Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (134-171)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Τελαμώνιε παῖ, τῆς ἀμφιρύτου
135Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου,
σὲ μὲν εὖ πράσσοντ᾽ ἐπιχαίρω·
σὲ δ᾽ ὅταν πληγὴ Διὸς ἢ ζαμενὴς
λόγος ἐκ Δαναῶν κακόθρους ἐπιβῇ,
μέγαν ὄκνον ἔχω καὶ πεφόβημαι
140πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας.
ὡς καὶ τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς
μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ᾽ ἡμᾶς
ἐπὶ δυσκλείᾳ, σὲ τὸν ἱππομανῆ
λειμῶν᾽ ἐπιβάντ᾽ ὀλέσαι Δαναῶν
145βοτὰ καὶ λείαν,
ἥπερ δορίληπτος ἔτ᾽ ἦν λοιπή,
κτείνοντ᾽ αἴθωνι σιδήρῳ.
τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάσσων
εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς,
150καὶ σφόδρα πείθει. περὶ γὰρ σοῦ νῦν
εὔπειστα λέγει, καὶ πᾶς ὁ κλύων
τοῦ λέξαντος χαίρει μᾶλλον
τοῖς σοῖς ἄχεσιν καθυβρίζων.
τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς
155οὐκ ἂν ἁμάρτοι· κατὰ δ᾽ ἄν τις ἐμοῦ
τοιαῦτα λέγων οὐκ ἂν πείθοι.
πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ᾽ ὁ φθόνος ἕρπει.
καίτοι σμικροὶ μεγάλων χωρὶς
σφαλερὸν πύργου ῥῦμα πέλονται·
160μετὰ γὰρ μεγάλων βαιὸς ἄριστ᾽ ἄν
καὶ μέγας ὀρθοῖθ᾽ ὑπὸ μικροτέρων.
ἀλλ᾽ οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους
τούτων γνώμας προδιδάσκειν.
ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβῇ
165χἡμεῖς οὐδὲν σθένομεν πρὸς ταῦτ᾽
ἀπαλέξασθαι σοῦ χωρίς, ἄναξ.
ἀλλ᾽ ὅτε γὰρ δὴ τὸ σὸν ὄμμ᾽ ἀπέδραν,
παταγοῦσιν ἅπερ πτηνῶν ἀγέλαι·
μέγαν αἰγυπιὸν ‹δ᾽› ὑποδείσαντες
170τάχ᾽ ἄν, ἐξαίφνης εἰ σὺ φανείης,
σιγῇ πτήξειαν ἄφωνοι.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Τελαμώνιε γιε, βασιλιά
της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας,
στη δική σου ευτυχία κι εγώ επιχαίρω·
όταν όμως του Δία πληγή σε χτυπήσει,
ή πάνω σου πέσει των Αργείων ο λόγος
κακόγλωσσος, αγωνία με πιάνει μεγάλη
κι από φόβο φουντώνω, καθώς αλαφιάζει
140φτερωτής περιστέρας το μάτι.
Όπως τώρα, στη νύχτα που πια αργοσβήνει,
μας κυκλώνει η βαβούρα μεγάλης
ατίμωσης· πως εσύ, το λιβάδι πατώντας,
όπου ελεύθερα τ᾽ άλογα τρέχουν, πως αφάνισες,
λέει, τις βοσκές των Αργείων, και τη λεία, κερδισμένη
στη μάχη κι ακόμη αμοίραστη, το σπαθί σου
πυρωμένο κατέσφαξε.
Ιστορίες παρόμοιες σερβίρει και πλάθει
για τ᾽ αυτιά ολονών ο Οδυσσέας, και τους πείθει
150με λόγια παχιά, καθώς πράγματα σέρνει
εις βάρος σου εύπιστα· κι ο καθένας, ακούγοντας
απ᾽ αυτόν που τα λέει, δοκιμάζει χαρά
μεγαλύτερη, καθυβρίζοντας όσα εσύ υποφέρεις.
Γιατί όποιος το βέλος του ρίξει
σε μεγάλη ψυχή, δεν θα σφάλει·
αν εμένα τα λόγια του στόχευαν, ασφαλώς
δεν θα έπειθαν.
Ο φθόνος, το ξέρεις, γλιστρά προς εκείνον
που κατέχει τη δύναμη. Μολονότι οι μικροί
χωρίς τους μεγάλους προστασία λειψή
του οχυρού αποδείχνονται·
160στο πλευρό των μεγάλων κι ο μικρός αριστεύει,
όπως όρθιος μένει ο μεγάλος που οι μικροί
τον στηρίζουν.
Στους ανόητους όμως γνώση φρόνιμη
ποιός μπορεί από πριν να διδάξει;
Τέτοιοι τύποι σηκώνουν γύρω βαβούρα,
κι ούτε λίγη δεν έχουμε δύναμη εμείς
στο κακό να προβάλουμε αντίσταση, αν μαζί μας
δεν είσαι κι εσύ, βασιλιά.
Αν ωστόσο, όσο ξέφυγαν το δικό σου
το μάτι, πεταρίζουν προσώρας σαν σμήνη
πουλιών, στο μεγάλο γεράκι μπροστά
θα τους πιάσει φόβος ξανά·
170αν εσύ ξαφνικά βγεις μπροστά τους,
σιωπηλοί θα κουρνιάσουν, παραμένοντας
άφωνοι.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Γιε του Τελαμώνα, που έχεις θρόνο
πλάι στο γιαλό της κυματόζωστης
Σαλαμίνας, όταν είσαι ευτυχισμένος,
χαίρομαι κι εγώ με την καρδιά μου·
μα όταν χτύπημα του Δία
ή κακόβουλος σε φτάσει λόγος
απ᾽ τους Δαναούς, δειλιάζω
και με παίρνει ο φόβος σαν την άγρια
140περιστέρα που σκιαγμένη φτερακίζει.
Έτσι κι απ᾽ το περασμένο βράδυ
λόγια πολυβούιστα μας ταράζουν,
για δικό σου ντρόπιασμα, πως τάχα
στο παχύ αλογάρικο λιβάδι
μπαίνοντας, τα κουρσεμένα
των Αργείων αφάνισες κοπάδια,
όσα αμοίραστα ήταν, και με ξίφος
τα ᾽σφαξες γυαλιστερό.
Τέτοιες ο Οδυσσέας μουρμουρίζει
μες στ᾽ αυτιά ολωνών κακογλωσσιές,
150που γι᾽ αληθινές τις λογαριάζουν·
τώρα ευκολοπίστευτα για σένα
λόγια λέει κι ο καθένας που τ᾽ ακούει,
πιο μεγάλη κι απ᾽ αυτόν που τα ᾽πε
νιώθει φθονερή χαρά, γελώντας
για τα μαύρα πάθη που σε βρήκαν.
Γιατί άμα σημαδεύεις τους τρανούς,
πετυχαίνεις πάντα· όμως για μένα
που ᾽μαι ταπεινός, ό,τι κι αν πούνε,
δε θα γίνει πιστευτό· γιατί ο φθόνος
φιδοσέρνοντας χτυπάει τον δυνατό.
Δεν μπορούνε κάστρο να κρατήσουν
δίχως τους μεγάλους οι μικροί,
160παίρνουν απ᾽ αυτούς και δυναμώνουν,
όπως κι οι μεγάλοι απ᾽ τους μικρούς·
μα δεν είναι μπορετό τις γνώμες τούτες
στους ανέμυαλους κανείς να τις διδάσκει.
Τέτοιοι ανόητοι ξεσηκώνουν τώρα
την κακογλωσσιά κι εμείς καθόλου
δεν μπορούμε σ᾽ όλα αυτά ν᾽ αντισταθούμε,
βασιλιά, χωρίς εσένα. Γιατί όπως
έχουνε ξεφύγει απ᾽ τη ματιά σου,
θορυβούνε σαν πουλιών κοπάδια·
μα το μέγα γύπα ευθύς φοβούνται,
170αν εσύ φανείς ξάφνου μπροστά τους,
και βουβοί απ᾽ τον τρόμο θα ζαρώσουν.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Παιδί του Τελαμώνα εσύ, που μες στη Σαλαμίνα
κάθεσαι, την ολόβρεχτη τη θαλασσοδαρμένη,
σαν σε θωρώ χαρούμενο κι εγώ χαρά μου το ᾽χω·
μα όντας του Δία χτύπημα ή απ᾽ όχτρητα ένας λόγος
κακόγλωσσος των Δαναών απάνω σου χτυπήσει,
140μεγάλος φόβος με κρατεί και σαν το ψάρι τρέμω.
Έτσι και τώρα ταραχή μάς πλάκωσε μεγάλη
τη νύχτ᾽ αυτή που πέρασε για μια ντροπή δική σου,
πως μέσα στο πολύχορτο ξεχύθηκες λιβάδι,
να ξολοθρέψεις τα σφαχτά τ᾽ αργίτικα και τ᾽ άλλα
ολότελα τα λάφυρα τα κονταροπαρμένα,
κόβοντας με τ᾽ αστραφτερό σπαθί σου. Αυτά τα λόγια
κρυφά κρυφά σ᾽ όλων τ᾽ αυτιά τα φέρνει πλάθοντάς τα
150ο Δυσσέας, και πιστεύουνε πολλοί· γιατί για σένα
τα λέει ευκολοπίστευτα, κι όποιος κι αν τον ακούσει
τις συφορές σου πλιότερο χαίρεται να τις βρίσει.
Ρίχνοντας πάνω στους τρανούς δεν αστοχάς ποτέ σου·
δεν θα πιστέψουν αν κανείς για μένα τέτοια λέει·
γιατί στον πιο καλύτερο η ζούλια πάντα τρέχει.
Αν κι οι μικροί χωρίς τρανούς γιερά δεν σώζουν κάστρο·
160με τους μεγάλους κι ο μικρός, με τους μικρούς κι εκείνοι
μπορεί ψηλά να σηκωθούν. Αδύνατο είναι όμως
αυτά τα λόγια οι άμυαλοι για να τα καταλάβουν.
Αθρώποι σε κατηγορούν τέτοιοι και δεν μπορούμε
διόλου να τ᾽ αντικρούσομε χωρίς εσένα, αφέντη.
Γιατί όντας απ᾽ τα μάτια τους ξεφύγεις, κάνουν κρότους
σαν τα κοπάδια των πουλιών· κι αν άγριο γεράκι
170φανείς ομπρός τους ξαφνικά, λουφάζουν και ζαρώνουν.