[21b] Καθώς θα ιδείτε έχω τον λόγο μου που σας τα λέω αυτά· γιατί θέλω να σας εξηγήσω από πού έχει βγει η κατηγορία που μου κάνουν. Όταν άκουσα εγώ τα λόγια αυτά, είπα με τον νου μου: Τί είν᾽ αυτά τάχα που λέει ο θεός και τί εννοεί, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω να είμαι σοφός, ούτε λίγο ούτε πολύ. Τί θέλει να πει λοιπόν, όταν λέει πως εγώ είμαι ο πιο σοφός απ᾽ όλους; γιατί βέβαια δε λέει ψέματα· δεν είναι δυνατό να πει ψέματα. Και για πολύν καιρόν απορούσα τί τάχα ήθελε να πει το μαντείο· πολύ πιο ύστερα άρχισα να καλοεξετάζω το πράγμα, όπως θα σας πω. Πήγα σε κάποιον απ᾽ αυτούς που περνούνε για σοφοί, για να [21c] μπορέσω εκεί, αν ήτανε δυνατόν, να βρω λάθος στο μαντείο και να του πω: «Νά, αυτός είναι πιο σοφός από μένα κι εσύ είπες πως είμαι εγώ». Καθώς τον εξέταζα λοιπόν (καμιά ανάγκη δεν είναι να σας τον πω με το όνομά του· ήταν ένας από τους πολιτειολόγους, και, εξετάζοντάς τον, μου έκαμε την εντύπωση που θα σας πω, ω άνδρες Αθηναίοι) και καθώς μιλούσα μ᾽ αυτόν μου φάνηκε πως ο άνθρωπος αυτός περνάει για σοφός στους άλλους και μάλιστα στον εαυτό του, μα στ᾽ αλήθεια δεν είναι. Και ύστερα προσπάθησα να του αποδείξω ότι ενόμιζε πως είναι σοφός, δεν ήταν όμως. [21d] Από τότε κι αυτός μ᾽ εχθρεύθηκε και άλλοι πολλοί που ήταν μπροστά. Εγώ λοιπόν, καθώς έφευγα, έλεγα με τον εαυτό μου πως απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο είμαι σοφότερος· γιατί κανένας από τους δυο μας σχεδόν δεν ξέρει τίποτε ωραίο ή καλό· αυτός όμως νόμιζε πως κάτι ξέρει χωρίς να ξέρει, ενώ εγώ, καθώς δεν ξέρω, έτσι ουδέ νομίζω πως ξέρω. Μου φαίνεται λοιπόν πως απ᾽ αυτόν είμαι λιγάκι σοφότερος δηλαδή τούτο μόνο, πως τουλάχιστο δεν νομίζω πως ξέρω εκείνα που δεν ξέρω. Ύστερα απ᾽ αυτόν επήγα σε άλλον από κείνους που περνούν για σοφότεροι κι απ᾽ αυτόν και [21e] τα ίδια πάλι κι απαράλλακτα βρήκα. Και εδώ έγινα πάλι μισητός και σε τούτον και σε άλλους. Ύστερα απ᾽ αυτά, εξακολούθησα να πηγαίνω σ᾽ άλλους. Το αισθανόμουν πως γινόμουν μισητός κι είχα λύπη γι᾽ αυτό και κάποιο φόβο, ενόμιζα όμως πως έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να τιμήσω τον χρησμό του θεού. Ας πάω λοιπόν, έλεγα, σε όλους όσοι [22a] νομίζουν πως ξέρουν κατιτί, για να ξεδιαλύσω τί λέει ο χρησμός. Και, μά τον Κύνα, ω άνδρες Αθηναίοι, (γιατί σ᾽ εσάς πρέπει να πω την αλήθεια) νά! ποιά εντύπωση μου κάμανε: οι πιο διάσημοι απ᾽ αυτούς μου φάνηκαν πως απάνω κάτω δεν ήξεραν να μου πουν τίποτε σωστό, όταν εγώ γύρευα το νόημα του θεού, κι οι άλλοι που περνούνε για χειρότεροι μου φάνηκαν πως βρίσκονται πιο σιμά στη φρόνηση. Πρέπει λοιπόν να σας περιγράψω όλες μου τις περιπλανήσεις, γιατί είναι κόποι που έκαμα, για να γίνει ακλόνητη μέσα μου η μαντεία. Ύστερ᾽ απ᾽ τους πολιτειολόγους πήγα στους ποιητές, και των τραγωδιών και των [22b] διθυράμβων και στους άλλους όλους, με την ιδέα πως εδώ πια, φως φανερά, θα πιάσω τον εαυτό μου αμαθέστερο από κείνους. Αφού πήρα λοιπόν τα πιο καλοκαμωμένα ποιήματά τους, τους ρώτησα το νόημά τους για να μάθω κιόλα κάτι απ᾽ αυτούς. Ντρέπομαι, ω άνδρες Αθηναίοι, να σας πω την αλήθεια και όμως πρέπει να σας την πω. Μπορεί να πει κανένας πως οι άλλοι που ήσαν μπροστά μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα γι᾽ αυτά παρά εκείνοι που τα είχαν κάνει. Κατάλαβα λοιπόν πάλι, πολύ σύντομα, και για τους ποιητές, ότι τα ποιήματά τους δεν τα κάνουν [22c] ξέροντας οι ίδιοι τί κάνουν, αλλ᾽ έτσι φυσικά, από θεία έμπνευση, σαν τους μάγους δηλαδή και τους προφήτες· λένε πολλά και ωραία πράγματα, μα κι οι ίδιοι δεν ξέρουν τί λένε. Αυτά μου φάνηκε πως παθαίνουν και οι ποιητές. Και κοντά στ᾽ άλλα κατάλαβα πως αυτοί νομίζουν ότι με την ποίηση είναι σοφότατοι άνθρωποι και στ᾽ άλλα πράγματα που δεν ήσαν. Έφυγα λοιπόν κι από εδώ, με την ιδέα πως κι απ᾽ αυτούς είμαι ανώτερος, κατά το ίδιο πράγμα που είμαι κι από τους πολιτειολόγους.
|