Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (77-101)


ὅς ῥα τόθ᾽ ἡνίοχον προσέφη κρατερὸν Ἰόλαον·
«Ἥρως ὦ Ἰόλαε, βροτῶν πολὺ φίλτατε πάντων,
ἦ τι μέγ᾽ ἀθανάτους μάκαρας, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
80ἤλιτεν Ἀμφιτρύων, ὅτ᾽ ἐυστέφανον ποτὶ Θήβην
ἦλθε λιπὼν Τίρυνθον, ἐυκτίμενον πτολίεθρον,
κτείνας Ἠλεκτρύωνα βοῶν ἕνεκ᾽ εὐρυμετώπων·
ἵκετο δ᾽ ἐς Κρείοντα καὶ Ἡνιόχην τανύπεπλον,
οἵ ῥά μιν ἠσπάζοντο καὶ ἄρματα πάντα παρεῖχον,
85ἣ δίκη ἔσθ᾽ ἱκέτῃσι, τίον δ᾽ ἄρα κηρόθι μᾶλλον.
ζῶε δ᾽ ἀγαλλόμενος σὺν ἐυσφύρῳ Ἠλεκτρυώνῃ,
ᾗ ἀλόχῳ· τάχα δ᾽ ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν
γεινόμεθ᾽ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιοι οὔτε νόημα,
σός τε πατὴρ καὶ ἐγώ· τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς,
90ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας
ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα,
σχέτλιος· ἦ που πολλὰ μετεστοναχίζετ᾽ ὀπίσσω
ἣν ἄτην ὀχέων· ἣ δ᾽ οὐ παλινάγρετός ἐστιν.
αὐτὰρ ἐμοὶ δαίμων χαλεποὺς ἐπετέλλετ᾽ ἀέθλους.
95ὦ φίλος, ἀλλὰ σὺ θᾶσσον ἔχ᾽ ἡνία φοινικόεντα
ἵππων ὠκυπόδων· μέγα δὲ φρεσὶ θάρσος ἀέξων
ἰθὺς ἔχειν θοὸν ἅρμα καὶ ὠκυπόδων σθένος ἵππων,
μηδὲν ὑποδδείσας κτύπον Ἄρεος ἀνδροφόνοιο,
ὃς νῦν κεκληγὼς περιμαίνεται ἱερὸν ἄλσος
100Φοίβου Ἀπόλλωνος, ἑκατηβελέταο ἄνακτος·
ἦ μὴν καὶ κράτερός περ ἐὼν ἄαται πολέμοιο.»


Και στον ηνίοχο είπε ο Ηρακλής, τον κρατερό Ιόλαο:
«Ήρωα Ιόλαε, απ᾽ τους θνητούς ο πιο αγαπητός μου,
στ᾽ αλήθεια σφάλμα μέγα προς τους αθάνατους θεούς,
που τα Ολύμπια έχουν δώματα, ο Αμφιτρύων θα ᾽κανε,
80όταν στη Θήβα που ωραία τη στεφανώνουν κάστρα ήρθε,
αφήνοντας την Τίρυνθα, καλοχτισμένη πόλη,
τότε που σκότωσε τον Ηλεκτρύωνα για τα βόδια που ᾽χουν το μέτωπο πλατύ.
Κι ήρθε στον Κρέοντα και τη μακρύπεπλη Ηνιόχη,
που τον καλοδεχτήκανε κι όλα τα αναγκαία τού προσφέρανε,
—αυτό είναι το σωστό με τους ικέτες— μες στην καρδιά τους περισσά τιμώντας τον.
Και ζούσε όλος χαρά μαζί με την ομορφαστράγαλη την κόρη τού Ηλεκτρύωνα,
τη σύζυγό του. Κι ευθύς, με του καιρού το πέρασμα,
γεννηθήκαμε κι εμείς, ο πατέρας ο δικός σου και εγώ,
ούτε στο νου μας ίδιοι, ούτε στην κορμοστασιά. Κι εκείνου τα μυαλά
90τα πήρε ο Δίας κι άφησε πίσω του το σπίτι, τους γονιούς
κι έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα,
ο δόλιος. Κι ύστερα βέβαια αναστέναζε πολλές φορές
το σφάλμα του υπομένοντας. Που να το πάρεις πίσω είναι αδύνατο.
Μα εμένα ο θεός μού όρισε άθλους σκληρούς.
Φίλε, πιάσε εσύ γοργά τα πορφυρά τα ηνία
των ταχύποδων αλόγων. Σήκωσε θάρρος μέγα στην καρδιά σου
και κράτα ευθύ το άρμα το γοργό και την ορμή των ίππων των ταχύποδων,
χωρίς να φοβηθείς το θόρυβο του αντροφόνου Άρη,
που τώρα κραυγάζει και μανιασμένος τριγυρνά στο ιερό το άλσος
100του Φοίβου Απόλλωνα, του άνακτα που από μακριά τοξεύει.
Θα τον χορτάσει αυτός τον πόλεμο, στ᾽ αλήθεια, κι ας είναι κρατερός.»