ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Σένα, που η αστρόφεγγη Νύχτα γεννά, σαν πεθαίνει,
και φλογισμένο τα βράδια πάλι κοιμίζει,
Ήλιε μου, ω Ήλιε, ζητώ σου
να μου μηνύσεις, ο γιος της Αλκμήνης
πού να μου βρίσκεται, πού,
ω μ᾽ αστραπόβολη λάμψη ζωσμένε;
100τάχα σε θάλασσες κάπου στενά,
ή στις διπλές τις στεριές να κονεύει;
πε μου, εσύ π᾽ όλους νικάς στη ματιά.
Γιατί μαθαίνω πως πάντα ποθοπλανταγμένη
η πολυγύρευτη κόρη του Οινέα
όμοια σαν ένα πουλί θλιβερό,
δεν την κοιμίζει σ᾽ αδάκρυτα μάτια
ποτέ τη λαχτάρα της,
μα με του αντρός της που λείπει τη θύμηση
θρέφει όλο φόβους στα στήθια της
110κι η συλλογή στ᾽ ορφανό της κρεβάτι τη λιώνει,
να περιμένει, η ταλαίπωρη, κάποιο κακό.
Γιατ᾽ όπως τ᾽ αμέτρητα κύματα
του ασύχαστου νότου ή βοριά
στον πλατύ πόντο θα δεις
να πηγαίνουν και να ᾽ρχουνται,
έτσι και τον Καδμογέννητο
μια τον ποδίζει και μια τον φέρνει εμπρός
η πολυαντάριαστη, σαν το κανάλι
της Κρήτης, ζωή του·
120μα ένας θεός πάντ᾽ ανέβλαβο
τον κρατάει μακριά ᾽πό τα δώματα του Άδη.
Γι᾽ αυτά όλα σού ρίχνω κι εγώ άδικο
και μ᾽ όλο το σέβας μου, μα
θ᾽ αντιγνωμήσω μαζί σου·
γιατί, λέω, δε θα ᾽πρεπε
κάθ᾽ ελπίδα καλή να ξοφλάς.
Βέβαια, ζωή δίχως πόνο ουδ᾽ αυτός
ο παντοδύναμος Δίας σε κανένα θνητό
δε χάρισε, μα όλους
130τριγυρνούνε και λύπες και χαρές
σαν του Χορού του εφταπάρθενου οι γύρες.
Πάντα η αστροπλούμιστη νύχτα δε μένει,
ούτε κι οι αντίμαχες μοίρες του ανθρώπου,
ούτε τα πλούτη, μα πέταξαν
μεμιάς και πάνε,
και πίσω το ᾽να ᾽πό τ᾽ άλλο ακλουθούν
τα χαροκόπια κι οι στέρησες.
Σ᾽ αυτά λέω και συ να στηρίζεις, βασίλισσα,
τις ελπίδες σου πάντα·
γιατί ποιός είδε το Δία ποτέ
140έτσι ανέγνοιαστο για τα παιδιά του;
|