Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (21b-22c)


[21b] Σκέψασθε δὴ ὧν ἕνεκα ταῦτα λέγω· μέλλω γὰρ ὑμᾶς διδάξειν ὅθεν μοι ἡ διαβολὴ γέγονεν. ταῦτα γὰρ ἐγὼ ἀκούσας ἐνεθυμούμην οὑτωσί· «Τί ποτε λέγει ὁ θεός, καὶ τί ποτε αἰνίττεται; ἐγὼ γὰρ δὴ οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν σύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν· τί οὖν ποτε λέγει φάσκων ἐμὲ σοφώτατον εἶναι; οὐ γὰρ δήπου ψεύδεταί γε· οὐ γὰρ θέμις αὐτῷ.» καὶ πολὺν μὲν χρόνον ἠπόρουν τί ποτε λέγει· ἔπειτα μόγις πάνυ ἐπὶ ζήτησιν αὐτοῦ τοιαύτην τινὰ ἐτραπόμην. ἦλθον ἐπί τινα τῶν δοκούντων σοφῶν εἶναι, ὡς [21c] ἐνταῦθα εἴπερ που ἐλέγξων τὸ μαντεῖον καὶ ἀποφανῶν τῷ χρησμῷ ὅτι «Οὑτοσὶ ἐμοῦ σοφώτερός ἐστι, σὺ δ᾽ ἐμὲ ἔφησθα.» διασκοπῶν οὖν τοῦτον —ὀνόματι γὰρ οὐδὲν δέομαι λέγειν, ἦν δέ τις τῶν πολιτικῶν πρὸς ὃν ἐγὼ σκοπῶν τοιοῦτόν τι ἔπαθον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ διαλεγόμενος αὐτῷ— ἔδοξέ μοι οὗτος ὁ ἀνὴρ δοκεῖν μὲν εἶναι σοφὸς ἄλλοις τε πολλοῖς ἀνθρώποις καὶ μάλιστα ἑαυτῷ, εἶναι δ᾽ οὔ· κἄπειτα ἐπειρώμην αὐτῷ δεικνύναι ὅτι οἴοιτο μὲν εἶναι σοφός, εἴη δ᾽ οὔ. [21d] ἐντεῦθεν οὖν τούτῳ τε ἀπηχθόμην καὶ πολλοῖς τῶν παρόντων· πρὸς ἐμαυτὸν δ᾽ οὖν ἀπιὼν ἐλογιζόμην ὅτι τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι· κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. ἐντεῦθεν ἐπ᾽ ἄλλον ᾖα τῶν ἐκείνου δοκούντων σοφωτέρων εἶναι καί [21e] μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε, καὶ ἐνταῦθα κἀκείνῳ καὶ ἄλλοις πολλοῖς ἀπηχθόμην.
Μετὰ ταῦτ᾽ οὖν ἤδη ἐφεξῆς ᾖα, αἰσθανόμενος μὲν [καὶ] λυπούμενος καὶ δεδιὼς ὅτι ἀπηχθανόμην, ὅμως δὲ ἀναγκαῖον ἐδόκει εἶναι τὸ τοῦ θεοῦ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι· ἰτέον οὖν, σκοποῦντι τὸν χρησμὸν τί λέγει, ἐπὶ ἅπαντας τούς τι [22a] δοκοῦντας εἰδέναι. καὶ νὴ τὸν κύνα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι —δεῖ γὰρ πρὸς ὑμᾶς τἀληθῆ λέγειν— ἦ μὴν ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον· οἱ μὲν μάλιστα εὐδοκιμοῦντες ἔδοξάν μοι ὀλίγου δεῖν τοῦ πλείστου ἐνδεεῖς εἶναι ζητοῦντι κατὰ τὸν θεόν, ἄλλοι δὲ δοκοῦντες φαυλότεροι ἐπιεικέστεροι εἶναι ἄνδρες πρὸς τὸ φρονίμως ἔχειν. δεῖ δὴ ὑμῖν τὴν ἐμὴν πλάνην ἐπιδεῖξαι ὥσπερ πόνους τινὰς πονοῦντος ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο. μετὰ γὰρ τοὺς πολιτικοὺς ᾖα ἐπὶ τοὺς ποιητὰς τούς τε τῶν τραγῳδιῶν καὶ τοὺς τῶν [22b] διθυράμβων καὶ τοὺς ἄλλους, ὡς ἐνταῦθα ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαθέστερον ἐκείνων ὄντα. ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα ἅ μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς, διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν, ἵν᾽ ἅμα τι καὶ μανθάνοιμι παρ᾽ αὐτῶν. αἰσχύνομαι οὖν ὑμῖν εἰπεῖν, ὦ ἄνδρες, τἀληθῆ· ὅμως δὲ ῥητέον. ὡς ἔπος γὰρ εἰπεῖν ὀλίγου αὐτῶν ἅπαντες οἱ παρόντες ἂν βέλτιον ἔλεγον περὶ ὧν αὐτοὶ ἐπεποιήκεσαν. ἔγνων οὖν αὖ καὶ περὶ τῶν ποιητῶν ἐν ὀλίγῳ τοῦτο, ὅτι οὐ σοφίᾳ ποιοῖεν [22c] ἃ ποιοῖεν, ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες ὥσπερ οἱ θεομάντεις καὶ οἱ χρησμῳδοί· καὶ γὰρ οὗτοι λέγουσι μὲν πολλὰ καὶ καλά, ἴσασιν δὲ οὐδὲν ὧν λέγουσι. τοιοῦτόν τί μοι ἐφάνησαν πάθος καὶ οἱ ποιηταὶ πεπονθότες, καὶ ἅμα ᾐσθόμην αὐτῶν διὰ τὴν ποίησιν οἰομένων καὶ τἆλλα σοφωτάτων εἶναι ἀνθρώπων ἃ οὐκ ἦσαν. ἀπῇα οὖν καὶ ἐντεῦθεν τῷ αὐτῷ οἰόμενος περιγεγονέναι ᾧπερ καὶ τῶν πολιτικῶν.


[21b] Καθώς θα ιδείτε έχω τον λόγο μου που σας τα λέω αυτά· γιατί θέλω να σας εξηγήσω από πού έχει βγει η κατηγορία που μου κάνουν. Όταν άκουσα εγώ τα λόγια αυτά, είπα με τον νου μου: Τί είν᾽ αυτά τάχα που λέει ο θεός και τί εννοεί, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω να είμαι σοφός, ούτε λίγο ούτε πολύ. Τί θέλει να πει λοιπόν, όταν λέει πως εγώ είμαι ο πιο σοφός απ᾽ όλους; γιατί βέβαια δε λέει ψέματα· δεν είναι δυνατό να πει ψέματα. Και για πολύν καιρόν απορούσα τί τάχα ήθελε να πει το μαντείο· πολύ πιο ύστερα άρχισα να καλοεξετάζω το πράγμα, όπως θα σας πω. Πήγα σε κάποιον απ᾽ αυτούς που περνούνε για σοφοί, για να [21c] μπορέσω εκεί, αν ήτανε δυνατόν, να βρω λάθος στο μαντείο και να του πω: «Νά, αυτός είναι πιο σοφός από μένα κι εσύ είπες πως είμαι εγώ». Καθώς τον εξέταζα λοιπόν (καμιά ανάγκη δεν είναι να σας τον πω με το όνομά του· ήταν ένας από τους πολιτειολόγους, και, εξετάζοντάς τον, μου έκαμε την εντύπωση που θα σας πω, ω άνδρες Αθηναίοι) και καθώς μιλούσα μ᾽ αυτόν μου φάνηκε πως ο άνθρωπος αυτός περνάει για σοφός στους άλλους και μάλιστα στον εαυτό του, μα στ᾽ αλήθεια δεν είναι. Και ύστερα προσπάθησα να του αποδείξω ότι ενόμιζε πως είναι σοφός, δεν ήταν όμως. [21d] Από τότε κι αυτός μ᾽ εχθρεύθηκε και άλλοι πολλοί που ήταν μπροστά. Εγώ λοιπόν, καθώς έφευγα, έλεγα με τον εαυτό μου πως απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο είμαι σοφότερος· γιατί κανένας από τους δυο μας σχεδόν δεν ξέρει τίποτε ωραίο ή καλό· αυτός όμως νόμιζε πως κάτι ξέρει χωρίς να ξέρει, ενώ εγώ, καθώς δεν ξέρω, έτσι ουδέ νομίζω πως ξέρω. Μου φαίνεται λοιπόν πως απ᾽ αυτόν είμαι λιγάκι σοφότερος δηλαδή τούτο μόνο, πως τουλάχιστο δεν νομίζω πως ξέρω εκείνα που δεν ξέρω. Ύστερα απ᾽ αυτόν επήγα σε άλλον από κείνους που περνούν για σοφότεροι κι απ᾽ αυτόν και [21e] τα ίδια πάλι κι απαράλλακτα βρήκα. Και εδώ έγινα πάλι μισητός και σε τούτον και σε άλλους.
Ύστερα απ᾽ αυτά, εξακολούθησα να πηγαίνω σ᾽ άλλους. Το αισθανόμουν πως γινόμουν μισητός κι είχα λύπη γι᾽ αυτό και κάποιο φόβο, ενόμιζα όμως πως έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να τιμήσω τον χρησμό του θεού. Ας πάω λοιπόν, έλεγα, σε όλους όσοι [22a] νομίζουν πως ξέρουν κατιτί, για να ξεδιαλύσω τί λέει ο χρησμός. Και, μά τον Κύνα, ω άνδρες Αθηναίοι, (γιατί σ᾽ εσάς πρέπει να πω την αλήθεια) νά! ποιά εντύπωση μου κάμανε: οι πιο διάσημοι απ᾽ αυτούς μου φάνηκαν πως απάνω κάτω δεν ήξεραν να μου πουν τίποτε σωστό, όταν εγώ γύρευα το νόημα του θεού, κι οι άλλοι που περνούνε για χειρότεροι μου φάνηκαν πως βρίσκονται πιο σιμά στη φρόνηση. Πρέπει λοιπόν να σας περιγράψω όλες μου τις περιπλανήσεις, γιατί είναι κόποι που έκαμα, για να γίνει ακλόνητη μέσα μου η μαντεία. Ύστερ᾽ απ᾽ τους πολιτειολόγους πήγα στους ποιητές, και των τραγωδιών και των [22b] διθυράμβων και στους άλλους όλους, με την ιδέα πως εδώ πια, φως φανερά, θα πιάσω τον εαυτό μου αμαθέστερο από κείνους. Αφού πήρα λοιπόν τα πιο καλοκαμωμένα ποιήματά τους, τους ρώτησα το νόημά τους για να μάθω κιόλα κάτι απ᾽ αυτούς. Ντρέπομαι, ω άνδρες Αθηναίοι, να σας πω την αλήθεια και όμως πρέπει να σας την πω. Μπορεί να πει κανένας πως οι άλλοι που ήσαν μπροστά μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα γι᾽ αυτά παρά εκείνοι που τα είχαν κάνει. Κατάλαβα λοιπόν πάλι, πολύ σύντομα, και για τους ποιητές, ότι τα ποιήματά τους δεν τα κάνουν [22c] ξέροντας οι ίδιοι τί κάνουν, αλλ᾽ έτσι φυσικά, από θεία έμπνευση, σαν τους μάγους δηλαδή και τους προφήτες· λένε πολλά και ωραία πράγματα, μα κι οι ίδιοι δεν ξέρουν τί λένε. Αυτά μου φάνηκε πως παθαίνουν και οι ποιητές. Και κοντά στ᾽ άλλα κατάλαβα πως αυτοί νομίζουν ότι με την ποίηση είναι σοφότατοι άνθρωποι και στ᾽ άλλα πράγματα που δεν ήσαν. Έφυγα λοιπόν κι από εδώ, με την ιδέα πως κι απ᾽ αυτούς είμαι ανώτερος, κατά το ίδιο πράγμα που είμαι κι από τους πολιτειολόγους.