Αλήθεια τα κουπιά κι η στέρεα η ξυλοδεσιά
βαστώντας τα νερά και του πελάου το κύμα
με κατευόδωσαν εδώ με δίχως τρικυμιά
– παράπονο δεν έχω – κι όλο πρίμα·
μ᾽ άμποτε νά ηταν κι ο πατέρας μου
ο Δίας, που δύνεται ό,τι θέλει,
140να μας αξίωνε όμοια και τα τέλη.
Και σπέρμα τόσο σεβαστής
μητέρας, να ξεφύγω ας δώσει
τ᾽ αντρίκια τ᾽ αγκαλιάσματα
κι απ᾽ το ζυγό του γάμου ας με γλιτώσει.
Και μ᾽ όση πίστη εγώ βοηθό την προσκαλώ,
τόσο του Δία κι η πάναγνη Κόρη ας το στρέξει
από τη σεμνοπρόσωπη την όψη σπλαχνικό
το βλέμμα της επάνω μου να στρέψει.
κι αγαναχτώντας μ᾽ όση της οργή
για τους κατατρεμούς μου εμένα,
150παρθένα ας με λυτρώνει την παρθένα·
Και σπέρμα τόσο σεβαστής
μητέρας, να ξεφύγω ας δώσει
τ᾽ αντρίκια τ᾽ αγκαλιάσματα
κι απ᾽ το ζυγό του γάμου ας με γλιτώσει.
Ειδεμή η γέννα η μελαψή κι ηλιοκαμένη, εμείς,
στο Δία του Κάτω κόσμου θα στραφούμε,
που ξένους δέχεται πολλούς
στα σπίτια του – όλους τους νεκρούς –
και με κλαδιά στην αγκαλιά
και με κρεμάθρες στους λαιμούς
160σ᾽ αυτόν θα κατεβούμε,
μια που δεν ηύραμε βοηθούς
του Ολύμπου τους Θεούς.
Ω Δία, ω το θεόργητο
κυνήγι της Ιώς αλί!
τη νιώθω τη συζυγική τη ζούλια, την οργή
που όλο τον ουρανό νικά·
γιατ᾽ από τ᾽ άγριο μάνιασμα
τ᾽ ανέμου βγαίνει η τρικυμιά.
Και θα ᾽χουν να κατηγορούν το Δία τότε φανερά
και τ᾽ άδικ᾽ όλο επάνω του θα πέσει,
170αν το δαμαλογέννητο παιδί, που μια φορά
από τον ίδιο βλάστησε, καταφρονέσει,
κι αν από τις λιτανείες μας τις θερμές
την όψη του αποστρέψει.
Ω Δία, ω το θεόργητο
κυνήγι της Ιώς, αλί!
τη νιώθω τη συζυγική τη ζούλια, την οργή
που όλο τον ουρανό νικά·
γιατ᾽ από τ᾽ άγριο μάνιασμα
τ᾽ ανέμου βγαίνει η τρικυμιά.
|