Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (16.58-16.81)


Ἐκ Μοισᾶν ἀγαθὸν κλέος ἔρχεται ἀνθρώποισι,
χρήματα δὲ ζώοντες ἀμαλδύνουσι θανόντων.
60 ἀλλ᾽ ἶσος γὰρ ὁ μόχθος ἐπ᾽ ᾐόνι κύματα μετρεῖν
ὅσσ᾽ ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠθεῖ,
ἢ ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέι πλίνθον,
καὶ φιλοκερδείῃ βεβλαμμένον ἄνδρα παρελθεῖν.
χαιρέτω ὅστις τοῖος, ἀνήριθμος δέ οἱ εἴη
65 ἄργυρος, αἰεὶ δὲ πλεόνων ἔχοι ἵμερος αὐτόν·
αὐτὰρ ἐγὼ τιμήν τε καὶ ἀνθρώπων φιλότητα
πολλῶν ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρόσθεν ἑλοίμαν.
δίζημαι δ᾽ ὅτινι θνατῶν κεχαρισμένος ἔλθω
σὺν Μοίσαις· χαλεπαὶ γὰρ ὁδοὶ τελέθουσιν ἀοιδοῖς
70 κουράων ἀπάνευθε Διὸς μέγα βουλεύοντος.
οὔπω μῆνας ἄγων ἔκαμ᾽ οὐρανὸς οὐδ᾽ ἐνιαυτούς·
πολλοὶ κινήσουσιν ἔτι τροχὸν ἄματος ἵπποι·
ἔσσεται οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμεῦ κεχρήσετ᾽ ἀοιδοῦ,
ῥέξας ἢ Ἀχιλεὺς ὅσσον μέγας ἢ βαρὺς Αἴας
75 ἐν πεδίῳ Σιμόεντος, ὅθι Φρυγὸς ἠρίον Ἴλου.
ἤδη νῦν Φοίνικες ὑπ᾽ ἠελίῳ δύνοντι
οἰκεῦντες Λιβύας ἄκρον σφυρὸν ἐρρίγασιν·
ἤδη βαστάζουσι Συρακόσιοι μέσα δοῦρα,
ἀχθόμενοι σακέεσσι βραχίονας ἰτεΐνοισιν·
80 ἐν δ᾽ αὐτοῖς Ἱέρων προτέροις ἴσος ἡρώεσσι
ζώννυται, ἵππειαι δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔθειραι.


Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους,
και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμένοι αφήνουν,
τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω.
Μ᾽ αν θέλεις το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξεις
60είναι σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι
και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας
ή σαν να θες με το νερό ν᾽ ασπρίσει η μαύρη πέτρα.
Μακριά από με ο φιλάργυρος με το πολύ το βιος του
65κι ας λαχταρά κι ας δέρνεται για να συνάξει κι άλλο·
εγώ το βιος δεν το ποθώ, μα προτιμώ και θέλω
του κόσμου την υπόληψη, του κόσμου την αγάπη.
Με τη βοήθεια των Μουσών ψάχνω να βρω τον άντρα
που να τ᾽ αξίζει να του πω παινετικά τραγούδια.
γιατ᾽ είναι δύσκολο πολύ τέτοιους ανθρώπους νά ᾽βρεις
70χωρίς τις κόρες του Διός που γνωστικά λογιάζει.
Ακόμα δεν απόκαμεν ο ουρανός γυρνώντας
να σέρνει και να φέρνει εδώ τους μήνες και τους χρόνους·
πολλά θα σύρουν άρματα τ᾽ άλογα τα βαρβάτα
και θα φανεί κι ο νικητής που ωδή θενα του πλέξω
και θα ᾽ναι οι νίκες του τρανές σαν του Αχιλλέως τις νίκες
ή σαν τις νίκες του Αίαντος πέρα στην πεδιάδα
75που ᾽ναι ο Σιμόεις ποταμός, που ᾽ναι κι ο τάφος του Ίλου.
Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν,
οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας
στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου.
Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα
κι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν.
80Ανάμεσα σ᾽ όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων
σαν τους αρχαίους τους ήρωας αρματωμένος είναι·
την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ισκιώνουν.