευκός
ολόγυρα απ᾽ την αθάνατη τη σάρκα σηκωνόταν. Μέσα σ᾽ αυτόν
μεγάλωσε μια κόρη. Πρώτα τα πανίερα τα Κύθηρα πλησίασε,
και από εκεί κατόπιν έφτασε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.
Και βγήκε έξω μια σεβαστή, ωραία θεά, κι από τα λυγερά της πόδια κάτω
μεγάλωνε η χλόη ολόγυρα. Αφροδίτη αυτήν
[και αφρογέννητη θεά και Κυθέρεια καλοστεφανωμένη]
την ονομάζουν οι θεοί και οι άνθρωποι, γιατί μες στον αφρό
μεγάλωσε. Μα και Κυθέρεια, γιατί προσέγγισε τα Κύθηρα.
Και Κυπρογέννητη, γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.
200Και φιλομειδή, γιατί απ᾽ τα αιδοία αναφάνηκε.
Αυτήν, μόλις γεννήθηκε κι ανέβαινε προς των θεών το γένος,
την συνόδεψε ο Έρωτας και ο ωραίος Ίμερος την ακολούθησε.
Και τούτο το αξίωμα έχει απαρχής και τούτο το μερίδιο
έλαχε ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους:
παρθενικά αγκαλιάσματα, χαμόγελα, απάτες,
τέρψη γλυκιά, μειλίχια αγάπη.
Και τα παιδιά του βρίζοντας Τιτάνες τα ονόμαζε
ο πατέρας τους, ο μέγας Ουρανός, που τα γέννησε ο ίδιος.
Γιατί ισχυριζόταν πως τα χέρια τους τα άπλωσαν στην ασέβεια, να κάνουν
210αμαρτία μεγάλη, και πως θα υπάρξει στο μέλλον πληρωμή γι᾽ αυτήν.