Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1515-1530)


1515ΚΡ. ἅλις ἵν᾽ ἐξήκεις δακρύων· ἀλλ᾽ ἴθι στέγης ἔσω.
ΟΙ. πειστέον, κεἰ μηδὲν ἡδύ. ΚΡ. πάντα γὰρ καιρῷ καλά.
ΟΙ. οἶσθ᾽ ἐφ᾽ οἷς οὖν εἶμι; ΚΡ. λέξεις, καὶ τότ᾽ εἴσομαι κλύων.
ΟΙ. γῆς μ᾽ ὅπως πέμψεις ἄποικον. ΚΡ. τοῦ θεοῦ μ᾽ αἰτεῖς δόσιν.
ΟΙ. ἀλλὰ θεοῖς γ᾽ ἔχθιστος ἥκω. ΚΡ. τοιγαροῦν τεύξῃ τάχα.
1520ΟΙ. φὴς τάδ᾽ οὖν; ΚΡ. ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην.
ΟΙ. ἄπαγέ νύν μ᾽ ἐντεῦθεν ἤδη. ΚΡ. στεῖχέ νυν, τέκνων δ᾽ ἀφοῦ.
ΟΙ. μηδαμῶς ταύτας γ᾽ ἕλῃ μου. ΚΡ. πάντα μὴ βούλου κρατεῖν·
καὶ γὰρ ἁκράτησας οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο.

ΧΟ. ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι, λεύσσετ᾽, Οἰδίπους ὅδε,
ὃς τὰ κλείν᾽ αἰνίγματ᾽ ᾔδει καὶ κράτιστος ἦν ἀνήρ,
ὅστις οὐ ζήλῳ πολιτῶν ἦν τύχαις ἐπιβλέπων,
εἰς ὅσον κλύδωνα δεινῆς συμφορᾶς ἐλήλυθεν.
ὥστε θνητὸν ὄντ᾽ ἐκείνην τὴν τελευταίαν ἰδεῖν
ἡμέραν ἐπισκοποῦντα μηδέν᾽ ὀλβίζειν, πρὶν ἂν
1530τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών.


ΚΡΕ. Φτάνουν οι καταρράκτες των δακρύων.
Να μπεις στο σπίτι μέσα τώρα.
ΟΙΔ. Είναι πικρό μα θα σ᾽ ακούσω.
ΚΡΕ. Κάθε καλό στην ώρα του.
ΟΙΔ. Θα πάω μέσα,
μα βάζω κι έναν όρο.
ΚΡΕ. Πες τον· θ᾽ ακούσω και θα το σκεφτώ.
ΟΙΔ. Να μ᾽ εξορίσεις.
ΚΡΕ. Αν είναι θέλημα θεού.
ΟΙΔ. Με μισούν οι θεοί.
ΚΡΕ. Τότε θ᾽ ακούσω την ευχή σου.
ΟΙΔ. Αλήθεια το λες;
1520ΚΡΕ. Ματαίως δε μιλώ ποτέ.
ΟΙΔ. Πάρε με τότε, διώξε με.
ΚΡΕ. Προχώρει δίχως τα παιδιά.
ΟΙΔ. Μη μου τ᾽ αρπάξεις.
ΚΡΕ. Όλα δικά σου τα θες.
Κάποτε κέρδισες τα πάντα και τα ᾽χασες με μιας.
ΧΟΡ. Πολίτες της πατρίδας μου της Θήβας
κοιτάξτε τον Οιδίποδα,
των αινιγμάτων γνώριζε τη λύση,
μακρόθυμος και παντοδύναμος κυβέρνησε,
τον ζήλεψαν πολλοί· τον φθόνησαν πολλοί·
δίνη δεινή τον πήρε και τον βύθισε.
Ποτέ μη μακαρίζεις τους ανθρώπους,
πριν αντικρίσεις τη στερνή τους μέρα
και πριν το τέρμα της ζωής περάσουν,
1530χωρίς να τους παιδέψουν βάσανα και πίκρες.


ΚΡΕ. Φτάνουν ως εδώ τα δάκρυα κι έλα μέσα πια να πας.
ΟΙΔ. Θα υπακούσω, αν και με λύπη. ΚΡΕ. Γιατί αξίζει καθετί,
που θα γίνει στον καιρό του. ΟΙΔ. Όμως ξέρεις και με ποιά
συμφωνία πηγαίνω μέσα; ΚΡΕ. Θα την μάθω όταν την πεις.
ΟΙΔ. Να με διώξεις απ᾽ εδ᾽ όξω. ΚΡΕ. Ο Θεός μονάχ᾽ αυτό
που ζητάς μπορεί να δώσει. ΟΙΔ. Εμένα εχθρεύονται οι θεοί.
ΚΡΕ. Τότε σύντομα θα γίνει ό,τι ποθείς. ΟΙΔ. Αλήθεια λες;
1520ΚΡΕ. Δε συνηθώ ποτέ να λέω πράμα που δε σκέπτομαι.
ΟΙΔ. Λοιπόν πήγαινέ με μέσα. ΚΡΕ. Βάδιζε, μ᾽ άφησ᾽ αυτές.
ΟΙΔ. Μη, να ζεις, μη μου τις παίρνεις. ΚΡΕ. Μη θες σ᾽ όλα να νικάς
γιατί κι οι παλιές σου νίκες δε σου εμείναν στη ζωή.
ΧΟΡ. Βλέπεις, ω λαέ της Θήβας, τον Οιδίποδά σου αυτόν
που ήξερε τα ξακουσμένα κείν᾽ αινίγματα να λυεί,
πού ηταν πρώτος μες στους πρώτους, που την τύχη του και ποιός
δεν εζήλευε να βλέπει μες στην πολιτείαν αυτή,
σε τί σίφουνα έχει πέσει της πιο μαύρης συφοράς;
Κι έτσι εκείνη καρτερώντας την ημέρα τη στερνή,
μη βιαστείς να μακαρίσεις θνητόν άνθρωπο, πριχού
1530της ζωής διαβεί το τέρμα δίχως να γευτεί κακό.


ΚΡΕ. Φτάνουν τα δάκρυα, μην κλαις πια, κι έμπα στο σπίτι μέσα.
ΟΙΔ. Σ᾽ ακούω, κι ας είναι αυτό σκληρό. ΚΡΕ. Με τον καιρό τους όλα.
ΟΙΔ. Ξέρεις τί θέλω; ΚΡΕ. Λέγε μου, ν᾽ ακούσω και να μάθω.
ΟΙΔ. Διώξε με δώθε. ΚΡΕ. Των θεών τούς ορισμούς γυρεύεις.
ΟΙΔ. Μα εχτρός τους είμαι. ΚΡΕ. Έτσι γοργά θα γίνει η πεθυμιά σου.
1520ΟΙΔ. Το λες αλήθεια; ΚΡΕ. Δε λαλώ μάταια ό,τι δεν πιστεύω.
ΟΙΔ. Πάρε με τώρα. ΚΡΕ. Πήγαινε, μα άφησε τα παιδιά σου.
ΟΙΔ. Μην τα χωρίζεις από με. ΚΡΕ. Μη θες να νικάς σε όλα,
κι οι νίκες σου δε σ᾽ ακλουθούν σ᾽ όλη πια τη ζωή σου.

ΧΟΡ. Λαέ της Θήβας, κοίτα, αυτός είναι ο τρανός Οιδίπους,
που έλυσε γρίφους ξακουστούς, κι ήταν άντρων καμάρι.
Τη βλογημένη τύχη του ποιός δε ζηλοφθονούσε;
Και τώρα μαύρης δυστυχιάς τον έπνιξε φουρτούνα.
Έτσι, ως να ιδούμε τη στερνή τη μέρα καρτερώντας,
θνητό ας μη μακαρίζουμε κανένα, πριν να φτάσει
1530στην ύστερη ώρα της ζωής δίχως καημούς και πόνους.