Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (7.1-7.21)


ΝΕΜΕΟΝΙΚΑΙΣ VII

ΣΩΓΕΝΕΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΙΔΙ ΠΕΝΤΑΘΛΩΙ


Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων, [στρ. α]
παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκου-
σον, Ἥρας, γενέτειρα τέκνων· ἄνευ σέθεν
οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν
τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν.
5 ἀναπνέομεν δ᾽ οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα·
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ᾽ ἕτερον ἕτερα. σὺν δὲ τίν
καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθείς
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις.

πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων [ἀντ. α]
10 Αἰακιδᾶν· μάλα δ᾽ ἐθέλον-
τι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν.
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον᾽ αἰτίαν
ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαί
σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι·
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ,
15 εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος
εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς.

σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον [ἐπῳδ. α]
ἔμαθον, οὐδ᾽ ὑπὸ κέρδει βλάβεν·
ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρά
σᾶμα νέονται. ἐγὼ δὲ πλέον᾽ ἔλπομαι
λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν
διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ᾽ Ὅμηρον·


ΕΒΔΟΜΟΣ ΝΕΜΕΟΝΙΚΗΣ

(ΣΩΓΕΝΕΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΙΔΙ ΠΕΝΤΑΘΛΩΙ)


Κόρη της δέσποινας Ήρας, Ειλείθυια, [στρ. α]
που με τις Μοίρες μαζί τις βαθύβουλες
στων παιδιών παραστέκεις τις γέννες,
άκουσε· δίχως εσέ της ημέρας το φως
δε θα βλέπαμε, μήτε τη μαύρη τη νύχτα,
δίχως εσέ δε θα φτάναμε
τη λαμπρόκορμη αδελφή σου την Ήβη.
5Όμως δεν αναπνέομε κι όλοι για τα ίδια
και μποδίζει τον ένα μια διάφορη απ᾽ άλλον
που ζεύχτηκε μοίρα·
μα χάρη σε σέ του Θεαρίωνα ο γιος
ο Σωγένης, αφού νικητής απ᾽ αξιά του κηρύχτηκε,
μες στους πεντάθλους να ψάλλεται η δόξα του βλέπει.

Γιατ᾽ έχει πατρίδα που ξέρει από ύμνους, την πόλη [αντ. α]
των δοριχτύπων παιδιών του Αιακού,
10που αγαπούν να τιμούν όποιος έχει καρδιά
σαν κι αυτούς μαθημένη σε αγώνες·
κι όταν κανείς κινδυνεύοντας βγει νικητής,
δίνει γλυκιά σαν το μέλι αφορμή
να χυθούν των Μουσών οι ροές·
γιατ᾽ έχουν σκοτάδι βαθύ κι οι αρετές οι τρανές
όταν οι ύμνοι τούς λείψουν
κι ενός είδους μονάχα καθρέφτη γνωρίζομε
για τα λαμπρά κατορθώματα:
15ν᾽ αξιώνει η χρυσή Μνημοσύνη να βρίσκουνε
πλερωμή για τους τόσους των μόχτους
στους κοσμολόγητους ήχους των ύμνων.

Ξέρει ο σοφός και πριν τρείς ημέρες [επωδ. α]
να προβλέψει ποιόν άνεμο θα ᾽χει
και δεν πάει να χαθεί για το κέρδος.
Όλοι μας, πλούσιος μαζί και φτωχός,
σ᾽ ένα τέρμα τραβούμε, το θάνατο·
20μα εγώ λογιάζω, πως τ᾽ όνομα πὄβγαλε
ο Οδυσσέας ξεπέρασε τα όσα κι αν τράβηξε
χάρη στο μάγο τραγούδι του Ομήρου.