Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (92-134)


ΕΠΟΨ
ἄνοιγε τὴν ὕλην, ἵν᾽ ἐξέλθω ποτέ.
ΕΥ. ὦ Ἡράκλεις, τουτὶ τί ποτ᾽ ἐστὶ θηρίον;
τίς ἡ πτέρωσις; τίς ὁ τρόπος τῆς τριλοφίας;
95ΕΠ. τίνες εἰσί μ᾽ οἱ ζητοῦντες; ΕΥ. οἱ δώδεκα θεοὶ
εἴξασιν ἐπιτρῖψαί σε. ΕΠ. μῶν με σκώπτετον
ὁρῶντε τὴν πτέρωσιν; ἦν γάρ, ὦ ξένοι,
ἄνθρωπος. ΕΥ. οὐ σοῦ καταγελῶμεν. ΕΠ. ἀλλὰ τοῦ;
ΕΥ. τὸ ῥάμφος ἡμῖν σου γέλοιον φαίνεται.
100ΕΠ. τοιαῦτα μέντοι Σοφοκλέης λυμαίνεται
ἐν ταῖς τραγῳδίαισιν ἐμέ, τὸν Τηρέα.
ΕΥ. Τηρεὺς γὰρ εἶ σύ; πότερον ὄρνις ἢ ταὧς;
ΕΠ. ὄρνις ἔγωγε. ΕΥ. κᾆτά σοι ποῦ τὰ πτερά;
ΕΠ. ἐξερρύηκε. ΕΥ. πότερον ὑπὸ νόσου τινός;
105ΕΠ. οὔκ, ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα
πτερορρυεῖ, κᾆτ᾽ αὖθις ἕτερα φύομεν.
ἀλλ᾽ εἴπατόν μοι σφὼ τίν᾽ ἐστόν; ΕΥ. νώ; βροτώ.
ΕΠ. ποδαπὼ τὸ γένος; ΕΥ. ὅθεν αἱ τριήρεις αἱ καλαί.
ΕΠ. μῶν ἡλιαστά; ΕΥ. μἀλλὰ θἀτέρου τρόπου,
110ἀπηλιαστά. ΕΠ. σπείρεται γὰρ τοῦτ᾽ ἐκεῖ
τὸ σπέρμ᾽; ΕΥ. ὀλίγον ζητῶν ἂν ἐξ ἀγροῦ λάβοις.
ΕΠ. πράγους δὲ δὴ τοῦ δεομένω δεῦρ᾽ ἤλθετον;
ΕΥ. σοὶ ξυγγενέσθαι βουλομένω. ΕΠ. τίνος πέρι;
ΕΥ. ὅτι πρῶτα μὲν ἦσθ᾽ ἄνθρωπος ὥσπερ νώ ποτε,
115κἀργύριον ὠφείλησας ὥσπερ νώ ποτε,
κοὐκ ἀποδιδοὺς ἔχαιρες ὥσπερ νώ ποτε·
εἶτ᾽ αὖθις ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν
καὶ γῆν ἐπέπτου καὶ θάλατταν ἐν κύκλῳ,
καὶ πάνθ᾽ ὅσαπερ ἄνθρωπος ὅσα τ᾽ ὄρνις φρονεῖς.
120ταῦτ᾽ οὖν ἱκέται νὼ πρὸς σὲ δεῦρ᾽ ἀφίγμεθα,
εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον
ὥσπερ σισύραν ἐγκατακλινῆναι μαλθακήν.
ΕΠ. ἔπειτα μείζω τῶν Κραναῶν ζητεῖς πόλιν;
ΕΥ. μείζω μὲν οὐδέν, προσφορωτέραν δὲ νῷν.
125ΕΠ. ἀριστοκρατεῖσθαι δῆλος εἶ ζητῶν. ΕΥ. ἐγώ;
ἥκιστα· καὶ τὸν Σκελλίου βδελύττομαι.
ΕΠ. ποίαν τιν᾽ οὖν ἥδιστ᾽ ἂν οἰκοῖτ᾽ ἂν πόλιν;
ΕΥ. ὅπου τὰ μέγιστα πράγματ᾽ εἴη τοιάδε.
ἐπὶ τὴν θύραν μου πρῴ τις ἐλθὼν τῶν φίλων
130λέγοι ταδί· «πρὸς τοῦ Διὸς τοὐλυμπίου
ὅπως παρέσει μοι καὶ σὺ καὶ τὰ παιδία
λουσάμενα πρῴ· μέλλω γὰρ ἑστιᾶν γάμους·
καὶ μηδαμῶς ἄλλως ποήσῃς· εἰ δὲ μή,
μή μοι τότ᾽ ἔλθῃς, ὅταν ἐγὼ πράττω κακῶς.»


Ο ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ, πίσω από τα δέντρα.
Ανοίξτε μου... τα χόρτα, νά ᾽βγω πια έξω.
Παρουσιάζεται· τα φτερά του είναι μισομαδημένα.
ΕΥΕ. Βρε τί θεριό είναι τούτο; Θεέ μου! Κοίτα
φτερούγες· κοίτα τρίδιπλο λοφίο.
ΤΣΑ. Ποιοί ᾽ναι που με ζητούν; ΕΥΕ. Οι θεοί του Ολύμπου
θα σ᾽ έχουνε ρημάξει. ΤΣΑ. Τα φτερά μου
κοιτάτε εσείς και κοροϊδεύετε ίσως;
Άνθρωπος ήμουν, ξένοι, στα παλιά μου.
ΕΥΕ. Μπα, δε γελούμε εσένα. ΤΣΑ. Ποιόν γελάτε;
ΕΥΕ. Το ράμφος σου είναι λίγο σαν αστείο.
100ΤΣΑ. Στα δράματά του ο Σοφοκλής σε τέτοια
χάλια με δείχνει, εμένα, τον Τηρέα.
ΕΥΕ. Είσαι ο Τηρέας λοιπόν; Πουλί ή παγόνι;
ΤΣΑ. Πουλί. ΕΥΕ. Και τότε, πού είναι τα φτερά σου;
ΤΣΑ. Μαδήσαν. ΕΥΕ. Απ᾽ αρρώστια; ΤΣΑ. Α όχι, μα όλων
των πουλιών τα φτερά, σα χειμωνιάζει,
πέφτουνε και φυτρώνουν ύστερα άλλα.
Μα ποιοί είστ᾽ εσείς; ΕΥΕ. Θνητοί. ΤΣΑ. Πατρίδα; ΕΥΕ. Ο τόπος
που έχει τα ωραία καράβια του πολέμου.
ΤΣΑ. Φίλοι ίσως των δικών; ΕΥΕ. Απεναντίας·
110εχθροί τους. ΤΣΑ. Τέτοιο χόρτο εκεί φυτρώνει;
ΕΥΕ. Αν ψάξεις, βρίσκεις λίγο στα χωράφια.
ΤΣΑ. Κι ανάγκη ποιά σας έφερε εδώ πάνω;
ΕΥΕ. Μ᾽ εσένα να τα πούμε. ΤΣΑ. Για ποιό θέμα;
ΕΥΕ. Όπως εμείς κι εσύ ήσουν κάποτε άντρας·
όπως εμείς, κι εσύ λεφτά χρωστούσες·
όπως εμείς, αν τα ᾽τρωγες χαιρόσουν·
σαν έγινες πουλί, πετούσες πάνω
από στεριές και θάλασσες, και ξέρεις
έτσι όσα ξέρουν κι οι άνθρωποι και τα όρνια.
120Γι᾽ αυτό ήρθαμε σ᾽ εσένα ικέτες, μήπως
μας βρεις μια πολιτεία καλή για ξάπλα,
σαν απαλή ομορφόμαλλη αντρομίδα.
ΤΣΑ. Θες άλλη πιο μεγάλη απ᾽ την Αθήνα;
ΕΥΕ. Πιο βολικιά· δεν είπα πιο μεγάλη.
ΤΣΑ. Αριστοκρατικές ιδέες σα να ᾽χεις.
ΕΥΕ. Δε θέλω ούτε ν᾽ ακούω για αριστοκράτες.
ΤΣΑ. Σαν τί είδους πόλη τότε σας αρέσει;
ΠΙΣ. Μια που οι μεγάλες μου έγνοιες θα ήταν τέτοιες
να πούμε: Νά ᾽ρθει σπίτι μου ένας φίλος
130πρωί πρωί και να μου πει: «Ετοιμάζω
τραπέζι γάμου· σε καλώ· λουστείτε
νωρίς κι ελάτε, εσύ κι η φαμελιά σου·
αλλιώς, κάτι δυσάρεστο αν μου τύχει,
στο σπίτι μου δε θέλω να πατήσεις.»