3. Διδάσκαλος ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες, Λαμπρίσκε,
να δεις προκοπή και να χαρείς τη ζωή σου,
άργασε του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή
μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του.
5Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα·
βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια, Λαμπρίσκε,
αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο.
Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου
10—και η φαρμακερή τριακοστή ζητάει τα δίδακτρα,
ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ—
δεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί.
Αν είναι όμως για τη λέσχη,
όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες,
γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους.
Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι
15να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα,
κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού
προς την πλευρά του τοίχου·
εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει
σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη,
όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής,
μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει.
20Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα,
γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας,
που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα.
Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα,
αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει
πέντε φορές τα ίδια πράματα.
Όταν προχθές ο πατέρας του
τον μάθαινε να συλλαβίζει τη λέξη Ορέστης,
25τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα.
Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας,
αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους,
αλλά τον μαθαίνω γράμματα,
νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον
να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες.
|