Και στον ηνίοχο είπε ο Ηρακλής, τον κρατερό Ιόλαο:
«Ήρωα Ιόλαε, απ᾽ τους θνητούς ο πιο αγαπητός μου,
στ᾽ αλήθεια σφάλμα μέγα προς τους αθάνατους θεούς,
που τα Ολύμπια έχουν δώματα, ο Αμφιτρύων θα ᾽κανε,
80όταν στη Θήβα που ωραία τη στεφανώνουν κάστρα ήρθε,
αφήνοντας την Τίρυνθα, καλοχτισμένη πόλη,
τότε που σκότωσε τον Ηλεκτρύωνα για τα βόδια που ᾽χουν το μέτωπο πλατύ.
Κι ήρθε στον Κρέοντα και τη μακρύπεπλη Ηνιόχη,
που τον καλοδεχτήκανε κι όλα τα αναγκαία τού προσφέρανε,
—αυτό είναι το σωστό με τους ικέτες— μες στην καρδιά τους περισσά τιμώντας τον.
Και ζούσε όλος χαρά μαζί με την ομορφαστράγαλη την κόρη τού Ηλεκτρύωνα,
τη σύζυγό του. Κι ευθύς, με του καιρού το πέρασμα,
γεννηθήκαμε κι εμείς, ο πατέρας ο δικός σου και εγώ,
ούτε στο νου μας ίδιοι, ούτε στην κορμοστασιά. Κι εκείνου τα μυαλά
90τα πήρε ο Δίας κι άφησε πίσω του το σπίτι, τους γονιούς
κι έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα,
ο δόλιος. Κι ύστερα βέβαια αναστέναζε πολλές φορές
το σφάλμα του υπομένοντας. Που να το πάρεις πίσω είναι αδύνατο.
Μα εμένα ο θεός μού όρισε άθλους σκληρούς.
Φίλε, πιάσε εσύ γοργά τα πορφυρά τα ηνία
των ταχύποδων αλόγων. Σήκωσε θάρρος μέγα στην καρδιά σου
και κράτα ευθύ το άρμα το γοργό και την ορμή των ίππων των ταχύποδων,
χωρίς να φοβηθείς το θόρυβο του αντροφόνου Άρη,
που τώρα κραυγάζει και μανιασμένος τριγυρνά στο ιερό το άλσος
100του Φοίβου Απόλλωνα, του άνακτα που από μακριά τοξεύει.
Θα τον χορτάσει αυτός τον πόλεμο, στ᾽ αλήθεια, κι ας είναι κρατερός.»
|