Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (19.1-21.12)


[19.1] Ἔστι δ᾽ οὖν, ἔφην ἐγώ, τῆς γεωργικῆς τέχνης καὶ ἡ τῶν δένδρων φυτεία;
Ἔστι γὰρ οὖν, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος.
Πῶς ἂν οὖν, ἔφην ἐγώ, τὰ μὲν ἀμφὶ τὸν σπόρον ἐπισταίμην, τὰ δ᾽ ἀμφὶ τὴν φυτείαν οὐκ ἐπίσταμαι;
[19.2] Οὐ γὰρ σύ, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἐπίστασαι·
Πῶς; ἐγὼ ἔφην, ὅστις μήτ᾽ ἐν ὁποίᾳ τῇ γῇ δεῖ φυτεύειν οἶδα μήτε ὁπόσον βάθος ὀρύττειν †τὸ φυτὸν† μήτε ὁπόσον πλάτος μήτε ὁπόσον μῆκος τὸ φυτὸν ἐμβάλλειν μήτε ὅπως ἂν ἐν τῇ γῇ κείμενον τὸ φυτὸν μάλιστ᾽ ἂν βλαστάνοι.
[19.3] Ἴθι δή, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, μάνθανε ὅ τι μὴ ἐπίστασαι. βοθύνους μὲν γὰρ οἵους ὀρύττουσι τοῖς φυτοῖς οἶδ᾽ ὅτι ἑώρακας, ἔφη.
Καὶ πολλάκις ἔγωγ᾽, ἔφην.
Ἤδη τινὰ οὖν αὐτῶν εἶδες βαθύτερον τριπόδου;
Οὐδὲ μὰ Δί᾽ ἔγωγ᾽, ἔφην, πενθημιποδίου.
Τί δέ, τὸ πλάτος ἤδη τινὰ τριπόδου πλέον εἶδες;
Οὐδὲ μὰ Δί᾽, ἔφην ἐγώ, διπόδου.
[19.4] Ἴθι δή, ἔφη, καὶ τόδε ἀπόκριναί μοι· ἤδη τινὰ εἶδες τὸ βάθος ἐλάττονα ποδιαίου;
Οὐδὲ μὰ Δί᾽, ἔφην, ἔγωγε τριημιποδίου. καὶ γὰρ ἐξορύττοιτο ἂν σκαπτόμενα, ἔφην ἐγώ, τὰ φυτά, εἰ λίαν γε οὕτως ἐπιπολῆς πεφυτευμένα εἴη.
[19.5] Οὐκοῦν τοῦτο μέν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς οἶσθα, ὅτι οὔτε βαθύτερον πενθημιποδίου ὀρύττουσιν οὔτε βραχύτερον τριημιποδίου.
Ἀνάγκη γάρ, ἔφην ἐγώ, τοῦτο ὁρᾶσθαί γε οὕτω καταφανὲς ὄν.
[19.6] Τί δέ, ἔφη, ξηροτέραν καὶ ὑγροτέραν γῆν γιγνώσκεις ὁρῶν;
Ξηρὰ μὲν γοῦν μοι δοκεῖ, ἔφην ἐγώ, εἶναι ἡ περὶ τὸν Λυκαβηττὸν καὶ ἡ ταύτῃ ὁμοία, ὑγρὰ δὲ ἡ ἐν τῷ Φαληρικῷ ἕλει καὶ ἡ ταύτῃ ὁμοία.
[19.7] Πότερα οὖν, ἔφη, ἐν τῇ ξηρᾷ ἂν βαθὺν ὀρύττοις βόθρον τῷ φυτῷ ἢ ἐν τῇ ὑγρᾷ;
Ἐν τῇ ξηρᾷ νὴ Δί᾽, ἔφην ἐγώ· ἐπεὶ ἔν γε τῇ ὑγρᾷ ὀρύττων βαθύν, ὕδωρ ἂν εὑρίσκοις καὶ οὐκ ἂν δύναιο ἔτι ἐν ὕδατι φυτεύειν.
Καλῶς μοι δοκεῖς, ἔφη, λέγειν. οὐκοῦν ἐπειδὰν ὀρωρυγμένοι ὦσιν οἱ βόθροι, ὁπηνίκα δεῖ τιθέναι ἑκάτερα τὰ φυτὰ ἤδη εἶδες;
[19.8] Μάλιστα, ἔφην ἐγώ.
Σὺ οὖν βουλόμενος ὡς τάχιστα φῦναι αὐτὰ πότερον ὑποβαλὼν ἂν τῆς γῆς τῆς εἰργασμένης οἴει τὸν βλαστὸν τοῦ κλήματος θᾶττον χωρεῖν διὰ τῆς μαλακῆς ἢ διὰ τῆς ἀργοῦ εἰς τὸ σκληρόν;
Δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι διὰ τῆς εἰργασμένης θᾶττον ἂν ἢ διὰ τῆς ἀργοῦ βλαστάνοι.
[19.9] Οὐκοῦν ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφην ἐγώ.
Πότερα δὲ ὅλον τὸ κλῆμα ὀρθὸν τιθεὶς πρὸς τὸν οὐρανὸν βλέπον ἡγῇ μᾶλλον ἂν ῥιζοῦσθαι αὐτὸ ἢ καὶ πλάγιόν τι ὑπὸ τῇ ὑποβεβλημένῃ γῇ θείης ἄν, ὥστε κεῖσθαι ὥσπερ γάμμα ὕπτιον;
[19.10] Οὕτω νὴ Δία· πλείους γὰρ ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ τῆς γῆς εἶεν· ἐκ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἄνω ὁρῶ βλαστάνοντα τὰ φυτά. καὶ τοὺς κατὰ τῆς γῆς οὖν ὀφθαλμοὺς ἡγοῦμαι τὸ αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν. πολλῶν δὲ φυομένων βλαστῶν ‹κατὰ› τῆς γῆς ταχὺ ἂν καὶ ἰσχυρὸν τὸ φυτὸν ἡγοῦμαι βλαστάνειν.


[19.1] «Είναι η καλλιέργεια των δέντρων», είπα, «μέρος της γεωργικής τέχνης;»
«Είναι», είπε ο Ισχόμαχος.
«Πώς γίνεται, λοιπόν», είπα, «να ξέρω τα σχετικά με τη σπορά, αλλά να μην ξέρω τα σχετικά με την καλλιέργεια;»
[19.2] «Δεν τα ξέρεις;» είπε ο Ισχόμαχος.
«Πώς θα μπορούσα;» είπα εγώ, «που δε γνωρίζω ούτε σε τί έδαφος θα πρέπει κάποιος να φυτεύει, ούτε πόσο βάθος θα πρέπει να σκάψει κανείς για το φυτό, ούτε σε πόσο πλάτος ή πόσο ψηλά θα πρέπει να το φυτέψεις, ούτε και πώς θα πρέπει να τοποθετηθεί το φυτό στο χώμα για να αναπτυχθεί καλύτερα».
[19.3] «Εμπρός λοιπόν», είπε ο Ισχόμαχος, «μάθε ό,τι δεν ξέρεις. Είμαι σίγουρος ότι έχεις δει τί λογής λάκκους σκάβουν για τα φυτά», είπε.
«Πολλές φορές», είπα.
«Έχεις δει ποτέ κανένα βαθύτερο από τρία πόδια;»
«Ποτέ, μά τον Δία», είπα, «βαθύτερο από δυόμισι».
«Τί πιστεύεις για αυτό: Έχεις δει, ποτέ, κανέναν λάκκο πλατύτερο από τρία πόδια;»
«Ποτέ, μά τον Δία», είπα, «πλατύτερο από δύο».
[19.4] «Εμπρός, λοιπόν», είπε, «απάντησέ μου στο εξής: έχεις δει ποτέ κανέναν λάκκο μικρότερο από ένα πόδι στο βάθος;»
«Ποτέ, μά τον Δία», είπα, «μικρότερο από ενάμισι. Γιατί τα φυτά μπορεί να ξεριζωθούν στο σκάψιμο», είπα, «αν τα έχουν φυτέψει στην επιφάνεια του εδάφους».
[19.5] «Γνωρίζεις καλά, λοιπόν, Σωκράτη», είπε, «ότι ούτε σκάβουν βαθύτερα από δυόμισι πόδια ούτε λιγότερο από ενάμισι».
«Πρέπει, οπωσδήποτε, να το έχω δει», είπα, «αφού είναι τόσο ολοφάνερο».
[19.6] «Tί πιστεύεις;» είπε. «Αναγνωρίζεις το ξηρότερο απ᾽ το υγρότερο χώμα, όταν το δεις;»
«Η γη γύρω απ᾽ το Λυκαβηττό και οι όμοιές της», είπα, «μου φαίνονται ξηρές, ενώ η γη στον βάλτο του Φαλήρου και οι όμοιές της μου φαίνονται υγρές».
[19.7] «Θα έσκαβες, λοιπόν, έναν βαθύ λάκκο για το δέντρο σε ξερό χώμα», είπε, «ή σε υγρό;»
«Στο ξερό, μά τον Δία», είπα, «γιατί, αν σκάψεις βαθιά στο υγρό χώμα, θα βρεις νερό και δεν θα μπορείς να το φυτέψεις στο νερό».
«Μου φαίνεται ότι μιλάς σωστά», είπε. «Αλλά, όταν οι λάκκοι είναι σκαμμένοι, έχεις δει ποτέ ποιό είδος φυτών πρέπει να φυτέψεις σε αυτούς»;
[19.8] «Μάλιστα», είπα.
«Τότε, αφού θέλεις να αναπτυχθούν το ταχύτερο δυνατό, νομίζεις ότι, αν προετοιμάσεις το χώμα, το κλήμα θα ριζώσει και θα αναπτυχθεί γρηγορότερα σε ένα μαλακό χώμα απ᾽ ό,τι σε ένα αδούλευτο και σκληρό έδαφος;»
«Είναι γεγονός», είπα, «ότι θα αναπτυχθεί γρηγορότερα σε ένα δουλεμένο απ᾽ ό,τι σε ένα αδούλευτο χώμα».
[19.9] «Το χώμα λοιπόν θα πρέπει να τοποθετηθεί κάτω απ᾽ το φυτό».
«Πώς αλλώς θα μπορούσε να είναι;», είπα.
«Αλλά νομίζεις ότι το κλήμα θα βγάλει περισσότερες ρίζες, αν το τοποθετήσεις όρθιο, κάθετα προς τον ουρανό, ή θα το τοποθετήσεις πλάγιο κάτω από το ήδη αναποδογυρισμένο χώμα, για να είναι σαν ένα ανάποδο γάμμα;»
[19.10] «Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, μά τον Δία», είπα, «γιατί έτσι θα υπάρχουν περισσότερα μάτια κάτω απ᾽ τη γη. Γιατί απ᾽ τα μάτια τα φυτά βλαστάνουν προς τα πάνω και νομίζω πως τα μάτια κάτω απ᾽ το χώμα κάνουν το ίδιο. Με πολλούς βλαστούς κάτω στο χώμα το φυτό μπορεί, νομίζω, να αναπτυχθεί γρήγορα και δυνατά».