Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Προμηθεὺς δεσμώτης (128-159)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
μηδὲν φοβηθῇς· [στρ. α]
φιλία γὰρ ἥδε τάξις
πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις
130 προσέβα τόνδε πάγον, πα-
τρῴας μόγις παρειποῦ-
σα φρένας,
κραιπνοφόροι δέ μ᾽ ἔπεμψαν αὖραι·
κτύπου γὰρ ἀχὼ
χάλυβος διῇξεν ἄντρων
μυχόν, ἐκ δ᾽ ἔπληξέ μου τὰν
θεμερῶπιν αἰδῶ·
135 σύθην δ᾽ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ.

ΠΡ. αἰαῖ αἰαῖ,
τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα,
τοῦ περὶ πᾶσάν θ᾽ εἱλισσομένου
χθόν᾽ ἀκοιμήτῳ ῥεύματι παῖδες
140 πατρὸς Ὠκεανοῦ,
δέρχθητ᾽, ἐσίδεσθ᾽ οἵῳ δεσμῷ
προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος
σκοπέλοις ἐν ἄκροις
φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω.

ΧΟ. λεύσσω, Προμηθεῦ· [ἀντ. α]
φοβερὰ δ᾽ ἐμοῖσιν ὄσσοις
145 ὁμίχλα προσῇξε πλήρης
δακρύων σὸν δέμας εἰσι-
δούσῃ πέτρᾳ προσαυαι-
νόμενον
ταῖσδ᾽ ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις·
νέοι γὰρ οἰα-
κονόμοι κρατοῦσ᾽ Ὀλύμπου·
νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς
150 ἀθέτως κρατύνει,
τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ.

ΠΡ. εἰ γάρ μ᾽ ὑπὸ γῆν νέρθεν θ᾽ Αἵδου
τοῦ νεκροδέγμονος εἰς ἀπέραντον
Τάρταρον ἧκεν,
155 δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας,
ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος
τοῖσδ᾽ ἐγεγήθει.
νῦν δ᾽ αἰθέριον κίνυγμ᾽ ὁ τάλας
ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Μη φοβηθείς ολότελα· φίλοι ᾽μαστε που ερχόμαστε
σ᾽ αυτό το βράχο, η συντροφιά μας,
με τις διπλογοργόστροφες πετώντας τις φτερούγες μας.
Μόλις και καταφέραμε τη γνώμη του πατέρα μας
130και κατά δω το φύσημα τ᾽ ανέμου μάς προβόδισε·
γιατί ώς τα βάθη της σπηλιάς
αχός σα βρόντημα βαριάς
επέρασε και μ᾽ έκαμε να ξιπαστώ
και κατά μέρος τη δειλή
αφήνοντας τη συστολή
εχύμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οϊμένανε, οϊμέ!
Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας
και που σ᾽ όλη τη γη περιτρόγυρα
με τ᾽ ακοίμητο ρέμα του στρέφεται
140του πατέρα Ωκεανού θυγατέρες,
με τί δέσιμο ιδείτε, κοιτάξετε,
καρφωμένος σε τούτης της φάραγγας
τα ψηλά τα γκρεμνά,
φρουρά αζήλευτη θενα φυλάξω!

ΧΟΡΟΣ
Τα βλέπω, Προμηθέα, κι εμπρός στα μάτια μου έτσι απλώθηκε
μια καταχνιά θολή, γιομάτη
με δάκρυα, που είδα πως σ᾽ αυτόν απάνω τον ξερόβραχο
ξεραίνεται το σώμα σου σφιχταλυσοπερίπλεχτο
μες σε πεδούκλια ατσάλινα, π᾽ αλύπητα το φτείρουνε.
Γιατί καινούργιοι κυβερνούν
Θεοί το δοιάκι τ᾽ ουρανού.
κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά,
με νέους νόμους τους παλιούς
150αντικατάστησε θεσμούς,
κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μά είθε κάτω απ᾽ τη γη, και πιο κάτω
κι απ᾽ τον Άδη ακόμα τον άραχλο
στον απέραντο Τάρταρο μ᾽ έστελλε
σκληρά μ᾽ άλυτα σίδερα ζώνοντας,
για να μην εγελούσαν τουλάχιστο
ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη μου.
Ενώ τώρα σα ξέφαντο σκιάχτρο
τραβώ μ᾽ όσα να χαίρουνται οι εχθροί μου.