ΠΑΡΟΔΟΣ(ΚΟΜΜΟΣ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΑΣ)
ΧΟΡΟΣ
Κόρη, πανάθλιας κόρη μητέρας,
έτσι θα σκούζεις αχόρταγα πάντα
του πατέρα σου, Ηλέκτρα; το θρήνο,
που τώρα και τόσον καιρό
άθεα η άπιστη τύλιξε η μάνα σου
στα δολερά της πλεμάτια
και σε κακά τον παράδωσε χέρια;
που είθε —αν αυτή μού επιτρέπεται η ευχή—
είθε, όποιος τα ᾽φερε αυτά, να χαθεί.
ΗΛΕ. Αρχοντοκόρες καλές μου,
έρχεστε παρηγοριά στα δεινά μου να φέρετε·
130ξέρω, το νιώθω και δε με γελά
η προαίρεση αυτή σας· μα εγώ
να παρατήσω τους θρήνους
του αθλίου μου πατέρα δε θέλω.
Μα ω σεις, που μ᾽ αντιχαρίζετε
την κάθεν αγάπη σας,
αφήστ᾽ αχ αφήστε με, σας ικετεύω,
έτσι έξω φρενών να ξεδίνω.
ΧΟΡ. Μ᾽ αχ, απ᾽ τον Άδη —την παντοδόχα τη λίμνη—
πίσω ποτέ τον πατέρα σου δε θα τον φέρεις
ούτε με κλάψες ούτε με δέησες·
140κι έξω από καθετί μέτρο σε ανώφελους
πόνους περνάς τη ζωή σου και φθείρεσαι
δίχως, μ᾽ αυτά, στα δεινά σου καμιά
να μπορεί να βρεθεί απαλλαγή.
Γιατί να βρίσκεις χαρά στ᾽ ανυπόφερτα;
ΗΛΕ. Αναίσθητος όποιος ξεχνά
τους γονιούς του, που μ᾽ άδικο θάνατο πήγαν.
Μα εγώ από καρδιάς μου ζηλεύω
τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα
που όλο τον Ίτυ, τον Ίτυ της μύρεται,
η πλανταγμένη μηνύτρα της άνοιξης.
Ω και συ απ᾽ όλους πιο δύστυχη Νιόβη,
150εγώ όμως θεό σε νομίζω,
γιατί απ᾽ τον πέτρινο τάφο σου μέσα
πάντα σου, αλίμονο, δάκρυα σταλάζεις.
|