Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (331c-333a)

[331c] Παγκάλως, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις, ὦ Κέφαλε. τοῦτο δ᾽ αὐτό, τὴν δικαιοσύνην, πότερα τὴν ἀλήθειαν αὐτὸ φήσομεν εἶναι ἁπλῶς οὕτως καὶ τὸ ἀποδιδόναι ἄν τίς τι παρά του λάβῃ, ἢ καὶ αὐτὰ ταῦτα ἔστιν ἐνίοτε μὲν δικαίως, ἐνίοτε δὲ ἀδίκως ποιεῖν; οἷον τοιόνδε λέγω· πᾶς ἄν που εἴποι, εἴ τις λάβοι παρὰ φίλου ἀνδρὸς σωφρονοῦντος ὅπλα, εἰ μανεὶς ἀπαιτοῖ, ὅτι οὔτε χρὴ τὰ τοιαῦτα ἀποδιδόναι, οὔτε δίκαιος ἂν εἴη ὁ ἀποδιδούς, οὐδ᾽ αὖ πρὸς τὸν οὕτως ἔχοντα πάντα ἐθέλων τἀληθῆ λέγειν.
[331d] Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶν δικαιοσύνης, ἀληθῆ τε λέγειν καὶ ἃ ἂν λάβῃ τις ἀποδιδόναι.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὑπολαβὼν ὁ Πολέμαρχος, εἴπερ γέ τι χρὴ Σιμωνίδῃ πείθεσθαι.
Καὶ μέντοι, ἔφη ὁ Κέφαλος, καὶ παραδίδωμι ὑμῖν τὸν λόγον· δεῖ γάρ με ἤδη τῶν ἱερῶν ἐπιμεληθῆναι.
Οὐκοῦν, ἔφη, ἐγώ, ὁ Πολέμαρχος, τῶν γε σῶν κληρονόμος;
Πάνυ γε, ἦ δ᾽ ὃς γελάσας, καὶ ἅμα ᾔει πρὸς τὰ ἱερά.
[331e] Λέγε δή, εἶπον ἐγώ, σὺ ὁ τοῦ λόγου κληρονόμος, τί φῂς τὸν Σιμωνίδην λέγοντα ὀρθῶς λέγειν περὶ δικαιοσύνης;
Ὅτι, ἦ δ᾽ ὅς, τὸ τὰ ὀφειλόμενα ἑκάστῳ ἀποδιδόναι δίκαιόν ἐστι· τοῦτο λέγων δοκεῖ ἔμοιγε καλῶς λέγειν.
Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, Σιμωνίδῃ γε οὐ ῥᾴδιον ἀπιστεῖν —σοφὸς γὰρ καὶ θεῖος ἀνήρ— τοῦτο μέντοι ὅτι ποτὲ λέγει, σὺ μέν, ὦ Πολέμαρχε, ἴσως γιγνώσκεις, ἐγὼ δὲ ἀγνοῶ· δῆλον γὰρ ὅτι οὐ τοῦτο λέγει, ὅπερ ἄρτι ἐλέγομεν, τό τινος παρακαταθεμένου τι ὁτῳοῦν μὴ σωφρόνως [332a] ἀπαιτοῦντι ἀποδιδόναι. καίτοι γε ὀφειλόμενόν πού ἐστιν τοῦτο ὃ παρακατέθετο· ἦ γάρ;
Ναί.
Ἀποδοτέον δέ γε οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν τότε ὁπότε τις μὴ σωφρόνως ἀπαιτοῖ;
Ἀληθῆ, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἄλλο δή τι ἢ τὸ τοιοῦτον, ὡς ἔοικεν, λέγει Σιμωνίδης τὸ τὰ ὀφειλόμενα δίκαιον εἶναι ἀποδιδόναι.
Ἄλλο μέντοι νὴ Δί᾽, ἔφη· τοῖς γὰρ φίλοις οἴεται ὀφείλειν τοὺς φίλους ἀγαθὸν μέν τι δρᾶν, κακὸν δὲ μηδέν.
Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ —ὅτι οὐ τὰ ὀφειλόμενα ἀποδίδωσιν ὃς ἄν τῳ χρυσίον ἀποδῷ παρακαταθεμένῳ, ἐάνπερ ἡ [332b] ἀπόδοσις καὶ ἡ λῆψις βλαβερὰ γίγνηται, φίλοι δὲ ὦσιν ὅ τε ἀπολαμβάνων καὶ ὁ ἀποδιδούς— οὐχ οὕτω λέγειν φῂς τὸν Σιμωνίδην;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί δέ; τοῖς ἐχθροῖς ἀποδοτέον ὅτι ἂν τύχῃ ὀφειλόμενον;
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη, ὅ γε ὀφείλεται αὐτοῖς, ὀφείλεται δέ γε οἶμαι παρά γε τοῦ ἐχθροῦ τῷ ἐχθρῷ ὅπερ καὶ προσήκει, κακόν τι.
Ἠινίξατο ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὡς ἔοικεν, ὁ Σιμωνίδης [332c] ποιητικῶς τὸ δίκαιον ὃ εἴη. διενοεῖτο μὲν γάρ, ὡς φαίνεται, ὅτι τοῦτ᾽ εἴη δίκαιον, τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, τοῦτο δὲ ὠνόμασεν ὀφειλόμενον.
Ἀλλὰ τί οἴει; ἔφη.
Ὦ πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ οὖν τις αὐτὸν ἤρετο· «Ὦ Σιμωνίδη, ἡ τίσιν οὖν τί ἀποδιδοῦσα ὀφειλόμενον καὶ προσῆκον τέχνη ἰατρικὴ καλεῖται;» τί ἂν οἴει ἡμῖν αὐτὸν ἀποκρίνασθαι;
Δῆλον ὅτι, ἔφη, ἡ σώμασιν φάρμακά τε καὶ σιτία καὶ ποτά.
Ἡ δὲ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα ὀφειλόμενον καὶ προσῆκον τέχνη μαγειρικὴ καλεῖται;
[332d] Ἡ τοῖς ὄψοις τὰ ἡδύσματα.
Εἶεν· ἡ οὖν δὴ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα τέχνη δικαιοσύνη ἂν καλοῖτο;
Εἰ μέν τι, ἔφη, δεῖ ἀκολουθεῖν, ὦ Σώκρατες, τοῖς ἔμπροσθεν εἰρημένοις, ἡ τοῖς φίλοις τε καὶ ἐχθροῖς ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα.
Τὸ τοὺς φίλους ἄρα εὖ ποιεῖν καὶ τοὺς ἐχθροὺς κακῶς δικαιοσύνην λέγει;
Δοκεῖ μοι.
Τίς οὖν δυνατώτατος κάμνοντας φίλους εὖ ποιεῖν καὶ ἐχθροὺς κακῶς πρὸς νόσον καὶ ὑγίειαν;
Ἰατρός.
[332e] Τίς δὲ πλέοντας πρὸς τὸν τῆς θαλάττης κίνδυνον;
Κυβερνήτης.
Τί δὲ ὁ δίκαιος; ἐν τίνι πράξει καὶ πρὸς τί ἔργον δυνατώτατος φίλους ὠφελεῖν καὶ ἐχθροὺς βλάπτειν;
Ἐν τῷ προσπολεμεῖν καὶ ἐν τῷ συμμαχεῖν, ἔμοιγε δοκεῖ.
Εἶεν· μὴ κάμνουσί γε μήν, ὦ φίλε Πολέμαρχε, ἰατρὸς ἄχρηστος.
Ἀληθῆ.
Καὶ μὴ πλέουσι δὴ κυβερνήτης.
Ναί.
Ἆρα καὶ τοῖς μὴ πολεμοῦσιν ὁ δίκαιος ἄχρηστος;
Οὐ πάνυ μοι δοκεῖ τοῦτο.
Χρήσιμον ἄρα καὶ ἐν εἰρήνῃ δικαιοσύνη;
[333a] Χρήσιμον.
Καὶ γὰρ γεωργία· ἢ οὔ;
Ναί.
Πρός γε καρποῦ κτῆσιν;
Ναί.
Καὶ μὴν καὶ σκυτοτομική;
Ναί.
Πρός γε ὑποδημάτων ἂν οἶμαι φαίης κτῆσιν;
Πάνυ γε.
Τί δὲ δή; τὴν δικαιοσύνην πρὸς τίνος χρείαν ἢ κτῆσιν ἐν εἰρήνῃ φαίης ἂν χρήσιμον εἶναι;
Πρὸς τὰ συμβόλαια, ὦ Σώκρατες.
Συμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα ἤ τι ἄλλο;
Κοινωνήματα δῆτα.

[331c] Ωραιότατα τα λες, είπα εγώ, Κέφαλε· αλλά αυτό το πράγμα, τη δικαιοσύνη, πώς θα το ορίσομε τάχα; ότι σημαίνει απλώς να λέμε την αλήθεια και να δίνομε πίσω εκείνα που θα ᾽χαμε πάρει από κάποιον ή μήπως μπορεί και αυτό κατά την περίσταση να είναι κάποτε δίκαιο, κάποτε όμως πάλι άδικο; Παραδείγματος χάριν, αν κανείς ήθελε λάβει από ένα φίλο του τα όπλα του και έπειτα αυτός ο φίλος τύχει και τρελαθεί, αν του τα ζητήσει πίσω, καθένας βέβαια οφείλει να παραδεχτεί πως ούτε πρέπει να του τα αποδώσει, ούτε δίκαιος θα μπορούσε να ονομασθεί, αν του τα έδινε πίσω· το ίδιο και να λέγει κανείς όλη την αλήθεια χωρίς να κρύβει τίποτε σε άνθρωπο που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση.
[331d] Πολύ σωστά τα λες, είπε εκείνος.
Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της δικαιοσύνης, να λέγει κανείς την αλήθεια και να δίνει πίσω εκείνα που ήθελε πάρει.
Είναι και παρά είναι, Σωκράτη, διέκοψε ο Πολέμαρχος, αν τουλάχιστο πρέπει να πιστεύσομε τον Σιμωνίδη.

Διάλογος Σωκράτη και Πολέμαρχου: Η έννοια της δικαιοσύνης κατά τον Σιμωνίδη
Κι απάνω σ᾽ αυτό, είπε ο Κέφαλος, σας παραδίδω το λόγο, γιατί εγώ πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω για τη θυσία μου.
Και λοιπόν, είπε ο Πολέμαρχος, εγώ δεν είμαι κληρονόμος σου;
Βεβαιότατα, αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας, και βγήκε για τη θυσία του.
[331e] Λέγε μας λοιπόν, είπα εγώ, εσύ ο κληρονόμος του λόγου, τί λέγει ο Σιμωνίδης για τη δικαιοσύνη, που το παραδέχεσαι και συ για σωστό;
Λέγει, αποκρίθηκε εκείνος, πως δίκαιο είναι ν᾽ αποδίδομε στον καθένα εκείνα που του χρωστούμε· και σ᾽ αυτό βρίσκω πως έχει πληρέστατο δίκαιο.
Μα και βέβαια, είπα εγώ, δεν είναι εύκολο να μην πιστεύει κανείς στον Σιμωνίδη, γιατί είναι σοφός και θείος άνθρωπος· τί είναι όμως ακριβώς εκείνο που λέγει, μπορεί ίσως να το γνωρίζεις εσύ, Πολέμαρχε, εγώ όμως δεν το ξέρω· γιατί είναι φανερό πως δεν εννοεί βέβαια αυτό που λέγαμε εμείς προ ολίγου, ότι δηλαδή οφείλει κανείς [332a] ν᾽ αποδώσει σ᾽ έναν άνθρωπο που έχασε τις φρένες του μια παρακαταθήκη που του εμπιστεύτηκε εκείνος, όταν τις είχε ακόμα· γιατί βέβαια και η παρακαταθήκη είναι πράγμα που χρωστά κανείς· ή όχι;
Ναι.
Ώστε με κανένα τρόπο δεν πρέπει να το δώσομε πίσω, όταν το ζητά άνθρωπος που δεν βρίσκεται στα λογικά του.
Αυτό είναι βέβαιο, αποκρίθηκε εκείνος.
Κάτι άλλο λοιπόν θα εννοεί ο Σιμωνίδης, όταν λέγει πως είναι δίκαιο να δίνομε πίσω ό,τι χρωστούμε.
Χωρίς αμφιβολία, είπεν εκείνος· επειδή φρονεί ότι οφείλουν οι φίλοι να κάνουν καλό στους φίλους των, ποτέ όμως κακό.
Α, τώρα εννόησα, είπα εγώ, ότι δηλαδή δεν αποδίδει τα οφειλόμενα εκείνος που αποδίδει, παραδείγματος χάριν, μια χρηματική παρακαταθήκη σε φίλο που του την εμπιστεύτηκε, αν και [332b] η επιστροφή της και η παραλαβή της είναι βλαβερή· αυτό δεν λες πως είναι το νόημα του Σιμωνίδη;
Βεβαιότατα.
Στους εχθρούς του όμως οφείλει κανείς ν᾽ αποδίδει ό,τι τύχει να τους χρωστά;
Δίχως άλλο, αποκρίθηκε, εκείνο βέβαια που τους οφείλεται· και οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στον εχθρό εκ μέρους του εχθρού, εκείνο ακριβώς που του ταιριάζει, δηλαδή κακό.
Διετύπωσε λοιπόν, καθώς φαίνεται, ο Σιμωνίδης, [332c] σαν ποιητής που είναι, κάπως αινιγματικά το δίκαιο· γιατί είχε στο νου του, κατά πάσαν πιθανότητα, ότι δίκαιο είναι ν᾽ αποδίδει κανείς στον καθένα εκείνο που του αρμόζει, και αυτό το ονόμασε εκείνος με άλλη έκφραση: το οφειλόμενο.
Αλλά τί άλλο λοιπόν νομίζεις; μου αποκρίθηκε.
Κάμε μου λοιπόν τη χάρη και άκουσε· αν κανείς τον ρωτούσε: «ω Σιμωνίδη, η ιατρική τέχνη, που λένε, σε ποιούς προσφέρει εκείνο που τους οφείλεται και τους αρμόζει, και τί είναι εκείνο που τους προσφέρει;» τί νομίζεις πως θα μας απαντούσε;
Βέβαια πως προσφέρει στα σώματα τα φάρμακα, τις τροφές και τα ποτά.
Και η μαγειρική πάλι τέχνη τί προσφέρει και σε ποιούς προσφέρει εκείνο που τους ταιριάζει;
[332d] Στα φαγητά τα καρυκεύματά τους.
Σύμφωνοι· λοιπόν και δικαιοσύνη θα ονομάζαμε την τέχνη που σε ποιούς και τί αποδίδει;
Αν πρέπει να είμαστε συνεπείς μ᾽ όσα είπαμε πριν, εκείνη που αποδίδει στους φίλους και στους εχθρούς ωφέλειες και βλάβες.
Το να ευεργετεί λοιπόν κανείς τους φίλους του και να βλάπτει τους εχθρούς του, αυτό ονομάζει δικαιοσύνη;
Έτσι μου φαίνεται.
Ποιός λοιπόν είναι ο πιο ικανός να κάνει καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς σε περίπτωση ασθενείας;
Ο γιατρός.
[332e] Και ποιός σε κείνους που ταξιδεύουν στη θάλασσα σε περίπτωση κινδύνου;
Ο κυβερνήτης.
Και ο δίκαιος πάλι σε ποιά περίπτωση και σε τί δουλειά είναι ικανότατος να ωφελεί τους φίλους και να βλάπτει τους εχθρούς;
Μα στον πόλεμο, μου φαίνεται, για να κτυπά τους εχθρούς και να υπερασπίζεται τους φίλους.
Έστω· σε κείνους όμως που δεν είναι άρρωστοι, φίλε μου Πολέμαρχε, ο γιατρός είναι άχρηστος, ε;
Πραγματικώς.
Και ο κυβερνήτης επίσης σε κείνους που δεν ταξιδεύουν.
Μάλιστα.
Και ο δίκαιος λοιπόν, κατά τον ίδιο λόγο, είναι άχρηστος σε κείνους που δεν είναι στον πόλεμο.
Δεν μπορώ να το παραδεχθώ ολωσδιόλου αυτό.
Ώστε είναι άραγε χρήσιμη η δικαιοσύνη και σε καιρό ειρήνης;
[333a] Χρήσιμη.
Αλλά και η γεωργία είναι επίσης, ή όχι;
Ναι.
Για την εισοδεία, βέβαια, του καρπού.
Μάλιστα.
Αλλά και το επάγγελμα ακόμη του υποδηματοποιού.
Ναι.
Φυσικά για την κατασκευή υποδημάτων, θα μου απαντούσες.
Σωστά.
Ε λοιπόν· η δικαιοσύνη σε ποιά χρήση, ή για ποιά δουλειά θα μου απαντούσες πως είναι χρήσιμη σε καιρό ειρήνης;
Στις συναλλαγές, Σωκράτη.
Και συναλλαγές εννοείς τις συντροφικές δουλειές, ή τίποτε άλλο;
Αυτό ακριβώς.