ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Τελαμώνιε γιε, βασιλιά
της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας,
στη δική σου ευτυχία κι εγώ επιχαίρω·
όταν όμως του Δία πληγή σε χτυπήσει,
ή πάνω σου πέσει των Αργείων ο λόγος
κακόγλωσσος, αγωνία με πιάνει μεγάλη
κι από φόβο φουντώνω, καθώς αλαφιάζει
140φτερωτής περιστέρας το μάτι.
Όπως τώρα, στη νύχτα που πια αργοσβήνει,
μας κυκλώνει η βαβούρα μεγάλης
ατίμωσης· πως εσύ, το λιβάδι πατώντας,
όπου ελεύθερα τ᾽ άλογα τρέχουν, πως αφάνισες,
λέει, τις βοσκές των Αργείων, και τη λεία, κερδισμένη
στη μάχη κι ακόμη αμοίραστη, το σπαθί σου
πυρωμένο κατέσφαξε.
Ιστορίες παρόμοιες σερβίρει και πλάθει
για τ᾽ αυτιά ολονών ο Οδυσσέας, και τους πείθει
150με λόγια παχιά, καθώς πράγματα σέρνει
εις βάρος σου εύπιστα· κι ο καθένας, ακούγοντας
απ᾽ αυτόν που τα λέει, δοκιμάζει χαρά
μεγαλύτερη, καθυβρίζοντας όσα εσύ υποφέρεις.
Γιατί όποιος το βέλος του ρίξει
σε μεγάλη ψυχή, δεν θα σφάλει·
αν εμένα τα λόγια του στόχευαν, ασφαλώς
δεν θα έπειθαν.
Ο φθόνος, το ξέρεις, γλιστρά προς εκείνον
που κατέχει τη δύναμη. Μολονότι οι μικροί
χωρίς τους μεγάλους προστασία λειψή
του οχυρού αποδείχνονται·
160στο πλευρό των μεγάλων κι ο μικρός αριστεύει,
όπως όρθιος μένει ο μεγάλος που οι μικροί
τον στηρίζουν.
Στους ανόητους όμως γνώση φρόνιμη
ποιός μπορεί από πριν να διδάξει;
Τέτοιοι τύποι σηκώνουν γύρω βαβούρα,
κι ούτε λίγη δεν έχουμε δύναμη εμείς
στο κακό να προβάλουμε αντίσταση, αν μαζί μας
δεν είσαι κι εσύ, βασιλιά.
Αν ωστόσο, όσο ξέφυγαν το δικό σου
το μάτι, πεταρίζουν προσώρας σαν σμήνη
πουλιών, στο μεγάλο γεράκι μπροστά
θα τους πιάσει φόβος ξανά·
170αν εσύ ξαφνικά βγεις μπροστά τους,
σιωπηλοί θα κουρνιάσουν, παραμένοντας
άφωνοι.
|