Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (121-152)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ὦ παῖ, παῖ δυστανοτάτας [στρ. α]
Ἠλέκτρα ματρός, τίν᾽ ἀεὶ
τάκεις ὧδ᾽ ἀκόρεστον οἰμωγὰν
τὸν πάλαι ἐκ δολερᾶς ἀθεώτατα
125ματρὸς ἁλόντ᾽ ἀπάταις Ἀγαμέμνονα
κακᾷ τε χειρὶ πρόδοτον; ὡς ὁ τάδε πορὼν
ὄλοιτ᾽, εἴ μοι θέμις τάδ᾽ αὐδᾶν.
ΗΛ. ὦ γενέθλα γενναίων,
130ἥκετ᾽ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον·
οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ᾽, οὔ τί με
φυγγάνει, οὐδ᾽ ἐθέλω προλιπεῖν τόδε,
μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στενάχειν πατέρ᾽ ἄθλιον.
ἀλλ᾽, ὦ παντοί-
ας φιλότητος ἀμειβόμεναι χάριν,
135ἐᾶτέ μ᾽ ὧδ᾽ ἀλύειν,
αἰαῖ, ἱκνοῦμαι.

ΧΟ. ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα [ἀντ. α]
παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀν-
στάσεις οὔτε γόοις οὔτε λιταῖσιν·
140ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν μετρίων ἐπ᾽ ἀμήχανον
ἄλγος ἀεὶ στενάχουσα διόλλυσαι,
ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν.
τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ;
145ΗΛ. νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς
οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται.
ἀλλ᾽ ἐμέ γ᾽ ἁ στονόεσσ᾽ ἄραρεν φρένας,
ἃ Ἴτυν, αἰὲν Ἴτυν ὀλοφύρεται,
ὄρνις ἀτυζομένα, Διὸς ἄγγελος.
ἰὼ παντλά-
150μων Νιόβα, σὲ δ᾽ ἔγωγε νέμω θεόν,
ἅτ᾽ ἐν τάφῳ πετραίῳ,
αἰαῖ, δακρύεις.


ΠΑΡΟΔΟΣ

(ΚΟΜΜΟΣ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΑΣ)

ΧΟΡΟΣ
Κόρη, πανάθλιας κόρη μητέρας,
έτσι θα σκούζεις αχόρταγα πάντα
του πατέρα σου, Ηλέκτρα; το θρήνο,
που τώρα και τόσον καιρό
άθεα η άπιστη τύλιξε η μάνα σου
στα δολερά της πλεμάτια
και σε κακά τον παράδωσε χέρια;
που είθε —αν αυτή μού επιτρέπεται η ευχή—
είθε, όποιος τα ᾽φερε αυτά, να χαθεί.

ΗΛΕ. Αρχοντοκόρες καλές μου,
έρχεστε παρηγοριά στα δεινά μου να φέρετε·
130ξέρω, το νιώθω και δε με γελά
η προαίρεση αυτή σας· μα εγώ
να παρατήσω τους θρήνους
του αθλίου μου πατέρα δε θέλω.
Μα ω σεις, που μ᾽ αντιχαρίζετε
την κάθεν αγάπη σας,
αφήστ᾽ αχ αφήστε με, σας ικετεύω,
έτσι έξω φρενών να ξεδίνω.

ΧΟΡ. Μ᾽ αχ, απ᾽ τον Άδη —την παντοδόχα τη λίμνη—
πίσω ποτέ τον πατέρα σου δε θα τον φέρεις
ούτε με κλάψες ούτε με δέησες·
140κι έξω από καθετί μέτρο σε ανώφελους
πόνους περνάς τη ζωή σου και φθείρεσαι
δίχως, μ᾽ αυτά, στα δεινά σου καμιά
να μπορεί να βρεθεί απαλλαγή.
Γιατί να βρίσκεις χαρά στ᾽ ανυπόφερτα;

ΗΛΕ. Αναίσθητος όποιος ξεχνά
τους γονιούς του, που μ᾽ άδικο θάνατο πήγαν.
Μα εγώ από καρδιάς μου ζηλεύω
τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα
που όλο τον Ίτυ, τον Ίτυ της μύρεται,
η πλανταγμένη μηνύτρα της άνοιξης.
Ω και συ απ᾽ όλους πιο δύστυχη Νιόβη,
150εγώ όμως θεό σε νομίζω,
γιατί απ᾽ τον πέτρινο τάφο σου μέσα
πάντα σου, αλίμονο, δάκρυα σταλάζεις.