Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἴων (533c-535a)


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ ὁρῶ, ὦ Ἴων, καὶ ἔρχομαί γέ σοι [533d] ἀποφανούμενος ὅ μοι δοκεῖ τοῦτο εἶναι. ἔστι γὰρ τοῦτο τέχνη μὲν οὐκ ὂν παρὰ σοὶ περὶ Ὁμήρου εὖ λέγειν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, θεία δὲ δύναμις ἥ σε κινεῖ, ὥσπερ ἐν τῇ λίθῳ ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν. καὶ γὰρ αὕτη ἡ λίθος οὐ μόνον αὐτοὺς τοὺς δακτυλίους ἄγει τοὺς σιδηροῦς, ἀλλὰ καὶ δύναμιν ἐντίθησι τοῖς δακτυλίοις ὥστ᾽ αὖ δύνασθαι ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ὅπερ ἡ λίθος, ἄλλους [533e] ἄγειν δακτυλίους, ὥστ᾽ ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς πάνυ σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται· πᾶσι δὲ τούτοις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται. οὕτω δὲ καὶ ἡ Μοῦσα ἐνθέους μὲν ποιεῖ αὐτή, διὰ δὲ τῶν ἐνθέων τούτων ἄλλων ἐνθουσιαζόντων ὁρμαθὸς ἐξαρτᾶται. πάντες γὰρ οἵ τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ᾽ ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιήματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως, ὥσπερ οἱ [534a] κορυβαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελοποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν ἐμβῶσιν εἰς τὴν ἁρμονίαν καὶ εἰς τὸν ῥυθμόν, βακχεύουσι καὶ κατεχόμενοι, ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα κατεχόμεναι, ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὔ, καὶ τῶν μελοποιῶν ἡ ψυχὴ τοῦτο ἐργάζεται, ὅπερ αὐτοὶ λέγουσι. λέγουσι γὰρ δήπουθεν πρὸς ἡμᾶς οἱ ποιηταὶ ὅτι [534b] ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν δρεπόμενοι τὰ μέλη ἡμῖν φέρουσιν ὥσπερ αἱ μέλιτται, καὶ αὐτοὶ οὕτω πετόμενοι· καὶ ἀληθῆ λέγουσι. κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ᾽ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ [534c] τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ, τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ᾽ ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ ὑπορχήματα, ὁ δ᾽ ἔπη, ὁ δ᾽ ἰάμβους· τὰ δ᾽ ἄλλα φαῦλος αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ [534d] τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ᾽ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. μέγιστον δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ Τύννιχος ὁ Χαλκιδεύς, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποίησε ποίημα ὅτου τις ἂν ἀξιώσειεν μνησθῆναι, τὸν δὲ παίωνα ὃν πάντες ᾄδουσι, σχεδόν τι πάντων μελῶν κάλλιστον, ἀτεχνῶς, ὅπερ αὐτὸς λέγει, [534e] «εὕρημά τι Μοισᾶν.» ἐν τούτῳ γὰρ δὴ μάλιστά μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐνδείξασθαι ἡμῖν, ἵνα μὴ διστάζωμεν, ὅτι οὐκ ἀνθρώπινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ θεῖα καὶ θεῶν, οἱ δὲ ποιηταὶ οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ ἑρμηνῆς εἰσιν τῶν θεῶν, κατεχόμενοι ἐξ ὅτου ἂν ἕκαστος κατέχηται. ταῦτα ἐνδεικνύμενος ὁ θεὸς ἐξεπίτηδες διὰ τοῦ φαυλοτάτου [535a] ποιητοῦ τὸ κάλλιστον μέλος ᾖσεν· ἢ οὐ δοκῶ σοι ἀληθῆ λέγειν, ὦ Ἴων;
ΙΩΝ. Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἔμοιγε· ἅπτει γάρ πώς μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς, ὦ Σώκρατες, καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ὑμεῖς αὖ οἱ ῥαψῳδοὶ τὰ τῶν ποιητῶν ἑρμηνεύετε;
ΙΩΝ. Καὶ τοῦτο ἀληθὲς λέγεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ἑρμηνέων ἑρμηνῆς γίγνεσθε;
ΙΩΝ. Παντάπασί γε.


ΣΩ. Το σκέπτομαι, Ίωνα, και [533d] θα σου πω αμέσως τί νομίζω ότι συμβαίνει. Αυτό που σε κάνει να λες ωραία πράγματα για τον Όμηρο δεν είναι κάποια ειδική τεχνική γνώση αλλά, όπως έλεγα τώρα δα, θεϊκή δύναμη που σε δονεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πέτρα που ο Ευριπίδης την ονόμασε «μαγνήτη» και ο πολύς κόσμος την λέει «πέτρα του Ηρακλή». Γιατί κι αυτή η πέτρα δεν τραβάει μόνο τα δαχτυλίδια τα σιδερένια, αλλά επιπλέον τους μεταβιβάζει τη δύναμή της ώστε να μπορούν κι αυτά να κάνουν ό,τι η πέτρα, να παρασύρουν [533e] δηλαδή μαζί τους άλλα δαχτυλίδια, με αποτέλεσμα μερικές φορές να σχηματίζεται ολόκληρη αρμαθιά από σιδεράκια και δαχτυλίδια που κρέμονται το ένα από το άλλο· κι όλα αυτά παίρνουν τη δύναμή τους από εκείνη την πέτρα. Έτσι λοιπόν και η Μούσα χαρίζει σε ορισμένους δύναμη θεϊκή· και από αυτούς τους ένθεους ανθρώπους κρέμεται έπειτα μια αρμαθιά από άλλους, που διατελούν σε κατάσταση ενθουσιασμού. Γιατί όλοι οι επικοί ποιητές, οι μεγάλοι, συνθέτουν αυτά τα ωραία ποιήματα όχι χάρη σε κανόνες τεχνικούς αλλά διατελώντας σε κατάσταση θείας έμπνευσης και διακατεχόμενοι από αυτήν, και το ίδιο όλοι οι μεγάλοι λυρικοί ποιητές· όπως ακριβώς οι [534a] κορυβαντιώντες που όταν χορεύουν δεν είναι στα λογικά τους, έτσι και οι μουσικοί δημιουργούν αυτές τις όμορφες μελωδίες όχι όταν είναι στα λογικά τους, αλλά μόλις τους αγγίζει η αρμονία και ο ρυθμός κυριεύονται από βακχική μανία και διακατέχονται από αυτήν, σαν τις βάκχες που όταν διατελούν σε αυτή την κατάσταση βγάζουν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, ενώ όταν είναι στα λογικά τους όχι, όμοια και η ψυχή των λυρικών ποιητών δημιουργεί, όπως το λένε οι ίδιοι. Γιατί οι ποιητές μάς το λένε, θαρρώ, πως [534b] τα τραγούδια τους τα μαζεύουν σε κήπους και σε λόγγους Μουσών από βρύσες που στάζουν μέλι, και πως μας τα φέρνουν όπως οι μέλισσες, πετώντας κι αυτοί έτσι· κι είναι αληθινά όσα λένε. Γιατί ο ποιητής είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει προτού να τον κυριέψει ο ενθουσιασμός και πέσει σε έκσταση και πάψει πια να έχει μέσα του λογικό· απεναντίας, κάθε άνθρωπος, όσο έχει μέσα του τούτο το πράγμα, το λογικό, αδυνατεί να γράφει ποιήματα ή να δίνει χρησμούς. Αφού λοιπόν αυτά τα πολλά και όμορφα που μας λένε [534c] για τα διάφορα πράγματα στα ποιήματά τους, όπως λόγου χάρη εσύ για τον Όμηρο, δεν τα δημιουργούν με τη βοήθεια κάποιων τεχνικών κανόνων αλλά τα οφείλουν σε θεϊκό χάρισμα, καθένας τους μπορεί και δημιουργεί όμορφα μόνον αυτό στο οποίο τον έσπρωξε η Μούσα, άλλος διθυράμβους, άλλος εγκώμια, άλλος χορικούς ύμνους, άλλος έπη, άλλος ιάμβους· και καθένας από αυτούς είναι σ᾽ όλα τα άλλα μια μετριότητα. Όσα λοιπόν εκφράζουν δεν τα οφείλουν σε τεχνικούς κανόνες αλλά σε θεϊκό χάρισμα, αφού αν ήξεραν, με βάση την τεχνική, έστω για ένα πράγμα να πουν κάτι όμορφο, τότε θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό και για όλα τα άλλα· και γι᾽ αυτό ο θεός τούς αφαιρεί την κρίση και τους χρησιμοποιεί ως υπηρέτες του, όπως [534d] τους χρησμωδούς και τους θεϊκούς μάντεις, ώστε να ξέρουμε εμείς που τους ακούμε ότι αυτά τα τόσο αξιόλογα δεν τα λένε εκείνοι —που νου δεν έχουν—, αλλά ότι αυτός που μιλάει είναι ο ίδιος ο θεός, ο οποίος απευθύνεται διαμέσου εκείνων σ᾽ εμάς. Περίτρανη απόδειξη για όσα λέω είναι ο Τύννιχος από τη Χαλκίδα, ο οποίος δεν έγραψε ποτέ του κανένα άλλο ποίημα που θα άξιζε να το αναφέρει κανείς εκτός από εκείνο τον παιάνα, τον οποίο όλοι ψάλλουν, το ωραιότερο ίσως απ᾽ όλα τα τραγούδια, κυριολεκτικά, όπως κι ο ίδιος το λέει, [534e] «εύρημα των Μουσών». Και νομίζω ότι ο θεός μάς το έδειξε αυτό κυρίως με τούτη τη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην αμφιβάλλουμε ότι αυτά τα όμορφα δημιουργήματα δεν είναι έργα ανθρώπων ούτε ανήκουν στους ανθρώπους αλλά έργα θεών και ανήκουν στους θεούς, κι ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγγελιαφόροι των θεών — καθένας του θεού από τον οποίο διακατέχεται. Αυτά θέλοντας να μας φανερώσει ο θεός τραγούδησε το πιο όμορφο τραγούδι εξεπίτηδες μέσα [535a] από τα χείλη του πιο ασήμαντου ποιητή· ή έχεις την εντύπωση, Ίωνα, ότι δεν τα λέω καλά;
ΙΩΝ. Ναι, μά τον Δία, σωστά μου φαίνονται· αγγίζεις με τα λόγια σου, δεν ξέρω πώς, Σωκράτη, την ψυχή μου, και μου φαίνεται ότι χάρη σε κάποιο θεϊκό χάρισμα οι μεγάλοι ποιητές μάς τα μεταφέρουν αυτά από τους θεούς.
ΣΩ. Κι εσείς πάλι οι ραψωδοί δεν διερμηνεύετε όσα λένε οι ποιητές;
ΙΩΝ. Κι αυτό σωστό είναι, όπως το λες.
ΣΩ. Τελικά λοιπόν δεν είσαστε διερμηνείς των διερμηνέων;
ΙΩΝ. Βεβαιότατα.