Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (100-133)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ἀκτὶς ἀελίου, τὸ κάλ- [στρ. α] 100
λιστον ἑπταπύλῳ φανὲν
Θήβᾳ τῶν πρότερον φάος,
ἐφάνθης ποτ᾽, ὦ χρυσέας
ἁμέρας βλέφαρον, Διρκαί-
105ων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα,
τὸν λεύκασπιν †Ἀργόθεν
φῶτα βάντα πανσαγίᾳ
φυγάδα πρόδρομον ὀξυτέρῳ
κινήσασα χαλινῷ·

110ὃν ἐφ᾽ ἁμετέρᾳ γᾷ Πολυνείκης
ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων
‹. . . . . . . . .› ὀξέα κλάζων
αἰετὸς εἰς γᾶν [ὣς] ὑπερέπτα,
λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός
115πολλῶν μεθ᾽ ὅπλων
ξύν θ᾽ ἱπποκόμοις κορύθεσσι.

στὰς δ᾽ ὑπὲρ μελάθρων φονώ- [ἀντ. α]
σαισιν ἀμφιχανὼν κύκλῳ
λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα
120ἔβα, πρίν ποθ᾽ ἁμετέρων
αἱμάτων γένυσιν πλησθῆ-
ναί τε καὶ στεφάνωμα πύργων
πευκάενθ᾽ Ἥφαιστον ἑλεῖν.
τοῖος ἀμφὶ νῶτ᾽ ἐτάθη
125πάταγος Ἄρεος, ἀντιπάλου
δυσχείρωμα δράκοντος.

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους
ὑπερεχθαίρει, καί σφας ἐσιδὼν
πολλῷ ῥεύματι προσνισομένους,
130χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας,
παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων
ἐπ᾽ ἄκρων ἤδη
νίκην ὁρμῶντ᾽ ἀλαλάξαι·


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
100Αχτίνα του ήλιου, τ᾽ ομορφότερο
το φως που φώτισε ποτέ ως τα τώρα
τη Θήβα την εφτάπυλη,
φάνηκες τέλος, της χρυσής
ω βλέφαρον ημέρας,
πάνω απ᾽ της Δίρκης τα νερά
και τον πολεμιστή με τις ολόλευκες
ασπίδες του, που ᾽ρθε από τ᾽ Άργος πάνοπλος,
τον έκαμες το φευγατιό να πάρει
κινώντας τον σε δρομοκόπισμα
με πιο γοργό από τότε χαλινάρι.

110Που τον είχε ο Πολυνείκης οδηγήσει
στη δική μου εδώ τη χώρα ερεθισμένος
με διχόγνωμες αμάχες·
και με οξιές στριγγιές εκείνος
πάνω χύμησε απ᾽ τη χώρα, σαν αϊτός
σκεπασμένος με φτερούγα ασπροχιονάτη
μ᾽ άρματα πολλά και φούντες
αλογίσιες στο κεφάλι.

Κι αφού απ᾽ τους πύργους πάνω ζυάστηκε
μ᾽ ανοιχτά γύρω από το εφτάπυλο το κάστρο
τα αιμόδιψα τ᾽ αρπάγια του,
120έφυγε πριν χορτάσουν
το αίμα μας τα σαγόνια του
και πριν να πιάσει ο Ήφαιστος ο πεύκινος
των πύργων τα στεφάνια· τέτοιος σάλαγος
του Άρη τον χτύπησε στις πλάτες
απ᾽ τον αντίπαλό του Δράκοντα
που δύσκολα να νικηθεί στις μάχες.

Γιατί ο Δίας παραεχτρεύεται της γλώσσας
της μεγάλης καμποφάνειες, κι ως τους είδε
να χυμούν με πλήθιο ρέμα
ξεπαρμένοι απ᾽ των χρυσών τους
130των αρμάτων την κλαγγή,
με ριχτή φωτιά γκρεμνίζει εκείνον
που από πάνω πια απ᾽ των κάστρων την κορφή
ετοιμάζονταν τη νίκη ν᾽ αλαλάξει.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
(εισέρχεται)
100Αχτίδα του ηλίου,
που ομορφύτερο φως δεν φώτισε την εφτάπυλο Θήβα,
φάνηκες πια
σαν άνοιξε ένα βλέφαρο χρυσόφθαλμης ημέρας,
καθώς έρχεσαι πέρα από τα νερά της Δίρκης!
Και τον στρατό με τις αστραφτερές ασπίδες
που βγήκε απ᾽ το Άργος μ᾽ όλην την αρματωσιά
τον έσπρωξες να φύγει τρέχοντας με σφιγμένο χαλινάρι,
110εκείνον που στη χώρα μας ο Πολυνείκης,
φιλονικώντας για το δίκαιό του, τον ξεσήκωσε....
Κράζοντας στριγκά
σαν αετός από ψηλά στη γης επέταξε
με ανοιγμένη χιονάτη φτερούγα
και μ᾽ άρματα πολλά
και με περικεφαλαίες αλογομαλλούσες.

Κι από πάνω από τα σπίτια στάθη έναν γύρο
με λόγχες φόνισσες να τις μπήξει στο εφτάπυλο στόμα.
120Αλλά έφυγε προτού να πιει και να χορτάσει από τα αίματά μας
και προτού από τις ρετσίνες να πιάσουνε φωτιά οι στεφανωσιές των πύργων,
και πίσω του έρχουνταν η θεόρατη βροντή του Άρη
για τον αντίπαλο Δράκοντα δυσκολονίκητη,
γιατί ο Δίας εχτρεύεται τα κομπάσματα
απ᾽ τη μακριά τη γλώσσα,
και καθώς είδε κείνους, σαν μεγάλο ρέμα, να ξεχύνονται
130μ᾽ αλαζονεία κι αχολογή απ᾽ τα χρυσά τους όπλα,
ρίχνει με τη χτυπητή φωτιά του
αυτόν που είχε χιμήξει στην κορφή του τείχους τη νίκη κιόλας ν᾽ αλαλάξει.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Α’
100Αχτίδα του ήλιου υπέρλαμπρη,
ποτέ φως σαν εσένα
στη Θήβα την εφτάπυλη
δεν πρόβαλε κανένα·
χρυσό της μέρας βλέφαρο,
από τη Δίρκη εφάνης,
κι ήρθες να ξετρελάνεις
Αργίτικο στρατό.
110Αυτόν που μας τον έφερε
σαν όρνιο ο Πολυνείκης,
με τα φτερά που απλώνουνταν
και τη φωνή της νίκης·
κι είχαν ασπίδες που άστραφταν
κι όπλα πολλά και κράνη.
Φεύγουν, και ποιός τους φτάνει
μέσα στον κορνιαχτό!

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Β’
Αυτοί που ήρθαν και στάθηκαν,
θωρείς τα παλληκάρια,
τριγύρω στην εφτάπυλη
με φονικά κοντάρια,
120φεύγουνε πριν προφτάσουνε,
γιομάτοι περηφάνια,
στων πύργων τα στεφάνια
ν᾽ ανάψουνε φωτιά.

ΗΜΙΧ. Α’ Γιατί κι ο Δίας τη μάχεται
μια γλώσσα φαντασμένη,
κι όταν τους είδε να ᾽ρχουνται
130σα θάλασσα αφρισμένη,
με κεραυνόν εγκρέμισεν
εκείνον που ετοιμάζει
τη νίκη να φωνάζει
από τα τείχη αυτά.