Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.10.1-2.14.2)

[2.10.1] Ταύτης ὦν τῆς χώρης τῆς εἰρημένης ἡ πολλή, κατά περ οἱ ἱρέες ἔλεγον, ἐδόκεε καὶ αὐτῷ μοι εἶναι ἐπίκτητος Αἰγυπτίοισι. τῶν γὰρ ὀρέων τῶν εἰρημένων τῶν ὑπὲρ Μέμφιν πόλιν κειμένων τὸ μεταξὺ ἐφαίνετό μοι εἶναί κοτε κόλπος θαλάσσης, ὥσπερ τά τε περὶ Ἴλιον καὶ Τευθρανίην καὶ Ἔφεσόν τε καὶ Μαιάνδρου πεδίον, ὥς γε εἶναι σμικρὰ ταῦτα μεγάλοισι συμβαλεῖν. [2.10.2] τῶν γὰρ ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν ἑνὶ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου, οὐδεὶς αὐτῶν πλήθεος πέρι ἄξιος συμβληθῆναί ἐστι. [2.10.3] εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοί, οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, οἵτινες ἔργα ἀποδεξάμενοι μεγάλα εἰσί· τῶν ἐγὼ φράσαι ἔχω οὐνόματα καὶ ἄλλων καὶ οὐκ ἥκιστα Ἀχελῴου, ὃς ῥέων δι᾽ Ἀκαρνανίης καὶ ἐξιεὶς ἐς θάλασσαν τῶν Ἐχινάδων νήσων τὰς ἡμισέας ἤδη ἤπειρον πεποίηκε.
[2.11.1] Ἔστι δὲ τῆς Ἀραβίης χώρης, Αἰγύπτου δὲ οὐ πρόσω, κόλπος θαλάσσης ἐσέχων ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης [θαλάσσης], μακρὸς οὕτω δή τι καὶ στεινὸς ὡς ἔρχομαι φράσων· [2.11.2] μῆκος μὲν πλόου ἀρξαμένῳ ἐκ μυχοῦ διεκπλῶσαι ἐς τὴν εὐρέαν θάλασσαν ἡμέραι ἀναισιμοῦνται τεσσεράκοντα εἰρεσίῃ χρεωμένῳ, εὖρος δέ, τῇ εὐρύτατός ἐστι ὁ κόλπος, ἥμισυ ἡμέρης πλόου. ῥηχίη δ᾽ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται. [2.11.3] ἕτερον τοιοῦτον κόλπον καὶ τὴν Αἴγυπτον δοκέω γενέσθαι κου, τὸν μὲν ἐκ τῆς βορηίης θαλάσσης [κόλπον] ἐσέχοντα ἐπ᾽ Αἰθιοπίης, τὸν δὲ [Ἀράβιον τὸν ἔρχομαι λέξων,] ἐκ τῆς νοτίης φέροντα ἐπὶ Συρίης, σχεδὸν μὲν ἀλλήλοισι συντετραίνοντας τοὺς μυχούς, ὀλίγον δέ τι παραλλάσσοντας τῆς χώρης. [2.11.4] εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον ὁ Νεῖλος ἐς τοῦτον τὸν Ἀράβιον κόλπον, τί μιν κωλύει ῥέοντος τούτου χωσθῆναι ἐντός γε δισμυρίων ἐτέων; ἐγὼ μὲν γὰρ ἔλπομαί γε καὶ μυρίων ἐντὸς χωσθῆναι ἄν. κοῦ γε δὴ ἐν τῷ προαναισιμωμένῳ χρόνῳ πρότερον ἢ ἐμὲ γενέσθαι οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος καὶ πολλῷ μέζων ἔτι τούτου ὑπὸ τοσούτου τε ποταμοῦ καὶ οὕτως ἐργατικοῦ;
[2.12.1] Τὰ περὶ Αἴγυπτον ὦν καὶ τοῖσι λέγουσι αὐτὰ πείθομαι καὶ αὐτὸς οὕτω κάρτα δοκέω εἶναι, ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῖσι ὄρεσι καὶ ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι, καὶ ψάμμον μοῦνον Αἰγύπτου ὄρος τοῦτο τὸ ὑπὲρ Μέμφιος ἔχον, [2.12.2] πρὸς δὲ τῇ χώρῃ οὔτε τῇ Ἀραβίῃ προσούρῳ ἐούσῃ τὴν Αἴγυπτον προσεικέλην οὔτε τῇ Λιβύῃ, οὐ μὲν οὐδὲ τῇ Συρίῃ (τῆς γὰρ Ἀραβίης τὰ παρὰ θάλασσαν Σύριοι νέμονται), ἀλλὰ μελάγγαιόν τε καὶ καταρρηγνυμένην ὥστε ἐοῦσαν ἰλύν τε καὶ πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ. [2.12.3] τὴν δὲ Λιβύην ἴδμεν ἐρυθροτέρην τε γῆν καὶ ὑποψαμμοτέρην, τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν. [2.13.1] ἔλεγον δὲ καὶ τόδε μοι μέγα τεκμήριον περὶ τῆς χώρης ταύτης οἱ ἱρέες, ὡς ἐπὶ Μοίριος βασιλέος, ὅκως ἔλθοι ὁ ποταμὸς ἐπὶ ὀκτὼ πήχεας τὸ ἐλάχιστον, ἄρδεσκε Αἴγυπτον τὴν ἔνερθε Μέμφιος. καὶ Μοίρι οὔκω ἦν ἔτεα εἰνακόσια τετελευτηκότι, ὅτε τῶν ἱρέων ταῦτα ἐγὼ ἤκουον. νῦν δέ, εἰ μὴ ἐπ᾽ ἑκκαίδεκα ἢ πεντεκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ τὸ ἐλάχιστον ὁ ποταμός, οὐκ ὑπερβαίνει ἐς τὴν χώρην. [2.13.2] δοκέουσί τέ μοι Αἰγυπτίων οἱ ἔνερθε τῆς λίμνης τῆς Μοίριος οἰκέοντες τά τε ἄλλα χωρία καὶ τὸ καλεόμενον Δέλτα, ἢν οὕτω ἡ χώρη αὕτη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, μὴ κατακλύζοντος αὐτὴν τοῦ Νείλου πείσεσθαι τὸν πάντα χρόνον τὸν ἐπίλοιπον Αἰγύπτιοι τό κοτε αὐτοὶ Ἕλληνας ἔφασαν πείσεσθαι. [2.13.3] πυνθανόμενοι γὰρ ὡς ὕεται πᾶσα ἡ χώρη τῶν Ἑλλήνων, ἀλλ᾽ οὐ ποταμοῖσι ἄρδεται κατά περ ἡ σφετέρη, ἔφασαν Ἕλληνας ψευσθέντας κοτὲ ἐλπίδος μεγάλης κακῶς πεινήσειν. τὸ δὲ ἔπος τοῦτο ἐθέλει λέγειν ὡς, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ᾽ αὐχμῷ διαχρᾶσθαι, λιμῷ οἱ Ἕλληνες αἱρεθήσονται· οὐ γὰρ δή σφι ἔστι ὕδατος οὐδεμία ἄλλη ἀποστροφὴ ὅτι μὴ ἐκ τοῦ Διὸς μοῦνον. [2.14.1] καὶ ταῦτα μὲν ἐς Ἕλληνας Αἰγυπτίοισι ὀρθῶς ἔχοντα εἴρηται. φέρε δὲ νῦν καὶ αὐτοῖσι Αἰγυπτίοισι ὡς ἔχει φράσω. εἴ σφι θέλοι, ὡς καὶ πρότερον εἶπον, ἡ χώρη ἡ ἔνερθε Μέμφιος (αὕτη γάρ ἐστι ἡ αὐξανομένη) κατὰ λόγον τοῦ παροιχομένου χρόνου ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι, ἄλλο τι ἢ οἱ ταύτῃ οἰκέοντες Αἰγυπτίων πεινήσουσι, εἰ μήτε γε ὕσεταί σφι ἡ χώρη μήτε ὁ ποταμὸς οἷός τε ἔσται ἐς τὰς ἀρούρας ὑπερβαίνειν; [2.14.2] ἦ γὰρ δὴ νῦν γε οὗτοι ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται ἐκ γῆς τῶν τε ἄλλων ἀνθρώπων πάντων καὶ τῶν λοιπῶν Αἰγυπτίων, οἳ οὔτε ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας ἔχουσι πόνους οὔτε σκάλλοντες οὔτε ἄλλο ἐργαζόμενοι οὐδὲν τῶν ὧλλοι ἄνθρωποι περὶ λήιον πονέουσι, ἀλλ᾽ ἐπεάν σφι ὁ ποταμὸς αὐτόματος ἐπελθὼν ἄρσῃ τὰς ἀρούρας, ἄρσας δὲ ἀπολίπῃ ὀπίσω, τότε σπείρας ἕκαστος τὴν ἑωυτοῦ ἄρουραν ἐσβάλλει ἐς αὐτὴν ὗς, ἐπεὰν δὲ καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα, τὸν ἄμητον τὸ ἀπὸ τούτου μένει, ἀποδινήσας δὲ τῇσι ὑσὶ τὸν σῖτον οὕτω κομίζεται.

[2.10.1] Αυτής λοιπόν της χώρας για την οποία μιλάμε, όπως μου είπαν οι ιερείς και σύμφωνα με την εντύπωση που σχημάτισα κι εγώ ο ίδιος, το μεγαλύτερό της μέρος οι Αιγύπτιοι το απέκτησαν επιπρόσθετα. Γιατί η έκταση ανάμεσα στα βουνά που είπαμε και που βρίσκονται πάνω από την πόλη Μέμφιδα, μου φάνηκε ότι ήταν κάποτε θαλάσσιος κόλπος, όπως ήταν τα μέρη γύρω στο Ίλιο, στην Τευθρανία και στην Έφεσο, και όπως ήταν η πεδιάδα του Μαιάνδρου — όσο μπορούμε βέβαια να συγκρίνουμε πράγματα μικρά με μεγάλα: [2.10.2] γιατί από τους ποταμούς που οι προσχώσεις τους δημιούργησαν αυτά τα μέρη, κανένας δεν είναι άξιος να συγκριθεί στο μέγεθος ούτε με ένα από τα στόμια του Νείλου, ο οποίος Νείλος έχει πέντε στόμια. [2.10.3] Υπάρχουν όμως και άλλοι ποταμοί, όχι βέβαια τόσο μεγάλοι σαν τον Νείλο, οι οποίοι ωστόσο έκαναν μεγάλα έργα· μπορώ να αναφέρω και άλλων ποταμών ονόματα, και ανάμεσά τους το τελευταίο δεν είναι του Αχελώου, ο οποίος, διασχίζοντας την Ακαρνανία, χύνεται στη θάλασσα και έχει ήδη κάνει στεριά τις μισές από τις Εχινάδες νήσους.
[2.11.1] Στη χώρα της Αραβίας, όχι μακριά από την Αίγυπτο, υπάρχει ένας θαλάσσιος κόλπος που εισχωρεί από τη λεγόμενη Ερυθρά θάλασσα, με μήκος και πλάτος όσο θα πω τώρα· [2.11.2] για όποιον ξεκινήσει από τον μυχό, χρησιμοποιώντας το κουπί, ώσπου να βγει στην ανοιχτή θάλασσα, το μήκος είναι σαράντα ημέρες· το πλάτος, στο σημείο όπου ο κόλπος είναι πλατύτερος, είναι μισής ημέρας ταξίδι. Μέσα σ᾽ αυτόν τον κόλπο τα νερά φυραίνουν και φουσκώνουν κάθε μέρα. [2.11.3] Ένας τέτοιος κόλπος μού φαίνεται ότι ήταν κάποτε και η Αίγυπτος, οπότε ο ένας κόλπος εισχωρούσε από τη βορεινή θάλασσα ώς την Αιθιοπία και ο άλλος, ο αραβικός, για τον οποίο θα μιλήσω τώρα, έμπαινε από τη νότια θάλασσα στη Συρία, και οι μυχοί τους χώνονταν μέσα στην ξηρά, και θα ενώνονταν ο ένας με τον άλλο αν δεν τους χώριζε ένα μικρό κομμάτι γης. [2.11.4] Αν λοιπόν θελήσει ο Νείλος να εκτρέψει τον ρου του σ᾽ αυτόν τον αραβικό κόλπο, τί τον εμποδίζει, καθώς θα κυλάει, να τον σκεπάσει μέσα σε είκοσι χιλιάδες χρόνια; Φαντάζομαι μάλιστα ότι και μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια η πρόσχωση θα μπορούσε να γίνει· δε θα μπορούσε λοιπόν, όλον αυτόν τον καιρό που πέρασε προτού γεννηθώ εγώ, ένας ποταμός τόσο μεγάλος και τόσο εργατικός να σκεπάσει έναν κόλπο ακόμη και πολύ μεγαλύτερον απ᾽ αυτόν;
[2.12.1] Σχετικά με την Αίγυπτο λοιπόν, και αυτούς που μου είπαν τα παραπάνω τους πιστεύω, αλλά και ο ίδιος έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα. Γιατί είδα ότι η Αίγυπτος προεξέχει από τη γύρω της περιοχή, στα βουνά της εμφανίζονται κοχύλια, υπάρχει άρμη κατακαθισμένη παντού, τόσο που φθείρονται και οι πυραμίδες, και άμμο έχει μόνο εκείνο το βουνό της Αιγύπτου που βρίσκεται πάνω από τη Μέμφιδα, [2.12.2] ενώ η Αίγυπτος στο έδαφος δεν μοιάζει ούτε με τη διπλανή της Αραβία ούτε με τη Λιβύη αλλά ούτε και με τη Συρία (γιατί στα παραθαλάσσια μέρη της Αραβίας κατοικούν Σύριοι), αφού το δικό της είναι μαύρο και ευκολότριφτο, δηλαδή λάσπη και πρόσχωση που την έχει φέρει ο ποταμός από την Αιθιοπία. [2.12.3] Όσο για το έδαφος της Λιβύης, γνωρίζουμε ότι είναι περισσότερο κόκκινο και αμμώδες, ενώ της Αραβίας και της Συρίας είναι περισσότερο αργιλώδες και πετρώδες.
[2.13.1] Οι ιερείς όμως μου ανέφεραν και τούτη τη μεγάλη απόδειξη γι᾽ αυτή τη χώρα: όταν βασιλιάς ήταν ο Μοίρις, όποτε ο ποταμός ανέβαινε οκτώ πήχες τουλάχιστον, άρδευε όλη την Αίγυπτο από τη Μέμφιδα και κάτω· και όταν το άκουσα εγώ αυτό από τους ιερείς, ο Μοίρις δεν είχε ακόμη εννιακόσια χρόνια πεθαμένος. Τώρα όμως, αν δεν ανέβει τουλάχιστον δεκαέξι ή δεκαπέντε πήχες ο ποταμός δεν πλημμυρίζει τον τόπο. [2.13.2] Και μου φαίνεται ότι οι Αιγύπτιοι που κατοικούν από τη λίμνη Μοίριδα και κάτω, σε διάφορες περιοχές και στο λεγόμενο Δέλτα, αν η χώρα τους αυξηθεί σε ύψος και απλωθεί σε έκταση με την ίδια αναλογία, οπότε ο Νείλος δεν θα την πλημμυρίζει, θα πάθουν από εκεί και ύστερα αυτό που κάποτε οι ίδιοι είπαν ότι θα πάθουν οι Έλληνες. [2.13.3] Όταν δηλαδή έμαθαν ότι τη χώρα των Ελλήνων την ποτίζει η βροχή και όχι ποτάμια, όπως τη δική τους, οι Αιγύπτιοι είπαν ότι αν η μεγάλη ελπίδα των Ελλήνων διαψευσθεί καμιά φορά, οι Έλληνες θα πεινάσουν άσχημα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν ότι αν ο Θεός δεν θελήσει καμιά φορά να τους ρίξει βροχή αλλά κάνει ξηρασία, οι Έλληνες θα αφανιστούν από τον λιμό: γιατί νερό αυτοί δεν μπορούν να βρουν από πουθενά αλλού παρά μόνο από τον Δία.
[2.14.1] Και όσο για τους Έλληνες, σωστά είναι αυτά που έχουν πει οι Αιγύπτιοι. Ας έρθω όμως τώρα και στους ίδιους τους Αιγυπτίους για να πω ποιά είναι γι᾽ αυτούς η κατάσταση: όπως είπα και πριν, αν η χώρα τους από τη Μέμφιδα και κάτω (γιατί αυτή είναι που ανεβαίνει) αυξηθεί στο ύψος με την ίδια αναλογία όπως στο παρελθόν, τί άλλο μπορεί να συμβεί παρά να πεινάσουν οι Αιγύπτιοι που κατοικούν σ᾽ αυτήν, αν στον τόπο τους δεν βρέχει και ο ποταμός δεν είναι ικανός να πλημμυρίσει τα χωράφια τους; [2.14.2] Γιατί στ᾽ αλήθεια αυτοί οι άνθρωποι κοπιάζουν λιγότερο απ᾽ όλους τους άλλους, μαζί και από τους υπόλοιπους Αιγυπτίους, για να πάρουν τον καρπό απ᾽ τη γη, αφού δεν κουράζονται ούτε με αλέτρι να ανοίγουν αυλάκια, ούτε να σκάβουν, ούτε να κάνουν καμιά από τις άλλες δουλειές που καταπονούν τους ανθρώπους στο χωράφι, παρά όταν φουσκώσει από μόνος του ο ποταμός και ποτίσει τα χωράφια, κι αφού τα ποτίσει, υποχωρήσει πάλι, τότε αυτοί σπέρνουν ο καθένας το χωράφι του, μπάζουν μέσα τους χοίρους, και όταν οι χοίροι παραχώσουν τον σπόρο με τα πατήματά τους, αυτοί περιμένουν ύστερα να έρθει ο θέρος, αλωνίζουν με τους χοίρους και έτσι συγκομίζουν τον καρπό.