Αυτός μόλις τους είδε, τους φωνάζει
με λυπημένη τάχα τη φωνή του:
«Κακόμοιροι, πώς φτάσατε εδώ πέρα;
Το ελληνικό σας πλοίο έχει βουλιάξει;
Τον πεθαμένο γιο του Ατρέα μαζί μου
θα θέλατε να θάψετε; Η Ελένη
τάφο αδειανό θα του προσφέρει». Εκείνοι,
κάνοντας πως δακρύζουν, στο καράβι
προχώρησαν, τις προσφορές βαστώντας
που θα ᾽ριχναν στη θάλασσα. Υποψίες
1550μας έζωσαν και μουρμουρίζαμε όλοι
πως ήτανε πολλοί οι καινούριοι ξένοι.
Στα λόγια σου πιστοί σωπαίναμε όμως·
μας είχανε μπερδέψει οι προσταγές σου
που όριζαν αρχηγό στο πλοίο εκείνον.
Εύκολα αυτά τα βάλαμε στο σκάφος·
ωστόσο ο ταύρος στύλωσε τα πόδια·
μούγκριζε κυκλοστρέφοντας τα μάτια,
εκύρτωνε τη ράχη του κοιτώντας
μέσ᾽ απ᾽ τα κέρατά του μ᾽ άγριο βλέμμα,
μη αφήνοντας κανέναν να τον πιάσει.
Τότε ο Μενέλαος φώναξε: «Της Τροίας
1560οι κουρσευτές εσείς, στους δυνατούς σας
ώμους τον ταύρο αυτόν μεμιάς σηκώστε,
καθώς είναι συνήθεια των Ελλήνων,
και φέρτε τον στην πλώρη για σφαχτάρι
του πεθαμένου». Σύγκαιρα το ξίφος
τράβηξε. Αυτοί γοργά στην προσταγή του
τον ταύρο αρπούν και μες στο πλοίο τον φέρνουν.
Χαϊδεύοντας το κούτελο του αλόγου
και τον λαιμό, ο Μενέλαος γαλήνια
το ανέβασε. Όταν φορτωθήκαν όλα,
1570πατώντας αλαφρά στα σκαλοπάτια,
μπήκε στερνή και κάθισ᾽ η Ελένη·
δίπλα της ο Μενέλαος που τον λέγαν
νεκρό· δεξιά κι αριστερά του οι άντρες
πλάι πλάι σταθήκαν ισομοιρασμένοι,
κρύβοντας μες στα ρούχα τα σπαθιά τους·
στου κελευστή το πρόσταγμα, οι φωνές μας
γεμίσαν τ᾽ ακρογιάλι· ο τιμονιέρης,
σαν ξανοιχτήκαμε, ρωτάει: «Ξένε,
πιο μέσα θ᾽ αρμενίσουμε ή καλά είναι;
1580Εσύ ᾽σαι στο καράβι ο κυβερνήτης».
Εκείνος αποκρίθηκε: «Καλά είναι».
Και παίρνοντας το ξίφος πάει στην πλώρη
για τη θυσία· ως έσφαξε τον ταύρο,
για τον νεκρό δεν μίλησε καθόλου,
μα προσευχόταν έτσι: « Ω! Ποσειδώνα,
που κατοικείς στο πέλαο το γαλάζιο,
κι εσείς σεβάσμιες κόρες του Νηρέα,
φέρτε μας ζωντανούς στα περιγιάλια
του Ναύπλιου τη γυναίκα μου κι εμένα.»
Κι έπεφτε ορμητικά μέσα στο κύμα,
καλός οιωνός, το αίμα για τον ξένο.
Τότε φώναξε κάποιος: «Προδοσία,
μας έχει ξεγελάσει ο καπετάνιος.
1590Πρόσταξε, κελευστή, γυρνάτε πίσω,
στρέψε το δοιάκι στη στεριά.» Πατώντας
τον σκοτωμένο ταύρο, στους δικούς του
κράζει ο Μενέλαος: «Βλαστάρια της Ελλάδας,
τί αργείτε; Μπρος, σκοτώστε τους βαρβάρους,
πετάχτε τους στη θάλασσα σφαγμένους.»
Μα ο κελευστής στους ναύτες του φωνάζει
τ᾽ αντίθετα: «Σηκώστε όποιο κοντάρι
βρεθεί μπροστά σας, σπάστε σεις τους πάγκους,
απ᾽ τους σκαρμούς ξελύστε τα κουπιά σας,
και των εχθρών ματώστε τα κεφάλια.»
|