ΠΑΡΟΔΟΣ (Από τη μία ή από τις δύο παρόδους εισέρχεται ο Χορός,
που απαρτίζεται από γυναίκες της Κορίνθου.)
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα τη φωνή, άκουσα την κραυγή
της δυστυχισμένης γυναίκας από την Κολχίδα.
Δεν γαλήνεψε ακόμα; Πες μας, γερόντισσα.
135Από το βάθος του αμφίθυρου μελάθρου
άκουσα τον γοερό θρήνο,
και δεν χαίρομαι, γυναίκα,
για τα πάθη του σπιτιού
— δέθηκα τόσο μαζί του.
ΤΡ. Δεν υπάρχει σπίτι. Πάει πια.
140Εκείνον τον κρατάει το κρεβάτι το βασιλικό,
και η δέσποινα λιώνει στην κάμαρη μέσα.
Κανενός φίλου λόγια δεν μπορούν
να πραΰνουν κάπως την καρδιά της.
ΜΗ. Ααα!
Φλόγα ουράνια το κεφάλι μου ας σκίσει.
145Ποιό το κέρδος να ζω;
Αλίμονο! Αλίμονο!
Ας γινόταν να βρω τη γαλήνη στον θάνατο
και να φύγω απ᾽ αυτή τη ζωή που μισώ.
ΧΟ. Άκουσες, ω Ζευ, ω Γη, ω φως,
πώς τραγουδάει με οιμωγές
150η δύσμοιρη νύφη;
Τί έρωτας και ο δικός σου, αστόχαστη,
για την απεχθέστατη κλίνη;
Βιάζεσαι να φτάσεις στου θανάτου
το τέλος; Μην το εύχεσαι.
155Και αν ο άντρας σου ευλαβείται άλλο κρεβάτι,
μην οργίζεσαι γι᾽ αυτό μαζί του.
Θα έχεις εδώ παραστάτη τον Δία.
Μη σπαράζεις έτσι, μην οδύρεσαι
για τον άντρα που μοιράστηκε την κλίνη σου.
160ΜΗ. Ω μεγάλη Θέμιδα και Άρτεμι κραταιά,
βλέπετε πώς υποφέρω,
ας είχα δέσει με όρκους μεγάλους
τον καταραμένο τον άντρα μου;
Που να τον δω μια μέρα, αυτόν και τη νύφη,
να συντρίβονται με τα παλάτια τους μαζί,
165αυτοί που τόλμησαν να με αδικήσουν έτσι πρώτοι.
Πατέρα μου, πόλη μου,
έφυγα μακριά σας με τρόπο αποτρόπαιο:
σκοτώνοντας τον ίδιο μου τον αδελφό.
ΤΡ. Ακούτε τί λόγια λέει και πώς βοά
καλώντας τη Θέμιδα των προσευχών και τον Δία,
170που οι θνητοί τον θέλησαν φρουρό των όρκων;
Το μένος της δέσποινας δεν θα κοπάσει με κάτι μικρό.
ΧΟ. Ας ερχόταν εδώ να μας δει
175και ν᾽ ακούσει τον ήχο των λόγων που λέμε,
μήπως έπαυε ίσως η βαριά της οργή
και της ψυχής της το ακατάβλητο πάθος.
Η δική μου η θέρμη
να μη λείψει ποτέ από αυτούς που αγαπώ.
180Έλα, πήγαινε, πέμψε την έξω.
Μίλησέ της και πες
πως και αυτές που ακούς είναι φίλες.
Μόνο βιάσου, πριν κάνει κακό
σε κάποιους που βρίσκονται μέσα.
Το παράφορο πένθος της τώρα
πνέει σφοδρό, γιγαντώνεται.
ΤΡ. Έτσι θα κάνω. Όμως φοβάμαι:
Θα πείσω άραγε τη δέσποινα; 185
Πάντως, και τούτη τη χάρη την άχαρη
δεν θα σου την αρνηθώ,
όσο και αν εκείνη
με λεχώνας λέαινας βλέμμα
κοιτάει αγριεμένη τους δούλους,
αν κάποιος κάνει να την πλησιάσει
έχοντας κάτι να της πει.
190Κι αν ένας έλεγε άσοφους και αστόχαστους
τους ανθρώπους τους παλιούς, δεν θα είχε άδικο.
Ηύραν τραγούδια για γιορτές, για ευωχίες και για δείπνα,
ακούσματα τερπνά του βίου,
195όμως κανείς δεν ηύρε πώς να παύουν
με τις μουσικές και τα πολύχορδα τραγούδια
οι μαύρες πίκρες των ανθρώπων,
που φέρνουν θάνατο και συμφορές που κλείνουν σπίτια.
Αυτά θα ήταν κέρδος να γιατρεύουν
οι θνητοί με τα τραγούδια.
200Εκεί που υπάρχουν πλούσια δείπνα,
γιατί τεντώνουν τις φωνές τους δίχως λόγο;
Εκεί ο κόρος της τροφής
αρκεί από μόνος του να ευφράνει τους ανθρώπους.
(Η Τροφός εισέρχεται στο σπίτι.)
205ΧΟ. Άκουσα τη στενάζουσα ιαχή του γοερού θρήνου.
Με οιμωγές οξύφωνες τραγουδάει την οδύνη της
για τον πικρό νυμφίο, τον προδότη της κλίνης.
Αδικημένη καλεί τώρα την κόρη του Δία, την Θέμιδα,
210τη θεά των όρκων, που την έφερε αντίπερα στην Ελλάδα,
όταν, ταξιδεύοντας μέσα στο έρεβος των κυμάτων,
έφτασε στην αλμυρή πύλη του απέραντου Πόντου.
|