ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο, η δύστυχη, τί να βογκήξω;
ποιό ξεφωνητό και ποιό κλάμα
η έρμη εγώ, στα τρισάθλια γεράματα στη σκλαβιά
την αβάσταχτη,
την ανυπόφερτη, οϊμένα.
Ποιός για με θα νοιαστεί,
ποιά γενιά και ποιά χώρα;
160Ο γέροντας χάθηκε, χάθηκαν
και τα παιδιά μου.
Κατά πού να στραφώ
και ποιό δρόμο να πάρω;
Ποιός θεός ή ποιός δαίμονας
θα μου απλώσει το χέρι;
Τρωαδίτισσες, του κακού
μαντατοφόρες,
φριχτές συμφορές μού μηνύσατε,
σας λέω, μ᾽ αφανίσατε,
με σκοτώσατε, η ζωή μου δεν είναι,
τώρα πια, να τη ζήσω
στου ήλιου το φως.
170Ω βήμα ταλαίπωρο, οδήγα με,
οδήγα τη δόλια γερόντισσα σ᾽ αυτή την αυλή.
Κόρη μου εσύ, τέκνο
της πιο δυστυχισμένης, πρόβαλε
από την κατοικιά σου ν᾽ ακούσεις
της μάνας τη φωνή,
ω παιδί μου, για να μάθεις ποιό μήνυμα
μου ᾽χουν φέρει για σένα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οϊμέ,
μάνα, μανούλα, τί κράζεις;
Τί ξαφνικό διαλαλάς κι η τρομάρα
με ξεπέταξε καθώς ξεπετιέται
το πουλί απ᾽ τη φωλιά του;
ΕΚΑΒΗ
180Αλίμονό σου, παιδί μου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γιατί με κλαις; Κακό για μένα προμήνυμα.
ΕΚΑΒΗ
Ω, αλί στη ζωή σου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Μίλησέ μου, λοιπόν, μη μου το κρύβεις πια.
Φοβάμαι, φοβάμαι, μητέρα,
σαν δεν ξέρω γιατί αναστενάζεις.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη, ω κακότυχης μάνας παιδί.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί ᾽ναι, λοιπόν, το μαντάτο που φέρνεις;
ΕΚΑΒΗ
Οι Αργίτες επήραν απόφαση
να σε σφάξουν απάνω στον τάφο
190του γιου του Πηλέα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Αλίμονο, μάνα μου, πώς το μπορείς
να ξεστομίζεις τα φριχτά τούτα λόγια;
Μίλησέ μου, λοιπόν, μίλησέ μου, μητέρα.
ΕΚΑΒΗ
Λέω αυτά που δεν λέγονται, κόρη μου.
Ήρθε μήνυμα πως με ψήφο οι Αργίτες
τη μοίρα σου κρίνανε.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω πολύπαθη μάνα, τρισάθλια,
ποιά ζωή δυστυχισμένη σου δόθηκε,
ποιά κατάρατη, ανείπωτη
200συμφορά
έριξε πάλι απάνω σου
κάποιος δαίμονας; Δεν θα ᾽χεις λοιπόν
την πικραμένη σου κόρη
συντροφιά της σκλαβιάς σου
στα ολόπικρά σου γεράματα.
Γιατί σαν τη βουνίσια μοσχίδα,
το φτωχούλι σου, φτωχή μου εσύ, θα με δεις
από την αγκαλιά σου αρπαγμένη,
με θερισμένο λαιμό, να με πέμπουνε
στου Άδη τα υποχθόνια σκότη,
όπου η δόλια θα κείτομαι
210συντροφιά με τους άλλους νεκρούς.
Όμως για σένα, μητέρα, για τη δύστυχη εσένα,
πιο πολύ, με ολοδάκρυτους θρήνους οδύρομαι.
Κι όσο για τη δική μου ζωή,
που είναι πια ένας χαμός κι ένα ντρόπιασμα,
ας μην την κλαίω· προτιμότερη τύχη
είναι για με να πεθάνω.
|