Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (12.1-12.19)


ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΑΙΣ XII

ΕΡΓΟΤΕΛΕΙ ΙΜΕΡΑΙΩΙ ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΩΙ


Λίσσομαι, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου, [στρ. α]
Ἱμέραν εὐρυσθενέ᾽ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα.
τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαί
νᾶες, ἐν χέρσῳ τε λαιψηροὶ πόλεμοι
5κἀγοραὶ βουλαφόροι. αἵ γε μὲν ἀνδρῶν
πόλλ᾽ ἄνω, τὰ δ᾽ αὖ κάτω
6aψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ᾽ ἐλπίδες·

σύμβολον δ᾽ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων [ἀντ. α]
πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν,
τῶν δὲ μελλόντων τετύφλωνται φραδαί·
10πολλὰ δ᾽ ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν,
ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ᾽ ἀνιαραῖς
ἀντικύρσαντες ζάλαις
12aἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ.

υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν [ἐπῳδ. α]
ἐνδομάχας ἅτ᾽ ἀλέκτωρ συγγόνῳ παρ᾽ ἑστίᾳ
15ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν) ποδῶν,
εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ᾽ ἄμερσε πάτρας.
νῦν δ᾽ Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος
καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ᾽, Ἐργότελες,
19θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμι-
λέων παρ᾽ οἰκείαις ἀρούραις.


ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΣ ΙΒ᾽

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΓΟΤΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΜΕΡΑ

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΙΑ


Σε ικετεύω, κόρη του Ελευθερίου Δία, [στρ. α]
προστάτευε την ισχυρή Ιμέρα, σώτειρα Τύχη.
Γιατί από σένα κυβερνιούνται στα πέλαγα
τα γρήγορα καράβια, και στη στεριά οι ορμητικοί πόλεμοι,
5και οι συνάξεις που αποφάσεις παίρνουν. Γιατί έτσι ταλαντεύονται
οι ανθρώπινες ελπίδες πολλές φορές
ψηλά πηγαίνοντας, κι άλλοτε πάλι προς τα κάτω
μέσα από μάταια ψεύδη περνώντας. 6α

Κανείς ως τώρα απ᾽ τους θνητούς πάνω στη γη [αντ. α]
πιστό σημάδι θεϊκό δεν βρήκε για πράξη που θα γίνει·
τυφλή για τα μελλούμενα είναι η γνώση.
10Πολλά παρά τη γνώμη τους συμβαίνουν στους ανθρώπους
που τη χαρά χαλάνε· κι άλλοι
που συνάντησαν θύελλες που φέρνουν θλίψη
βλέπουν σε λίγο χρόνο τα παθήματά τους 12α
να βγαίνουν σε ευτυχία μεγάλη.
Γιε του Φιλάνορα, και συ,
σαν τον αλέκτορα που μάχεται μες στο συγγενικό του σπίτι,

15θε να ᾽βλεπες τη δόξα που ᾽φεραν τα πόδια σου [επωδ. α]
άγνωστη να χαθεί και να φυλλορροήσει,
αν ίσως ο εμφύλιος πόλεμος που κάνει εχθρούς τ᾽ αδέρφια
δεν σ᾽ είχε απ᾽ την πατρίδα την Κνωσό χωρίσει.
Τώρα στην Ολυμπία στεφανώθηκες,
και στην Πυθώνα δυο φορές και στον Ισθμό, Εργοτέλη,
και δοξάζεις των Νυμφών τα θερμά λουτρά
εδώ στη χώρα αυτή που μένεις.