Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ, πίσω από τα δέντρα.
Ανοίξτε μου... τα χόρτα, νά ᾽βγω πια έξω.
Παρουσιάζεται· τα φτερά του είναι μισομαδημένα.
ΕΥΕ. Βρε τί θεριό είναι τούτο; Θεέ μου! Κοίτα
φτερούγες· κοίτα τρίδιπλο λοφίο.
ΤΣΑ. Ποιοί ᾽ναι που με ζητούν; ΕΥΕ. Οι θεοί του Ολύμπου
θα σ᾽ έχουνε ρημάξει. ΤΣΑ. Τα φτερά μου
κοιτάτε εσείς και κοροϊδεύετε ίσως;
Άνθρωπος ήμουν, ξένοι, στα παλιά μου.
ΕΥΕ. Μπα, δε γελούμε εσένα. ΤΣΑ. Ποιόν γελάτε;
ΕΥΕ. Το ράμφος σου είναι λίγο σαν αστείο.
100ΤΣΑ. Στα δράματά του ο Σοφοκλής σε τέτοια
χάλια με δείχνει, εμένα, τον Τηρέα.
ΕΥΕ. Είσαι ο Τηρέας λοιπόν; Πουλί ή παγόνι;
ΤΣΑ. Πουλί. ΕΥΕ. Και τότε, πού είναι τα φτερά σου;
ΤΣΑ. Μαδήσαν. ΕΥΕ. Απ᾽ αρρώστια; ΤΣΑ. Α όχι, μα όλων
των πουλιών τα φτερά, σα χειμωνιάζει,
πέφτουνε και φυτρώνουν ύστερα άλλα.
Μα ποιοί είστ᾽ εσείς; ΕΥΕ. Θνητοί. ΤΣΑ. Πατρίδα; ΕΥΕ. Ο τόπος
που έχει τα ωραία καράβια του πολέμου.
ΤΣΑ. Φίλοι ίσως των δικών; ΕΥΕ. Απεναντίας·
110εχθροί τους. ΤΣΑ. Τέτοιο χόρτο εκεί φυτρώνει;
ΕΥΕ. Αν ψάξεις, βρίσκεις λίγο στα χωράφια.
ΤΣΑ. Κι ανάγκη ποιά σας έφερε εδώ πάνω;
ΕΥΕ. Μ᾽ εσένα να τα πούμε. ΤΣΑ. Για ποιό θέμα;
ΕΥΕ. Όπως εμείς κι εσύ ήσουν κάποτε άντρας·
όπως εμείς, κι εσύ λεφτά χρωστούσες·
όπως εμείς, αν τα ᾽τρωγες χαιρόσουν·
σαν έγινες πουλί, πετούσες πάνω
από στεριές και θάλασσες, και ξέρεις
έτσι όσα ξέρουν κι οι άνθρωποι και τα όρνια.
120Γι᾽ αυτό ήρθαμε σ᾽ εσένα ικέτες, μήπως
μας βρεις μια πολιτεία καλή για ξάπλα,
σαν απαλή ομορφόμαλλη αντρομίδα.
ΤΣΑ. Θες άλλη πιο μεγάλη απ᾽ την Αθήνα;
ΕΥΕ. Πιο βολικιά· δεν είπα πιο μεγάλη.
ΤΣΑ. Αριστοκρατικές ιδέες σα να ᾽χεις.
ΕΥΕ. Δε θέλω ούτε ν᾽ ακούω για αριστοκράτες.
ΤΣΑ. Σαν τί είδους πόλη τότε σας αρέσει;
ΠΙΣ. Μια που οι μεγάλες μου έγνοιες θα ήταν τέτοιες
να πούμε: Νά ᾽ρθει σπίτι μου ένας φίλος
130πρωί πρωί και να μου πει: «Ετοιμάζω
τραπέζι γάμου· σε καλώ· λουστείτε
νωρίς κι ελάτε, εσύ κι η φαμελιά σου·
αλλιώς, κάτι δυσάρεστο αν μου τύχει,
στο σπίτι μου δε θέλω να πατήσεις.»
|