Ρίγησε η Καλυψώ, ακούγοντας τον λόγο του.
Ύστερα μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Άσπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ᾽ αυτό είστε πρώτοι!
Ω, δεν ανέχεστε θεές που φανερά πλαγιάζουν με θνητούς,
120αν κάποια στο κρεβάτι της τον πάρει ταίρι ν᾽ αγαπηθεί μαζί του.
Όταν η ροδοδάχτυλη Αυγή διάλεξε τον Ωρίωνα,
θεοί εσείς της ευτυχίας, φθονήσατε την τύχη της, ώσπου
στην Ορτυγία η Άρτεμη, άσπιλη και χρυσόθρονη,
τον σκότωσε, ρίχνοντας καταπάνω του τα βέλη της πυκνά.
Παρόμοια κι όταν η καρδιά της Δήμητρας με τους ωραίους πλοκάμους
στον πόθο του Ιάσιου λύγισε, και πλάγιασε ν᾽ αγαπηθεί μαζί του σε χωράφι
που, πριν το σπείρουν, τρεις φορές το οργώνουν,
ούτε και τότε ο Ζευς έμεινε απληροφόρητος·
τον κεραυνώνει φλογερό το αστροπελέκι του.
Έτσι και τώρα πέφτει ο φθόνος σας σ᾽ εμένα που έχω κοντά μου ένα θνητό.
Κι όμως εγώ τον έσωσα, την ώρα που πιασμένος σε καρίνα
130πάλευε μόνος με τα κύματα,
αφού το γρήγορο καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον πυρφόρο κεραυνό του
καταμεσής στο μαύρο πέλαγο. Οι άλλοι, ξακουστοί συντρόφοι του,
όλοι τους έσβησαν και πάνε, κι αυτόν μονάχα
κύμα κι άνεμος τον έφεραν εδώ.
Κι εγώ τον υποδέχτηκα μ᾽ αγάπη και τον έθρεψα, λογάριαζα
να γίνει αθάνατος για πάντα και να μείνει αγέραστος.
Όμως, όπως το λες, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Ας πάει λοιπόν
να δέρνεται, όπως εντέλλεται εκείνος και προστάζει,
στο άκαρπο πέλαγος. Δεν είμαι εγώ
140που την πομπή του θα ετοιμάσω, δεν έχω καράβια και κουπιά
και ναυτικούς συντρόφους που θα μπορούσαν να τον συντροφέψουν
πάνω στη ράχη την πλατιά της θάλασσας. Είμαι ωστόσο πρόθυμη
στο να τον συμβουλεύσω, δεν θα του κρύψω τίποτε,
πώς να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς μεγάλη βλάβη.»
Της αποκρίνεται ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Άσ᾽ τον να φύγει, όπως το λες. Φυλάξου από την οργή του Δία,
μήπως μια μέρα πέσει πάνω σου το βάρος του θυμού του.»
Μίλησε κι αναχώρησε ο κρατερός Αργοφονιάς. Κι εκείνη, σεβαστή νεράιδα,
150πήγε να βρει τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, στην προσταγή του Δία υπάκουη.
Τον βρήκε εκεί να κάθεται στο περιγιάλι, ούτε στιγμή δεν στέγνωναν
τα μάτια του απ᾽ το κλάμα, έλιωνε η γλυκιά ζωή του
απ᾽ τον καημό του γυρισμού, κι οδύρονταν,
αφού καμιά χαρά δεν του έδινε τώρα η νεράιδα.
Τις νύχτες αν κοιμότανε μαζί της στο βάθος της σπηλιάς,
το ᾽κανε απ᾽ ανάγκη· το ᾽θελε εκείνη, εκείνος όχι.
Τις μέρες όμως τις περνούσε κρεμασμένος σε βράχια κι ακρωτήρια,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
με μάτια βουρκωμένα, στυλωμένα πάντα στο άκαρπο πέλαγος.
Κοντά του στάθηκε αρχοντική η θεά και τον προσφώνησε:
160«Δύσμοιρε, δεν έχεις λόγο πια να οδύρεσαι, να χαραμίζεις
τη ζωή σου με το κλάμα. Το πήρα απόφαση, θα σε κατευοδώσω.
Εμπρός λοιπόν, πελέκησε μακριά μαδέρια, συνάρμοσέ τα
με καρφιά και φτιάξε μια σχεδία πλατιά· στήριξε πάνω της
ψηλά δοκάρια, να σε ταξιδέψει στο γαλάζιο πέλαγος.
Εγώ σου δίνω ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί, να ᾽χεις να ζεις,
να μην πεθάνεις απ᾽ την πείνα.
Κι ακόμη ρούχα θα σε ντύσω και πίσω σου θα στείλω ούριο άνεμο,
ώστε να φτάσεις στην πατρίδα σου χωρίς μεγάλη βλάβη,
αν βέβαια το θελήσουν και οι ουράνιοι θεοί,
170όσοι με ξεπερνούν στη γνώση και στην πράξη.»
|