ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Μη φοβηθείς ολότελα· φίλοι ᾽μαστε που ερχόμαστε
σ᾽ αυτό το βράχο, η συντροφιά μας,
με τις διπλογοργόστροφες πετώντας τις φτερούγες μας.
Μόλις και καταφέραμε τη γνώμη του πατέρα μας
130και κατά δω το φύσημα τ᾽ ανέμου μάς προβόδισε·
γιατί ώς τα βάθη της σπηλιάς
αχός σα βρόντημα βαριάς
επέρασε και μ᾽ έκαμε να ξιπαστώ
και κατά μέρος τη δειλή
αφήνοντας τη συστολή
εχύμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οϊμένανε, οϊμέ!
Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας
και που σ᾽ όλη τη γη περιτρόγυρα
με τ᾽ ακοίμητο ρέμα του στρέφεται
140του πατέρα Ωκεανού θυγατέρες,
με τί δέσιμο ιδείτε, κοιτάξετε,
καρφωμένος σε τούτης της φάραγγας
τα ψηλά τα γκρεμνά,
φρουρά αζήλευτη θενα φυλάξω!
ΧΟΡΟΣ
Τα βλέπω, Προμηθέα, κι εμπρός στα μάτια μου έτσι απλώθηκε
μια καταχνιά θολή, γιομάτη
με δάκρυα, που είδα πως σ᾽ αυτόν απάνω τον ξερόβραχο
ξεραίνεται το σώμα σου σφιχταλυσοπερίπλεχτο
μες σε πεδούκλια ατσάλινα, π᾽ αλύπητα το φτείρουνε.
Γιατί καινούργιοι κυβερνούν
Θεοί το δοιάκι τ᾽ ουρανού.
κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά,
με νέους νόμους τους παλιούς
150αντικατάστησε θεσμούς,
κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μά είθε κάτω απ᾽ τη γη, και πιο κάτω
κι απ᾽ τον Άδη ακόμα τον άραχλο
στον απέραντο Τάρταρο μ᾽ έστελλε
σκληρά μ᾽ άλυτα σίδερα ζώνοντας,
για να μην εγελούσαν τουλάχιστο
ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη μου.
Ενώ τώρα σα ξέφαντο σκιάχτρο
τραβώ μ᾽ όσα να χαίρουνται οι εχθροί μου.
|